Είτε στους δρόμους της Βουδαπέστης το 1956 είτε στα βουνά του Αφγανιστάν το 1979 (και το 2001) ή στα δάση της Γρενάδας, οι εισβολές είναι συνήθως θορυβώδεις επιχειρήσεις που αποκαλύπτουν τις προθέσεις τους από την αρχή. Ύστερα από τέσσερις μήνες συγκρούσεων στην ανατολική Ουκρανία, όμως, λίγοι είναι εκείνοι που χρησιμοποιούν τη λέξη «εισβολή» για να χαρακτηρίσουν έναν πόλεμο που σιγοκαίει, όπως αναφέρουν οι New York Times και ο αρθρογράφος παραθέτει απόψεις και δηλώσεις παρακάτω.
«Δεν θα ήθελα να δώσω έναν χαρακτηρισμό τώρα, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε όποιον θέλετε», είπε η καγκελάριος Μέρκελ σε μια συνέντευξη Τύπου την περασμένη εβδομάδα στις Βρυξέλλες, όπου οι ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν ότι έχει αυξηθεί η ροή μαχητών και όπλων στην Ουκρανία από τη Ρωσία, αλλά δεν είπαν λέξη για «εισβολή».
Την ίδια στάση τηρεί και ο πρόεδρος Ομπάμα, χρησιμοποιώντας λέξεις όπως «διείσδυση», «επίθεση», αλλά όχι «εισβολή». Με άλλα λόγια, ο πρόεδρος Πούτιν πέτυχε να θολώσει τα συμβατικά όρια μεταξύ πολέμου και ειρήνης.
Οι δυτικοί ηγέτες που αποφεύγουν τον όρο λένε ότι η ορολογία δεν έχει σημασία, δεν κρύβουν όμως την ανησυχία τους για το γεγονός ότι αν μιλήσουν για εισβολή, θα κληθούν να εξηγήσουν με ποιους τρόπους θα απαντήσουν. Η χρησιμοποίηση αυτής της λέξης στερεί επίσης από τον πρόεδρο Πούτιν τη δυνατότητα να αλλάξει πορεία αν και όταν το αποφασίσει.
«Θα πρέπει να κατονομάσουμε χωρίς δισταγμό αυτό που συμβαίνει», είπε ο υπουργός Εξωτερικών της Λιθουανίας Λίνας Λινκέβιτσιους σε τηλεφωνική του συνέντευξη στους Νιου Γιορκ Τάιμς. «Η επίθεση είναι επίσης μια σωστή λέξη, αλλά εδώ μιλάμε για εισβολή. Υπάρχει μια παράνομη παρουσία ξένων στρατευμάτων σε ένα εθνικά κυρίαρχο έδαφος. Πώς αλλιώς μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε;».
«Φυσικά και πρόκειται για εισβολή», δήλωσε από την πλευρά του ο ουκρανός πρώην στρατιωτικός αξιωματούχος Ντμίτρο Τιμτσούκ, διευθυντής του Κέντρου Στρατιωτικών και Πολιτικών Ερευνών που εδρεύει στο Κίεβο. «Υπάρχει μια πολιτική σχιζοφρένεια στη Δύση. Οι ηγέτες λένε ότι καταλαβαίνουν τι συμβαίνει, αλλά δεν θέλουν και να κάψουν τις γέφυρές τους με τη Μόσχα. Εξακολουθούν να ελπίζουν ότι ο Πούτιν θα λογικευτεί. Αυτό όμως δεν πρόκειται να συμβεί. Πρόκειται για αυταπάτη».
Η Μόσχα επιμένει να αρνείται ότι έχει στείλει στρατιώτες και όπλα στην Ουκρανία, αλλά τον ισχυρισμό αυτόν ελάχιστοι τον παίρνουν σοβαρά εκτός Ρωσίας.
Το πώς ακριβώς πρέπει να χαρακτηριστούν οι ενέργειες της Ρωσίας έχει λάβει έκταση στην Ουάσινγκτον, καθώς εντάσσεται στη γενικότερη συζήτηση για την προσήκουσα απάντηση του προέδρου Ομπάμα. «Αυτό δεν είναι διείσδυση, αλλά εισβολή», είπε στο CBS ο γερουσιαστής Τζον Μακέιν από την Αριζόνα.
Για την εκπρόσωπο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Τζεν Ψάκι, «δεν έχει σημασία τι ορισμό δίνουμε. Εμείς μιλάμε για παράνομη διείσδυση. Αυτό που λέμε είναι ότι παραβιάζουν την εδαφική κυριαρχία της Ουκρανίας. Αυτό που θα κάνουμε είναι πιο σημαντικό από τον ορισμό που δίνουμε».
Οι ειδικοί του διεθνούς δικαίου εκφράζουν την κατάπληξή τους για όλη αυτή τη συζήτηση, καθώς η λέξη «εισβολή» δεν έχει μια ιδιαίτερη νομική σημασία. «Η Αυστραλία μιλά για εισβολή, αλλά αυτό ενδεχομένως να οφείλεται στο ότι κανείς δεν περιμένει από τη χώρα μου να κάνει κάτι», λέει Σάρον Κόρμαν, μια δικηγόρος από την Αυστραλία που έχει γράψει το βιβλίο «Το Δικαίωμα της Κατάκτησης: η κατάκτηση εδαφών με τη βία στο διεθνές δίκαιο και πρακτική».
Η λέξη «εισβολή», λέει ο Γκουλιέλμο Βερντιράμε που διδάσκει διεθνές δίκαιο στο King’s College του Λονδίνου, δεν συνεπάγεται αυτομάτως υποχρεώσεις, έχει φτάσει όμως να υπονοεί κατάκτηση ή προσάρτηση ενός ξένου εδάφους. Κατά συνέπεια, αν και η Ρωσία μπορεί να κατηγορηθεί ότι παραβίασε την απαγόρευση χρήσης βίας που προβλέπεται από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, δεν υπάρχουν προς το παρόν σαφείς ενδείξεις ότι σκοπεύει να κατακτήσει ή να προσαρτήσει την ανατολική Ουκρανία, όπως έγινε με την Κριμαία.