Νέα εποχή για το Κολλέγιο Γουίντσεστερ, το ελιτίστικο οικοτροφείο για αγόρια στο νότιο τμήμα της Αγγλίας από όπου αποφοίτησε ο υπουργός Οικονομικών Ρίσι Σούνακ. Όπως ανακοίνωσε την Τρίτη (9/2) θα είναι εν μέρει ανοικτό και σε κορίτσια, για πρώτη φορά από την ίδρυσή του το 1382.
Αυτή η μικρή επανάσταση εντάσσεται στο πλαίσιο μιας μεταρρύθμισης που αφορά την πορεία «στον 21ο αιώνα» αυτού του σχολείου, όπου τα δίδακτρα ανέρχονται σε περίπου 42.000 λίρες τον χρόνο (περίπου 47.400 ευρώ).
«Ύστερα από έναν αιώνα διαβουλεύσεων επί του θέματος αυτούς, πρόκειται να εισάγουμε κορίτσια στο σχολείο κατά τις επόμενες χρονιές», ανέφερε το Κολλέγιο στην ιστοσελίδα του.
«Η εισαγωγή κοριτσιών θα φέρει πολλαπλά πλεονεκτήματα: νέες πνευματικές προκλήσεις, ποικιλομορφία σκέψης, διευρυμένους ορίζοντες» επισημαίνεται όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Το ίδρυμα, που φιλοξενεί περίπου 700 αγόρια, θα δεχθεί τουλάχιστον 30 εξωτερικούς μαθητές, εκ των οποίων περίπου τα μισά κορίτσια, από επίπεδο αντίστοιχο του Λυκείου «το αργότερα για την έναρξη της σχολικής χρονιάς του 2022», σύμφωνα με το Κολλέγιο. Έως και 50 οικότροφα κορίτσια αναμένεται να γίνουν δεκτά από το 2024 στο Κολλέγιο.
Το Γουίντσεστερ που θέλει σε βάθος χρόνου να έχει περίπου 850 μαθητές, φιλοδοξεί να αυξήσει επίσης κατά 25% των αριθμό των υπότροφων για να φθάσουν από τους 120 σε 150 το 2024 και να αυξήσει τις δυνατότητες για διαδικτυακά μαθήματα προκειμένου να ενισχύσει τις «συνεργασίες» με τα δημόσια σχολεία.
«Αυτές οι αλλαγές συνιστούν μια νέα συναρπαστική φάση στην Ιστορία του Γουίντσεστερ, που θα έχει πολλά οφέλη για τις σημερινές και μελλοντικές γενιές (μαθητών)», ανέφερε ο επικεφαλής του Κολλεγίου Ρίτσαρντ Σταγκ σε ανακοίνωση.
Το Κολλέγιο Γουίντσεστερ είναι ένα από τα ιδιωτικά σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με ιδιαίτερο κύρος στο Ηνωμένο Βασίλειο, μαζί με το Κολλέγιο του Ίτον, που δέχεται αγόρια της βρετανικής ελίτ. Αυτό το τελευταίο ανακοίνωσε τον Μάιο του 2020, κατά το πρώτο κύμα του κορονοϊού, μια επένδυση 100 εκατ. λιρών (112 εκατ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές) για πέντε χρόνια προκειμένου να συμβάλει στη μείωση των ανισοτήτων στην εκπαίδευση που προκάλεσε η πανδημία.