Το αμερικανικό Κογκρέσο επέφερε σήμερα ένα πρωτόγνωρο πλήγμα στον Ντόναλντ Τραμπ ανατρέποντας, με πολύ μεγάλη πλειοψηφία, το βέτο του για τον αμυντικό προϋπολογισμό.
Η Γερουσία ενέκρινε, με 81 ψήφους υπέρ και 13 κατά, αυτόν τον προϋπολογισμό των 740 δισεκατομμυρίων δολαρίων παρά τις «ενστάσεις του προέδρου», σε μια έκτακτη συνεδρίαση που διεξήχθη ανήμερα της Πρωτοχρονιάς. Καθώς η Βουλή των Αντιπροσώπων έκανε το ίδιο τη Δευτέρα, το κείμενο υιοθετείται οριστικά.
Η πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών γερουσιαστών ένωσε τη φωνή της με εκείνη των Δημοκρατικών, αψηφώντας τον Ρεπουμπλικανό ηγέτη λίγο πριν το τέλος της θητείας του κι ενώ εκείνος δήλωνε πάντα υπερήφανος για τη στήριξή τους.
Τέσσερα χρόνια στον Λευκό Οίκο, ο Ντόναλντ Τραμπ χρησιμοποίησε εννέα φορές το δικαίωμα βέτο που είχε σε βάρος νομοσχεδίων. Το Κογκρέσο δεν είχε ποτέ καταφέρει να συγκεντρώσει την πλειοψηφία των δύο τρίτων που ήταν αναγκαία για να το παρακάμψει.
Το «χαστούκι» έλαβε χώρα την ώρα που στελέχη του κόμματός του αναγνωρίζουν, ένας μετά τον άλλο, την ήττα του στις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου, μια ήττα που ο ίδιος συνεχίζει να μην αποδέχεται.
Ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών γερουσιαστών Μιτς Μακόνελ δεν υποχώρησε, καλώντας τους γερουσιαστές να ψηφίσουν υπέρ του προϋπολογισμού του 2021 για την Άμυνα.
«Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα παραμείνουμε στον αγώνα μπροστά από τους ανταγωνιστές μας όπως η Ρωσία και η Κίνα», δήλωσε σήμερα, κατά την έναρξη της συνεδρίασης.
«Είναι επίσης μια ευκαιρία να υπενθυμίσουμε στους στρατιώτες μας και τις οικογένειές τους ότι έχουν τη στήριξή μας», συμπλήρωσε.
Καρπός μακρών διαπραγματεύσεων, το κείμενο προβλέπει μεταξύ άλλων μια αύξηση 3% των μισθών του προσωπικού στον τομέα της Άμυνας.
Όπως συνηθίζεται εδώ και μισό αιώνα, είχε υιοθετηθεί, στις αρχές Δεκεμβρίου, με συντριπτική πλειοψηφία από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, που ελέγχουν οι Δημοκρατικοί και τη Γερουσία, που ελέγχουν οι Ρεπουμπλικάνοι.
Όμως, στις 23 Δεκεμβρίου ο Ντόναλντ Τραμπ είχε ανακοινώσει ότι θα ασκήσει βέτο, προκαλώντας κατάπληξη ακόμα και εντός του κόμματός του.
Είχε κρίνει πως το κείμενο είναι υπερβολικά θετικά διακείμενο προς την Κίνα και είχε αντιδράσει στο ενδεχόμενο να μετονομαστούν στρατιωτικές βάσεις που έφεραν ονόματα στρατηγών της Συνομοσπονδίας, που πολέμησαν υπέρ της δουλείας.
Κατήγγειλε επίσης ότι δεν περιλάμβανε την κατάργηση ενός νόμου, που προστατεύει το νομικό καθεστώς των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία κατηγορεί ότι μεροληπτούν σε βάρος του.