Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία της Ιρλανδίας κάλεσε το τάγμα των μοναχών, που διαχειριζόταν το πρώην μοναστήρι όπου εντοπίστηκε ομαδικός τάφος με τα λείψανα περίπου 800 παιδιών, να συνεργαστεί με τις αρχές που ερευνούν την υπόθεση.
Η Ιρλανδία πρόκειται να ερευνήσει αυτό που η κυβέρνηση χαρακτήρισε «εξαιρετικά ανησυχητική» ανακάλυψη ενός ομαδικού τάφου σε ένα πρώην μοναστήρι που διοικούσε το τάγμα των Αδελφών του Ελέους, όπου 796 παιδιά πέθαναν κατά το διάστημα 1925-1961.
Ο αρχιεπίσκοπος του Τούαμ δήλωσε ότι ενώ δεν είχε κάποια ανάμειξη στη διοίκηση του μοναστηριού, η επισκοπή του συγκλονίσθηκε και λυπήθηκε πολύ όταν πληροφορήθηκε τον αριθμό των παιδιών που ενταφιάστηκαν εκεί.
«Με δυσκολία μπορώ να φανταστώ την τεράστια θλίψη που βίωσαν οι μητέρες δίνοντας τα παιδιά τους για υιοθεσία ή με τον θάνατό τους. Ο πόνος και η συντριβή που ένιωσαν είναι πέραν της δυνατότητάς μας να τον κατανοήσουμε», αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο αρχιεπίσκοπος Μάικλ Νίρι.
«Ανεξάρτητα από το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, πρόκειται για ένα ζήτημα που προκαλεί σοβαρή ανησυχία και πρέπει να αντιμετωπιστεί επειγόντως», συμπλήρωσε ο ίδιος.
Η κάποτε ισχυρή Καθολική Εκκλησία της Ιρλανδίας κλυδωνίζεται από μία σειρά σκανδάλων που αφορούν κακοποίηση και παραμέληση παιδιών.
Από τα δημόσια αρχεία προκύπτει ότι 796 παιδιά πέθαναν σε ένα «ίδρυμα για μητέρες και βρέφη» στην κομητεία του Γκάλγουεϊ πριν αυτό κλείσει, σύμφωνα με ιστορικό της περιοχής. Η ερευνήτρια Κάθριν Κόρλις είπε ότι οι σοροί ενταφιάστηκαν σε σηπτικό βόθρο στους χώρους του πρώην μοναστηριού και ότι κάποια από τα νεκρά βρέφη ήταν μόλις τριών μηνών.
Η Καθολική Εκκλησία διοικούσε πολλές από τις κοινωνικές υπηρεσίες της χώρας τον 20ο αιώνα, περιλαμβανομένων των ιδρυμάτων για ανύπανδρες μητέρες που στέλνονταν εκεί για να γεννήσουν–ανάμεσά τους και θύματα βιασμού.
Οι ανύπανδρες γυναίκες και τα παιδιά τους θεωρούνταν στίγμα για την εικόνα της Ιρλανδίας ως αυστηρής καθολικής χώρας.
Συνιστούσαν βέβαια και πρόβλημα για κάποιους από τους πατέρες, ειδικά αν επρόκειτο για ισχυρές προσωπικότητες όπως ιερείς ή πλούσιοι, παντρεμένοι άνδρες.
Τα ιδρύματα αυτά, όπως ήταν τα «Πλυντήρια της Μαγδαληνής», εκμεταλλεύονταν εμπορικά οι μοναχές, αλλά λάμβαναν κρατική επιχορήγηση. Λειτουργούσαν ως κέντρα υιοθεσίας και λόγω αυτής της ιδιότητάς τους τελούσαν υπό κρατικό έλεγχο.
Πρόσφατα, η ταινία «Φιλομένα» του Βρετανού Στίβεν Φρίαρς κατέγραψε την ιστορία μίας από αυτές τις γυναίκες που αναζητούσε επί χρόνια τον γιο της, ο οποίος είχε υιοθετηθεί από μία οικογένεια Αμερικανών.
Εξάλλου, η σκληρή και συχνά νοσηρή πραγματικότητα των «Πλυντηρίων της Μαγδαληνής» αποτυπώθηκε στην ταινία του Πίτερ Μούλαν (2002) με τίτλο «Οι κόρες της Ντροπής». Η ταινία καταγράφει την άφιξη των κοριτσιών στα ιδρύματα, τα οποία είναι μοναστήρια που κερδίζουν χρήματα ως πλυντήρια ρούχων, τις εμπειρίες τους εκεί και τους τρόπους τελικά που διαφεύγουν από εκεί. Πολλά από τα κορίτσια υφίστανται σεξουαλική παρενόχληση, σωματική και σεξουαλική κακοποίηση από τις καλόγριες και τον ιερέα του μοναστηριακού ιδρύματος.
Η ταινία αποτελεί δραματοποιημένη ιστορία που βασίζεται σε πραγματικές αφηγήσεις κοριτσιών που στάλθηκαν σε αυτά τα άσυλα. Μάλιστα, μία από τις πρώην τρόφιμες δήλωσε ότι παρά την σκληρότητα της ταινίας, η πραγματικότητα ήταν κατά πολύ χειρότερη…