Ξεκίνησε σαν ένα βράδυ Παρασκευής, περίπου όπως όλα τα άλλα, αλλά εξελίχθηκε σε νύχτα – στίγμα στη σύγχρονη ιστορία της Γαλλίας, πνιγμένη στο αίμα 130 ανθρώπων.
Στην αρχή της βραδιάς, ο Ζαν-Κριστόφ θα συναντούσε στο κέντρο μια νέα γνωριμία του, η Καβιτά θα γιόρταζε τα 43α γενέθλια του συντρόφου της και ο Σαμ θα πήγαινε σε μια συναυλία funk, αλλά η βραδιά εξελίχθηκε σε μια νύχτα απόλυτου τρόμου καθώς μια ομάδα ένοπλων τζιχαντιστών σκόρπισε τον θάνατο στο Παρίσι με μια σειρά επιθέσεων σκοτώνοντας συνολικά 130 ανθρώπους.
Τέσσερις Παριζιάνοι, όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ, θυμούνται την νύχτα εκείνη της 13ης Νοεμβρίου του 2015:
Ήταν περίπου 9:20 μμ και ο 33χρονος Ζαν-Κριστόφ Ναμπερέ δειπνούσε με την κοπέλα με την οποία είχε βγει ραντεβού σε εστιατόριο του κεντρικού Παρισιού όταν άρχισε να δέχεται ειδοποιήσεις στο κινητό του για μια έκρηξη που είχε σημειωθεί στο Stade de France (το εθνικό στάδιο της Γαλλίας), στα βόρεια της πρωτεύουσας. Ο Ζαν-Κριστόφ σοκαρίστηκε από την είδηση.
«Αλλά στη συνέχεια άρχισα να δέχομαι περισσότερες επείγουσες ειδοποιήσεις καθώς και γραπτά μηνύματα από φίλους που έκαναν λόγο για επιθέσεις σε διαφορετικά σημεία της πόλης» θυμάται.
Οι συντονισμένες τζιχαντιστικές επιθέσεις ξεκίνησαν όταν τρεις καμικάζι ανατίναξαν τα γιλέκα με εκρηκτικά που φορούσαν στο Stade de France, που βρίσκεται στο προάστιο του Παρισιού, Σαιν-Ντενί.
Η Γαλλία έπαιζε έναν φιλικό ποδοσφαιρικό αγώνα με την Γερμανία και στο στάδιο βρίσκονταν τουλάχιστον 80.000 θεατές, ανάμεσά τους και ο τότε πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ.
Από την επίθεση σκοτώθηκε, εκτός από τους τρεις βομβιστές, ένας περαστικός.
Μετά τις εκρήξεις στο στάδιο, ένοπλοι άνοιξαν πυρ εναντίον πολλών μπαρ και εστιατορίων-στο μπαρ Le Carillon, στο εστιατόριο Le Petit Cambodge, στο καφέ Bonne Bière και στο ιταλικό εστιατόριο Casa Nostra- όλα τους βρίσκονταν κοντά στην πολυσύχναστη συνοικία Κανάλ Σαιν Μαρτέν, στο 10ο και 11ο διαμέρισμα του Παρισιού.
Oι σειρήνες στη διαπασών
Η 40χρονη Λιλί Ρατιπάνια, που μένει μόλις 50 μέτρα από το Le Petit Cambodge, θυμάται τις εκκωφαντικές σειρήνες που άκουγε να ηχούν μέσα από το σπίτι της.
«Θυμάμαι να σκέφτομαι πόσο περίεργο ήταν που οι σειρήνες δεν σταματούσαν. Υπήρχαν ασθενοφόρα, περιπολικά, τα πάντα». Λίγα λεπτά μετά, μπήκε στο Facebook και είδε τις αναρτήσεις για τις συνεχιζόμενες επιθέσεις. «Τα μίντια έκαναν ζωντανή μετάδοση και οι φίλοι μου αναρτούσαν προειδοποιήσεις για το τι συνέβαινε. Ήταν στ’ αλήθεια τρομακτικό».
Το Facebook είχε για πρώτη φορά ενεργοποιήσει την υπηρεσία «Safety Check» (τον έλεγχο για την ασφάλεια της ζωής ενός χρήστη, που δεν αφορά φυσική καταστροφή), επιτρέποντας έτσι στους Παριζιάνους χρήστες του να χρησιμοποιούν το safe (ασφαλής), για να ενημερώνουν τις επαφές τους ότι είναι καλά.
«Ήταν εξωπραγματικό το ότι συνέβαινε μόλις έξω από το σπίτι μου» λέει η ίδια και προσθέτει ότι ανέβασε γρήγορα ένα μήνυμα στον λογαριασμό της ειδοποιώντας τους χρήστες ότι η πόρτα της είναι ανοιχτή για όποιον τυχόν αναζητούσε καταφύγιο.
Μόνο στους δρόμους πέριξ του σπιτιού της Λιλί σκοτώθηκαν 18 άνθρωποι εκείνο το βράδυ.
Όμως οι επιθέσεις δεν είχαν ακόμη τελειώσει. Οι ένοπλοι, οι οποίοι αργότερα επιβεβαιώθηκε ότι συνδέονταν με το Ισλαμικό Κράτος, είχαν ανοίξει πυρ και σε άλλο σημείο του 11ου διαμερίσματος βάζοντας στο στόχαστρό τους Παριζιάνους που δειπνούσαν ή απολάμβαναν το ποτό τους στο καφεστιατόριο Comptoir Voltaire και στο μπαρ La Belle Équipe, σκοτώνοντας 21 ανθρώπους στο δεύτερο.
Η πιο φονική επίθεση, ωστόσο, εκείνης της βραδιάς σημειώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα στον συναυλιακό χώρο Bataclan, επίσης στο 11ο διαμέρισμα, όπου εμφανιζόταν το αμερικανικό συγκρότημα της ροκ Eagles of Death Metal.
Ενενήντα άνθρωποι σκοτώθηκαν στην επίθεση εκείνη και πάνω από 200 τραυματίστηκαν, πολλοί εκ των οποίων σοβαρά, όταν τρεις ένοπλοι ζωσμένοι με εκρηκτικά εισέβαλαν στον χώρο και άνοιξαν πυρ με αυτόματα όπλα εναντίον των περίπου 1.500 θεατών.
Εκατοντάδες επιζήσαντες κρατήθηκαν όμηροι μέχρι που η αστυνομία πραγματοποίησε έφοδο λίγες ώρες αργότερα.
«Η funk μού έσωσε τη ζωή»
Ο 38χρονος Σαμ Ντέιβις, ο οποίος ζει σχεδόν δίπλα στο Le Carillon και ο οποίος το προηγούμενο βράδυ είχε παρακολουθήσει μια άλλη συναυλία στο Μπατακλάν, βρισκόταν καθ’ οδόν προς το σπίτι του έπειτα από ένα ποτό στο πόδι με φίλους όταν, εντελώς ανεξήγητα, αποφάσισε να κλείσει την βραδιά του στηρίζοντας έναν φίλο του που τραγουδούσε σε ένα γειτονικό μπαρ.
«Έτσι αντί να στρίψω δεξιά εκείνο το βράδυ, που σημαίνει ότι θα περνούσα μπροστά από το Le Carillon, έστριψα αριστερά». Ενώ παρακολουθούσε τη συναυλία δέχτηκε ένα γραπτό μήνυμα στο κινητό του από έναν φίλο που τον ενημέρωνε ότι έπεσαν πυροβολισμοί στο Le Carillon.
«Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι θα είχε να κάνει με ναρκωτικά, κάτι σαν τυχαίοι πυροβολισμοί, οπότε δεν το σκέφτηκα και πολύ. Αλλά μετά άρχισα να λαμβάνω μηνύματα από άλλους φίλους που ήθελαν να μάθουν αν είμαι καλά».
Όλοι οι παρευρισκόμενοι άρχισαν να κοιτάζουν τα κινητά τους, λέει. «Και σχεδόν στα μισά της συναυλίας όλοι άρχισαν να κλαίνε όταν αντιλήφθηκαν πόσο σοβαρό ήταν».
Ο Ντέιβις και όλοι οι θαμώνες κλειδώθηκαν μέσα στο μπαρ για τουλάχιστον δύο ώρες ώστε να παραμείνουν ασφαλείς. Αφού πέρασε την νύχτα στον καναπέ ενός φίλου του, την επόμενη ημέρα επέστρεψε στη γειτονιά του.
«Μια από τις εικόνες που έχουν καρφωθεί στο μυαλό μου από τότε είναι εκείνη ενός οδοκαθαριστή που σκούπιζε τα αίματα από την διάβαση των πεζών. Mε τάραξε πολύ».
«Τα πρόσωπα των ανθρώπων άλλαξαν»
Για την 41χρονη Καβιτά Μπραχμπάτ η νύχτα της 13ης Νοεμβρίου του 2015 εξελίχθηκε με παρόμοιο τρόπο. Γιόρταζε τα 43α γενέθλια του συντρόφου της Μπεν μαζί με φίλους σε μια αίθουσα τέχνης στην συνοικία Μαραί όταν πήγε να πάρει το κινητό της μέσα από την τσάντα της για να ελέγξει γιατί δεν είχε εμφανιστεί μια από τις φίλες της.
«Κοίταξα το κινητό μου και είχα περί τις 25 αναπάντητες κλήσεις. Τότε ήρθε ο Μπεν και μου είπε: Έγινε τρομοκρατική επίθεση, μη φρικάρεις».
Όταν εκείνη πήρε το βλέμμα της από το κινητό της είδε ότι και η φίλη με την οποία μιλούσε μόλις είχε μάθει την είδηση κοιτάζοντας το δικό της κινητό.
«Και οι τρεις μας το πληροφορηθήκαμε την ίδια στιγμή. Τότε ο ένας μετά τον άλλον έβλεπες πώς άλλαζαν τα πρόσωπα των ανθρώπων μαθαίνοντας τι είχε συμβεί».
Η φίλη που περίμεναν είχε δεχτεί προειδοποίηση να επιστρέψει πίσω.
«Με πήρε τηλέφωνο αργότερα και μου είπε πως, μόλις βγήκε στο δρόμο για να έρθει, ένας γείτονάς της την έσπρωξε πίσω, λέγοντάς της ότι πέφτουν πυροβολισμοί στον δρόμο τους. Είχε φρικάρει εντελώς» θυμάται η Μπραχμπάτ.
«Κλειδώσαμε τις πόρτες και κατεβάσαμε τα ρολά» λέει.
Μέσα στις επόμενες ημέρες ο σύντροφός της έμαθε ότι ένας φίλος του, που είχε αναφερθεί ως αγνοούμενος, είχε σκοτωθεί στις επιθέσεις.
Ανατριχιαστική ατμόσφαιρα
Ο Ναμπερέ και η κοπέλα με την οποία είχε βγει σε ραντεβού δεν πέρασαν την βραδιά όπως θα ήθελαν. Παρά τις προειδοποιήσεις στα κινητά τους, εκείνοι αποφάσισαν να συνεχίσουν την έξοδό τους.
«Πήγαμε στο Πιγκάλ, στο βόρειο Παρίσι, για ένα τελευταίο ποτό, αλλά το ένα μετά το άλλο τα μπαρ έκλειναν. Πρέπει να επιχειρήσαμε σε πέντε ή έξι και όταν επιτέλους βρήκαμε ένα που ήταν ανοιχτό μας είπαν ότι έπρεπε να φύγουμε έπειτα από πέντε λεπτά».
Θυμάται πως περπατούσαν στον δρόμο και ξαφνικά η ατμόσφαιρα έγινε ανατριχιαστική.
«Ο δρόμος ήταν εντελώς άδειος και τότε αρχίσαμε να τρέχουμε».