Κατάφερε να αποδράσει και περιέγραψε την εμπειρία της στο CNN. Ο λόγος για ένα από τα κορίτσια στη Νιγηρία που είχαν απαχθεί από τη Μπόκο Χαράμ, το οποίο έλεγε: «Προτιμούσαμε να πεθάνουμε από το να μας πάρουν μακριά…».
Η είδηση ότι η Μπόκο Χαράμ προετοίμαζε επίθεση είχε φθάσει στο χωριό Τσιμπόκ πολύ πριν η ένοπλη ισλαμιστική οργάνωση πραγματοποιήσει την απειλή της. Οι κάτοικοι του χωριού είχαν ήδη αρχίσει να λαμβάνουν προειδοποιήσεις στο κινητό τους τηλέφωνο. Κανένας δεν γνώριζε βέβαια την μορφή που θα είχε η επίθεσή της, επισημαίνει το CNN, ότι δηλαδή εκατοντάδες μαθήτριες θα αρπάζονταν από τα κρεβάτια τους από μία ομάδα εξτρεμιστών, οι οποίοι στη συνέχεια θα απειλούσαν να τις πουλήσουν.
«Είναι σαν να είχαν έρθει για να κάνουν τα ψώνια τους», είπε στο CNN ένας από τους κατοίκους του χωριού που ήταν παρών στην επίθεση.
Κάποιες από τις μαθήτριες ήταν τυχερές ώστε να καταφέρουν να δραπετεύσουν το ίδιο βράδυ, αφότου δηλαδή οι ένοπλοι τις φόρτωσαν σε φορτηγά. «Προτιμούσαμε να πεθάνουμε από το να μας πάρουν μακριά. Τρέχαμε μέσα στο δάσος. Τρέχαμε και τρέχαμε», λέει ένα από τα κορίτσια στο CNN.
Με τον τρόμο ζωγραφισμένο στο βλέμμα της και τρεμάμενη φωνή, η νεαρή γυναίκα που ζήτησε να μην κατονομαστεί, περιέγραψε την εμπειρία της στους τρεις δημοσιογράφους του CNN που πραγματοποίησαν το επικίνδυνο ταξίδι μέχρι το χωριό Τσιμπόκ. Η ίδια και δύο φίλες της που επίσης κατάφεραν να δραπετεύσουν είδαν κάτι να φλέγεται και κατευθύνθηκαν προς το μέρος του θεωρώντας ότι ήταν κάποιο κτίριο στο χωριό που είχε αρπάξει φωτιά. Υπό φυσιολογικές συνθήκες στο Τσιμπόκ επικρατεί απόλυτο σκοτάδι την νύχτα.
Οι αρχές έχουν ανακοινώσει ότι οι ένοπλοι της Μπόκο Χαράμ απήγαγαν 276 μαθήτριες από το σχολείο τους στις 14 Απριλίου και ότι κάποιες από αυτές διέφυγαν μέσα στο δάσος.
Οι κάτοικοι του χωριού είπαν ότι μετέφεραν τις προειδοποιήσεις στην τοπική αστυνομία ότι οι τρομοκράτες ήταν καθ’ οδόν εκείνο το βράδυ. Είπαν ότι είχαν λάβει τηλεφωνήματα από την οικογένειά τους και τους φίλους τους από γειτονικά χωριά οι οποίοι τους προειδοποίησαν ότι μία αυτοκινητοπομπή αποτελούμενη από φορτηγά με ανοιχτή καρότσα, ημιφορτηγά και μοτοσυκλέτες κατευθυνόταν προς το χωριό τους.
Οι κάτοικοι του χωριού είπαν ότι η αστυνομία ζήτησε ενισχύσεις, αλλά αυτές ποτέ δεν έφθασαν. Όλοι, περιλαμβανομένης της αστυνομίας, διέφυγαν στο δάσος στη διάρκεια της επίθεσης, αλλά τα κορίτσια κοιμούνταν στους κοιτώνες τους εκείνη την ώρα. Οι προσωπικές μαρτυρίες των κατοίκων επιβεβαιώνουν την έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να συγκεντρώσει επαρκή στρατιωτική δύναμη για να αναχαιτίσει την επίθεση.
Η μαθήτρια, η οποία περιέγραψε στο CNN πως κατάφερε να δραπετεύσει, είναι συντετριμμένη από τα γεγονότα. Όταν της ζητήθηκε να περιγράψει τι φορούσαν οι απαγωγείς, εκείνη απάντησε: «Φοβάμαι».
Το σχολείο της έκλεισε, αλλά, αν ήταν ανοιχτό, λέει ότι δεν θα επέστρεφε.
Υπάρχουν πολλά σημεία ελέγχου στους δρόμους από την πρωτεύουσα Αμπούτζα ως το Τσιμπόκ. Ορισμένα από αυτά είναι επανδρωμένα με στρατιώτες, ενώ άλλα με τοπικούς φύλακες αλλά οπλισμένους.
Οι σταθμοί είναι αμέτρητοι με αποτέλεσμα να έχουν μετατρέψει μία διαδρομή διάρκειας οκτώ ωρών σε δεκάωρο ταξίδι, για το οποίο η αποστολή του CNN χρειάστηκε τέσσερις ημέρες.