Η μια μετά την άλλη, οι ισπανικές περιφέρειες κλείνουν το έδαφός τους για να περιορίσουν τη διασπορά του ιού και έτσι να αποφύγουν μια νέα γενικευμένη καραντίνα όπως στη Γαλλία. Ωστόσο αυτό το τελευταίο χαρτί ίσως να αποδειχθεί ανεπαρκές.
Την Κυριακή, η αριστερή κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ κήρυξε νέα κατάσταση έκτακτης υγειονομικής ανάγκης, η οποία επέτρεψε την επιβολή νυχτερινής απαγόρευσης της κυκλοφορίας σχεδόν σε ολόκληρη τη χώρα και επίσης εξουσιοδοτεί τις περιφερειακές αρχές, αρμόδιες σε θέματα υγείας, να αποκλείσουν το έδαφός τους.
Η πλειοψηφία των 17 περιφερειών της χώρας –ανάμεσά τους η Ανδαλουσία, η Μαδρίτη και η Καταλονία– αποφάσισαν να καταφύγουν σε αυτόν τον μηχανισμό, απαγορεύοντας έτσι στα τρία τέταρτα των 47 εκατομμυρίων Ισπανών να φύγουν από την περιφέρειά τους, εκτός αν έχουν πολύ συγκεκριμένους λόγους όπως για παράδειγμα η επίσκεψη σε γιατρό και η μετάβαση στην εργασία.
Ο αποκλεισμός αυτός αναμένεται να διαρκέσει δύο εβδομάδες στις περισσότερες περιπτώσεις. Ο αντίκτυπος αυτών των μέτρων δεν θα φανεί «πριν από επτά ή οκτώ ημέρες», προειδοποίησε ο επικεφαλής επιδημιολόγος του Υπουργείου Υγείας, Φερνάντο Σιμόν, αποκαλώντας «κακά» τα στοιχεία της επιδημίας στην Ισπανία.
Σήμερα, αυτή η χώρα κατέγραψε περισσότερα από 23.500 νέα κρούσματα σε 24 ώρες, ένα ρεκόρ από τότε που άρχισε το δεύτερο κύμα της επιδημίας.
Οι αποκλεισμοί αυτοί είναι «το τελευταίο προπύργιο πριν από την καραντίνα στο σπίτι. Εάν δεν καταφέρουμε πράγματι να περιορίσουμε την αύξηση (των κρουσμάτων), θα πρέπει να λάβουμε ισχυρότερα μέτρα», δήλωσε ο Ντανιέλ Λόπεζ Κοντίνα, βιοφυσικός στο Πολυτεχνείο της Καταλονίας που μελετά την εξέλιξη της επιδημίας.
Παρά τους περιορισμούς που υιοθετήθηκαν μετά την αναζωπύρωση της επιδημίας τον Ιούλιο, οι μολύνσεις σημειώνουν ραγδαία αύξηση.
«Το υφιστάμενο σενάριο είναι πολύ ανησυχητικό. Βρισκόμαστε στην αρχή του χειμώνα (…) στο πλαίσιο ενός σεναρίου υψηλού κινδύνου και πολύ ασταθούς», δήλωσε ο υπουργός Υγείας Σαλβαδόρ Ιλια, ενώπιον των βουλευτών που ενέκριναν λίγες ώρες αργότερα την παράταση της κατάστασης έκτακτης υγειονομικής ανάγκης για έξι μήνες, έως τις 9 Μαΐου.
Φόβος για μια νέα καραντίνα
Το διάταγμα που εκδόθηκε την Κυριακή από την κυβέρνηση δεν αναφέρει τον κατ΄οίκον περιορισμό των πολιτών, όπως στα μέσα Μαρτίου στο πρώτο κύμα της επιδημίας παρότι ορισμένες περιοχές όπως η Καταλονία, δεν αποκλείουν την πιθανότητα να καταφύγουν ξανά σε αυτό το μέτρο.
«Νομίζω ότι υπάρχει ένα φάσμα δυνατοτήτων που μπορούν να μας επιτρέψουν να σταματήσουμε και να σταθεροποιήσουμε την καμπύλη» μετάδοσης πριν χρειαστεί να αποφασίσουμε μια νέα καραντίνα που είναι ιδιαίτερα επιβλαβής για την οικονομία», δήλωσε ο Σαλβαδόρ ‘Ιλια.
Η καραντίνα που επιβλήθηκε στα μέσα Μαρτίου στην Ισπανία, μια από τις αυστηρότερες στον κόσμο, άφησε πικρή ανάμνηση στους Ισπανούς, οι οποίοι, σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους γείτονές τους, δεν μπορούσαν καν να βγουν από το σπίτι τους για να πάρουν λίγο καθαρό αέρα ή να κάνουν καποιο άθλημα.
«Η καραντίνα στην Ισπανία ήταν ιδιαίτερα σκληρή (….) Τώρα, όταν μιλάμε για κατ΄οίκον περιορισμό, οι άνθρωποι πιστεύουν ότι αυτό σημαίνει ότι δεν θα μπορούν να βγουν, ούτε για περίπατο», αναλύει ο επιδημιολόγος Φερνάντο Ροντρίγκεθ Αρταλέχο.
Ωστόσο, αυτός ο καθηγητής του Αυτόνομου Πανεπιστημίου της Μαδρίτης αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα του μερικού αποκλεισμού περιφερειών που «είναι πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί και δεν μειώνει το πρόβλημα εντός της εν λόγω περιοχής» ακόμη και αν αναγνωρίζει ότι είναι «πολύ δύσκολες οι προβλέψεις» με αυτόν τον ιό.
Η Καταλονία, για παράδειγμα, έκλεισε μπαρ και εστιατόρια πριν από δύο εβδομάδες και οι μολύνσεις συνεχίζουν να αυξάνονται εκεί. Ενώ στη Μαδρίτη, όπου οι περιορισμοί είναι λιγότερο αυστηροί, η κατάσταση φαίνεται να έχει σταθεροποιηθεί μετά το μερικό κλείσιμο της πρωτεύουσας και οκτώ γειτονικών πόλεων για εβδομάδες.
Για τον επιδημιολόγο Ιλντεφόνσο Χερνάντεθ, η βελτίωση της κατάστασης στη Μαδρίτη είναι επίσης το αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης του πληθυσμού που «έχει μειώσει τα επίπεδα κοινωνικής αλληλεπίδρασης».
Στο εξής ελπίζει ότι ο αποκλεισμός περιφερειών θα οδηγήσει στην ίδια ευαισθητοποίηση και στην «αύξηση της αντίληψης του κινδύνου» στις τάξεις των πολιτών.
«Αλλά εάν το ποσοστό μόλυνσης συνεχίσει να αυξάνεται με αυτόν τον ρυθμό, τότε θα πρέπει να λάβουμε ισχυρότερα μέτρα», όπως φοβάται.