Στις δουλειές τους επέστρεψαν οι Ινδοί, προσπαθώντας να ξεχάσουν για λίγο την πανδημία του κορονοϊού, ενόψει και δύο μεγάλων ινδουιστικών γιορτών.
Τα εργοστάσια βουίζουν στο κρατίδιο Μαχαράστρα, οι αγορές στην Καλκούτα είναι γεμάτες, ενώ οι δρόμοι στο Τσενάι έχουν μποτιλιάρισμα, παρότι η δεύτερη πιο πολυπληθής χώρα παγκοσμίως, με 1,3 δισεκατομμύρια κατοίκους, χει καταγράψει μέχρι στιγμής περισσότερα από 7,5 εκατομμύρια κρούσματα covid-19, τον μεγαλύτερο αριθμό μετά τις ΗΠΑ.
Όμως έπειτα από ένα αυστηρό lockdown τον Μάρτιο που άφησε εκατομμύρια ανθρώπους στα πρόθυρα του λιμού, η κυβέρνηση και οι κάτοικοι αποφάσισαν ότι η ζωή πρέπει να συνεχιστεί.
Η Σονάλι Ντάνγκε, που έχει αναλάβει τη φροντίδα του άνεργου συζύγου της, των δύο κοριτσιών τους αλλά και της ηλικιωμένης πεθεράς της, μολύνθηκε από τον κορονοϊό και χρειάστηκε να νοσηλευθεί. Όμως γρήγορα οι οικονομίες της οικογένειας εξανεμίστηκαν λόγω του lockdown κι έτσι χρειάστηκε να επιστρέψει στη δουλειά της, σε ένα εργοστάσιο στο Μπουμπάι, όπου κερδίζει 25.000 ρουπίες (290 ευρώ) τον μήνα.
«Δεν φοβάμαι πια»
«Τώρα που ιάθηκα δεν φοβάμαι πια την ασθένεια» δηλώνει τη 29χρονη γυναίκα.
Η επιδημία του κορονοϊού έχει σκοτώσει λιγότερους ανθρώπους στην Ινδία (115.000 νεκροί) απ΄ό,τι στις ΗΠΑ, όπου ο αριθμός των νεκρών είναι σχεδόν διπλάσιος ενώ ο πληθυσμός τέσσερις φορές μικρότερος.
Όμως οι οικονομικές επιπτώσεις της επιδημίας είναι πολύ χειρότερες, όπως εξηγεί το ΑΜΠΕ. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) εκτιμά ότι το ΑΕΠ της Ινδίας θα μειωθεί κατά 10,3% φέτος, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη πτώση μεταξύ των αναδυόμενων χωρών και τη χειρότερη από το 1947, όταν η χώρα κέρδισε την ανεξαρτησία της.
Στην πόλη Βαρανάσι, ο 12χρονος Σαντσίτ χρειάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο για να εργαστεί. «Τις καλές ημέρες κερδίζω περίπου 50 ρουπίες (58 σεντς)» δηλώνει.
Η βιαστική επιβολή lockdown τον Μάρτιο άφησε στην τύχη τους εκατομμύρια εργαζόμενους στην άτυπη οικονομία.
Κανείς δεν θέλει να το ξαναζήσει αυτό, λέει η 42χρονη Γκάργκι Μουχερτζί που κάνει τα ψώνια της στη New Market της Καλκούτα μεταξύ πολλών πελατών που δεν φορούν μάσκα, λίγο πριν την εποχή των ινδουιστικών γιορτών που ξεκινούν στις 22 Οκτωβρίου.
«Οι άνθρωποι πρέπει να βγαίνουν έξω και να εργάζονται για να ζήσουν» προσθέτει. «Αν δεν κερδίζουμε χρήματα, δεν μπορούμε να θρέψουμε την οικογένειά μας».
Οι Ινδοί αναμένουν με ανυπομονησία τις γιορτές. «Φυσικά πρέπει να φοβόμαστε τον κορονοϊό. Αλλά τι να κάνω; Δεν θέλω να χάσω την Ντούργκα Πούζα», σχολιάζει η 25χρονη Τίας Μπαρασαρία, μια νοικοκυρά.
«Η Ντούργκα Πούζα γίνεται μία φορά τον χρόνο, δεν μπορώ να στερηθώ τη χαρά του shopping», προσθέτει, παρά τις προειδοποιήσεις των ειδικών για τον κίνδυνο εξάπλωσης της covid-19 στις γεμάτες αγορές.
Δύσκολη επιλογή
«Οι άνθρωποι πρέπει να επιλέξουν αν θα πεθάνουν από την πείνα ή αν θα διακινδυνεύσουν να κολλήσουν τον ιό, ο οποίος ίσως τους σκοτώσει ίσως και όχι» εξηγεί ο Σουνίλ Κούμαρ Σίνχα, οικονομολόγος στο India Ratings and Research στο Μπουμπάι.
Το σχετικά χαμηλό ποσοστό θνητότητας από την covid-19 εξέπληξε όσους φοβόντουσαν ότι τα πτώματα θα συσσωρεύονταν στους δρόμους, λόγω των κανών συνθηκών υγιεινής και του ελλιπούς συστήματος υγείας.
Ούτε η κυβέρνηση μοιάζει να επιθυμεί ένα δεύτερο lockdown.
Όμως δεν πρέπει να επιτραπεί στον κορονοϊό να κυκλοφορεί ελεύθερα, προειδοποιεί η Μπραχμάρ Μουκερζί, καθηγήτρια επιδημιολογίας στο πανεπιστήμιο Μίσιγκαν των ΗΠΑ. «Για να μπορέσει να ανοίξει η οικονομία πρέπει να ενισχυθούν τα μέτρα δημόσιας υγείας» διαφορετικά «παίρνουμε εντελώς το πόδι από το φρένο και ο ιός θα επιταχυνθεί».
Σύμφωνα με την ίδια, «η Ινδία πέρασε κατευθείαν από την καταστροφολογία στην άρνηση».
Η Ινδική Ιατρική Ένωση κατήγγειλε τον Σεπτέμβριο «την αδιαφορία» της κυβέρνησης απέναντι στις θυσίες του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού.
Στην Καλκούτα ο 67χρονος βιβλιοπώλης Πρεμ Πρακάς σχολιάζει με μια δόση φιλοσοφίας: «Πρέπει να αφήνουμε κάποια πράγματα στην τύχη. Δεν είναι λύση να φοβόμαστε πάρα πολύ τον θάνατο».