Ομόφωνη απόφαση, σύμφωνα με την οποία η Σλοβενία σε χρονικό διάστημα τριών μηνών πρέπει να καταβάλει σε έξι ενάγοντες στην υπόθεση «Κούριτς και υπόλοιποι διαγραφέντες κατά της Σλοβενίας» το ποσό των 240.000 ευρώ για υλική ζημία που προκλήθηκε με τη διαγραφή τους από το μητρώο των μόνιμων κατοίκων της Σλοβενίας, στις αρχές του 1992, έλαβε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Πρόκειται για το πρόβλημα περισσότερων από 25.000 υπηκόων πρώην δημοκρατιών της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (SFRJ), που «σβήστηκαν» κατά την ανεξαρτητοποίηση της Σλοβενίας από τους καταλόγους των μόνιμων κατοίκων, έχασαν το δικαίωμα μόνιμης κατοικίας και όλα τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα και υπέστησαν υλική ζημία, η οποία με την απόφαση του ΕΔΑΔ πρέπει να αποκατασταθεί κατάλληλα.
Σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, οι μεμονωμένες αποζημιώσεις κυμαίνονται από 29.400 έως 73.000 ευρώ και είναι μεγαλύτερες από τις αποζημιώσεις που προβλέπει η σλοβενική νομοθεσία για τους «διαγραφέντες μη Σλοβένους».
Ο Σλοβένος υπουργός Εσωτερικών, Γκρέγκορ Βίραντ σχολιάζοντας την απόφαση που έλαβε την Τετάρτη το ΕΔΑΔ δήλωσε ότι είναι ικανοποιημένος και ότι με την απόφαση επιβεβαιώνεται ότι η Σλοβενία είναι στο σωστό δρόμο για την επίλυση του προβλήματος των «διαγραφέντων», επειδή με νόμο που υιοθέτησε υποχρεώθηκε να καταβάλλει αποζημιώσεις ύψους 50 ευρώ για κάθε μήνα κατά τον οποίο δεν είχαν νομικό καθεστώς.
Το 1999, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Σλοβενίας κήρυξε το νόμο του 1992 παράνομο και αντισυνταγματικό και ακύρωσε τις νομικές συνέπειές του. Τον ίδιο χρόνο, η Βουλή υιοθέτησε νόμο που έδωσε στους «διαγραφέντες» την ευκαιρία να ανακτήσουν το δικαίωμα μόνιμης κατοικίας, αλλά μόνο σε εκείνους που ζούσαν στη Σλοβενία.
Οι οργανώσεις των «διαγραφέντων» θεωρούν ότι τα 50 ευρώ για κάθε μήνα είναι πολύ λίγα σε σχέση με την υλική και μη υλική ζημία που υπέστησαν και σημαντικά λιγότερα σε σχέση με τα ποσά που αποφάσισε να δοθούν στους έξι ενάγοντες το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Η Πρωτοβουλία Διαγραφέντων Ακτιβιστών σε ανακοίνωσή της τόνισε ότι με την απόφαση του δικαστηρίου εστάλη «σαφές μήνυμα» ότι το χρηματικό ποσό που προσφέρει η Σλοβενία ως αποζημίωση δεν είναι αρκετό.
Η διευθύντρια της Διεθνούς Αμνηστίας στη Σλοβενία, Νατάσα Πόσελ εξέφρασε την πεποίθηση ότι ο νόμος πρέπει να αλλάξει. «Αν όχι, η Σλοβενία για μία ακόμη φορά θα οδηγηθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων” είπε.
Στην απόφαση του δικαστηρίου αναφέρεται ότι η απώλεια του νόμιμου καθεστώτος ως αποτέλεσμα της διαγραφής επέφερε σημαντικές υλικές απώλειες, απώλεια σε μία ευρεία εμβέλεια κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων και νόμιμων επιδομάτων, όπως ταυτότητες, άδειες οδήγησης, υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση, απώλεια θέσεων εργασίας και άλλων ευκαιριών.
Οι έξι «διαγραφέντες» που προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είχαν διπλή υπηκοότητα, της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και της Σλοβενίας. Ως Γιουγκοσλάβοι υπήκοοι είχαν αποκτήσει καθεστώς μόνιμου κατοίκου Σλοβενίας.
Μετά την ανεξαρτητοποίηση δεν κατέθεσαν αίτηση για να τη σλοβενική υπηκοότητα εντός της εξάμηνης προθεσμίας που είχε οριστεί και έχασαν το δικαίωμα μόνιμης κατοικίας.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όρισε ότι ο Μουσταφά Κούριτς θα πρέπει να αποζημιωθεί με το ποσό των 29.400 ευρώ, ο Κροάτης υπήκοος Άνα Μέζγκα με το ποσό των 52.240 ευρώ, ο Βόσνιος υπήκοος Τρίπουν Ριστάνοβιτς με το ποσό των 30.000 ευρώ, οι Σέρβοι υπήκοοι Αλί Μπερίσα και Ζόραν Μίνιτς με τα ποσά των 72.700 ευρώ και 30.300 ευρώ αντίστοιχα και ο υπήκοος ΠΓΔΜ Ιλφάν Σαντίκ Αντέμι με το ποσό των 30.510 ευρώ.
Η υπόθεση των «διαγραφέντων» οδεύει προς λήξη 20 χρόνια μετά, αναφέρεται σε δημοσίευμα της «Ντέλο» της Λιουμπλιάνας. «Το μάθημα για το μέλλον είναι ότι δεν είναι συνετό να μην επιλύεις τα προβλήματα, ή να τα επιλύεις με λάθος τρόπο, επειδή στο τέλος τα ζητήματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έρχονται πάντα με μία απόφαση» υπογραμμίζεται στο δημοσίευμα.