Μία ανατριχιαστική πρόβλεψη για την Βραζιλία κάνει λόγο για 200.000 θανάτους στη χώρα έως τον Οκτώβρη από τον κορονοϊό.
Η Βραζιλία εισέρχεται στον έκτο μήνα της πανδημίας και ο κορονοϊός συνεχίζει να προελαύνει, με τον αριθμό των νεκρών να φθάνει σύντομα τους 100.000, μια προαναγγελθείσα από τους ειδικούς τραγωδία, ελλείψει μιας εθνικής υγειονομικής πολιτικής.
«Είναι μια αληθινή τραγωδία, μια από τις χειρότερες που έχει ζήσει ποτέ η Βραζιλία», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο κοινωνιολόγος Σέλσου Ρότσα ντε Μπάρους, καθώς η χώρα των 212 εκατομμυρίων κατοίκων θρηνεί καθημερινά κάπου 1.000 θανάτους κατά μέσο όρο τον τελευταίο ένα και πλέον μήνα.
Το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα Covid-19 καταγράφηκε στο Σάου Πάουλου στις 26 Φεβρουαρίου, και ο πρώτος θάνατος στις 16 Μαρτίου, επίσης σε αυτή τη μεγαλούπολη της Λατινικής Αμερικής.
«Τότε, η Βραζιλία άρχιζε να οργανώνεται για να καταπολεμήσει την πανδημία», εξηγεί στο AFP ο Πάουλου Λοτούφου επιδημιολόγος του Πανεπιστημίου του Σάου Πάολο.
Όμως η καμπύλη των θανάτων και των μολύνσεων ‘απογειώθηκε’ στη συνέχεια. Εικόνες από κηδείες-εξπρές μέσα σε έξι λεπτά στο Σάου Πάουλου ή ομαδικών τάφων στο Μανάους πάγωναν το αίμα.
Τον Ιούνιο, η Βραζιλία έγινε η δεύτερη πιο πληγείσα χώρα μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, με το συμβολικό όριο των 100.000 θανάτων να αναμένεται να ξεπεραστεί αυτό το Σαββατοκύριακο.
Για τον Λοτούφου, η γρήγορη αντίδραση των δημάρχων και των κυβερνητών των πολιτειών, που έλαβαν από τον Μάρτιο λιγότερο ή περισσότερο αυστηρά μέτρα περιορισμού και αύξησαν τον αριθμό των κλινών στις μονάδες εντατικής θεραπείας, ανακόπηκε ελλείψει ενός συντονισμού από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Για τον Σέλσου Ρότσα ντε Μπάρους, «ο περιορισμός δεν κάτι φυσικό, πρέπει να συντονιστεί από έναν ηγέτη που να έχει πολιτική αξιοπιστία».
«Πρέπει να εξηγήσουμε στην κοινωνία ότι είναι πολύ σκληρό, αλλά αναγκαίο, αν όχι, θα υπάρξει εκατόμβη (νεκρών). Στη Βραζιλία, πέρασε το αντίθετο μήνυμα», συνεχίζει ο κοινωνιολόγος.
Εν μέσω υγειονομικής κρίσης, δύο υπουργοί Υγείας που τάσσονταν υπέρ του lockdown έφυγαν από την κυβέρνηση μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα. Από τα μέσα Μαΐου, αυτό το υπουργείο-κλειδί δεν έχει πλέον κάτοχο, ένας στρατηγός έχει διοριστεί προσωρινά επικεφαλής.
Υπό την πίεση του ακροδεξιού προέδρου Ζαϊχ Μπολσονάρου, ο οποίος δεν έχει σταματήσει να υποβαθμίζει αυτή τη «μικρή γρίπη» από την οποία έχει ο ίδιος προσβληθεί, όπως και η σύζυγός του, στο όνομα της επιβίωσης της οικονομίας, η άρση των μέτρων περιορισμού, που χαρακτηρίστηκε πρόωρη από τους ειδικούς, ξεκίνησε τον Ιούνιο στην πλειονότητα των κρατιδίων, χωρίς τον παραμικρό συντονισμό σε εθνικό επίπεδο.
«Η Βραζιλία είναι ήδη συνηθισμένη σε υψηλά ποσοστά θνησιμότητας λόγω της βίας», εκτιμά ο Σέλσου Ρόχα ντε Μπάρους. Χωρίς να υπολογίζουμε πως οι «εύπορες τάξειες αποδίδουν συχνά μικρή σημασία στους θανάτους στις φτωχές συνοικίες».
Για τον Πάουλο Λοτούφου, «η συμπεριφορά του πληθυσμού τις προσεχείς εβδομάδες θα είναι αποφασιστική», καθώς ορισμένες πολιτείες αρχίζουν να μελετούν την επαναλειτουργία των σχολείων.
«Θα ξεπεράσουμε τις 200.000 στις 15 ή 16 Οκτωβρίου»
Στο μεταξύ, ο Ριμπεϊράου Πρέτου, ειδικός στα στατιστικά στοιχεία που συνδέονται με την πανδημία, προβλέπει σε συνέντευξή του στη Γαλλικό Πρακτορείο 200.000 θανάτους από τον Οκτώβριο, αν συνεχιστεί ο παρόν ρυθμός εξάπλωσης της επιδημίας.
«Αν οι παρούσες τάσεις επιβεβαιωθούν, θα ξεπεράσουμε το όριο αυτό (200.000) στις 15 ή 16 Οκτωβρίου. Είχα προβλέψει αρχικά ότι θα φθάναμε τους 100.000 θανάτους στις αρχές της προσεχούς εβδομάδας και αυτό αναμένεται να συμβεί στα τέλη αυτής της εβδομάδας.
Πιστεύω πως το όριο των 200.000 μπορεί να φθάσει ακόμη νωρίτερα, επειδή οι καμπύλες μόλυνσης και θανάτων αναμένεται να επιταχυνθούν τις επόμενες εβδομάδες (…). Και αν αυτό συνεχιστεί ως έχει, αναμένεται να έχουμε έναν αυξημένο ημερήσιο μέσο όρο θανάτων μέχρι να έχουμε ένα εμβόλιο».
Ο Πρέτου, καθηγητής στη Σχολή Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Σάου Πάουλου, ασκεί πολύ αυστηρή κριτική στις αρχές οι οποίες «θυσίασαν τον πληθυσμό». Αποδίδει την εκατόμβη των θυμάτων στην «άρνηση» της Μπραζίλια απέναντι στην πανδημία, στην έλλειψη αυστηρών μέτρων για την αναχαίτιση των μολύνσεων και σε μια πρόωρη άρση του lockdown.