Ο Ματέο Ρέντσι έγινε ο ενδέκατος αριστερός πρωθυπουργός ή πρόεδρος στις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μετά την ψήφο εμπιστοσύνης που έλαβε και στη Βουλή, έχοντας κερδίσει ήδη την πλειοψηφία στη γερουσία.
Ανάμεσα σε αυτούς τους ηγέτες, ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ και ο νέος πρωθυπουργός της Ιταλίας εκπροσωπούν δύο διαφορετικές σχολές, όπως γράφει ο Μαρκ Λαζάρ στην ιταλική εφημερίδια «Λα Ρεπούμπλικα» όμως, αντιμετωπίζουν τα ίδια διλήμματα: τα διλήμματα που θέτει στην Αριστερά η εξουσία.
Ο πρώτος, εξηντάρης, έχει περάσει από όλα τα στάδια της πολιτικής. Υστερα από λαμπρές σπουδές, εντάχθηκε το 1979 στο σοσιαλιστικό κόμμα του Φρανσουά Μιτεράν, το οποίο υπηρέτησε πιστά. Γραμματέας του κόμματος από το 1997 ως το 2008, ο Ολάντ είναι χωρίς αμφιβολία ένας άνθρωπος του κόμματος.
Για να παραμείνει επικεφαλής, χρειάστηκε να κάνει κατά καιρούς μια σύνθεση ανάμεσα σε διάφορα ρεύματα.
Όμηρος των πολλαπλών πολιτικών και ιδεολογικών αντιφάσεων της γαλλικής Αριστεράς, επέλεξε τον περασμένο Ιανουάριο – μια περίοδο όπου η δημοτικότητά του ήταν πολύ χαμηλή και η οικονομική κατάσταση της χώρας κακή – για να δηλώσει με σαφήνεια τις σοσιαλφιλελεύθερες πεποιθήσεις του.
Αυτός ο επαγγελματίας της πολιτικής γνωρίζει άριστα όλους τους μηχανισμούς της πολιτικής ζωής. Είχε επικεντρώσει την εκστρατεία του στο θέμα του «φυσιολογικού προέδρου», όταν όλη η παγκόσμια, ευρωπαϊκή και γαλλική συγκυρία είναι κάθε άλλο παρά φυσιολογική και οι θεσμοί της Πέμπτης Δημοκρατίας χρειάζονται μια ισχυρή προσωπικότητα για να λειτουργήσουν αποτελεσματική.
Ελάχιστα χαρισματικός, στρατευμένος στην κουλτούρα της ισότητας, ο Ολάντ προτιμά τις συνεδριάσεις παλιού τύπου και τις αντιπαραθέσεις με τους ιδεολογικούς του αντιπάλους όπου λάμπει με την ευφράδειά του. Πραγματικός μαέστρος της τεχνικής, συμβολίζει τη φιγούρα του παραδοσιακού πολιτικού της Αριστεράς ακόμη και στις πιο άτυχες ή άκομψες στιγμές του.
Ο Ματέο Ρέντσι είναι ακριβώς το αντίθετο, και γι’αυτό γοητεύει και ιντριγκάρει, τόσο στην Ιταλία όσο και στο εξωτερικό. Τριάντα οκτώ ετών, παίζει το χαρτί της αλλαγής γενιάς.
Κατόρθωσε να παρουσιάσει τον εαυτό του ως ένα νέο πρόσωπο, παρόλο που μπήκε στην πολιτική μόλις είκοσι ενός ετών, όταν εντάχθηκε στο Λαϊκό Κόμμα και στις επιτροπές στήριξης του Ρομάνο Πρόντι.
Γι’ αυτόν, το κόμμα είναι μόνο ένα μέσο, το οποίο κατάφερε επιπλέον να εξουδετερώσει προκειμένου να ανατρέψει τον Ενρίκο Λέτα και να αναλάβει ο ίδιος την εξουσία.
Πραγματικό πολιτικό ζώο, ανταποκρίνεται πλήρως στην ανάγκη των Ιταλών για ένα νέο πρόσωπο. Και μόνο τα επίθετα που χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί αναλυτές για να τον περιγράψουν δείχνουν την πρωτοτυπία του εγχειρήματος: «κληρονόμος του Μπερλουσκόνι από τα αριστερά», «μεταμπερλουσκονικός ηγέτης», «μετα-ιδεολογικός», «αντι-πολιτικός», «αουτσάιντερ».
Αποδείχθηκε όμως κι ένας πραγματικός killer, αφού απέπεμψε από το Δημοκρατικό Κόμμα ένα μεγάλο μέρος της παλιάς φρουράς. Βιρτουόζος της επικοινωνίας και των μέσων ενημέρωσης, είναι άνετος τόσο στην τηλεόραση όσο και στα κοινωνικά δίκτυα.
Προσέχει την εικόνα του, χρησιμοποιώντας προς όφελός του τη γλώσσα των νέων. Όσο για το ευρύ πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που έχει εξαγγείλει, υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της κλασικής Αριστεράς, όπως για παράδειγμα στο θέμα της αγοράς εργασίας.
Με λίγα λόγια, ο Ματέο Ρέντσι ενσαρκώνει έναν πραγματιστή και καινοτόμο κεντροαριστερό και διεκδικεί χωρίς αναστολές τον ρόλο του ηγέτη.
Το παράδοξο, επισημαίνει ο Μαρκ Λαζάρ, είναι ότι πέρα από τις προσωπικές διαφορές και τα πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά των χωρών τους ο Ολάντ και ο Ρέντσι έχουν να αντιμετωπίσουν τις ίδιες προκλήσεις.
Και οι προκλήσεις αυτές είναι τρεις:
- Πρώτον, πώς να κυβερνήσουν, ιδιαίτερα όταν έχουν μικρή ή καθόλου εμπειρία στον τομέα αυτόν.
- Δεύτερον, τι πολιτική να υιοθετήσουν, τι διαδικασίες και τι μέσα να χρησιμοποιήσουν, σε ποιο αφήγημα να καταφύγουν.
- Και τρίτον, πώς να δώσουν νέα ώθηση στην Ευρώπη, η οποία έχει πάψει να εμπνέει.