Το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά ακύρωσε σήμερα τα άρθρα του ποινικού κώδικα που έθεταν περιορισμούς στην πορνεία, εκτιμώντας ότι πλήττουν την ασφάλεια των ιερόδουλων και παραβιάζουν τα συνταγματικά τους δικαιώματα.
Τα άρθρα που απαγόρευαν σε κάποιον να ζει από την πορνεία, να διατηρεί οίκο ανοχής, αλλά και την άγρα πελατών στο δρόμο παραβίαζαν τα συνταγματικά δικαιώματα των ιερόδουλων, όπως αποφάσισαν ομόφωνα οι εννέα δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου του Καναδά.
Όμως το δικαστήριο ανακοίνωσε ότι αναστέλλει την εφαρμογή της απόφασής του για ένα χρόνο προκειμένου να δώσει το περιθώριο στην κυβέρνηση της χώρας, αν το κρίνει σκόπιμο, να επιβάλει άλλους περιορισμούς στην πορνεία.
Η πορνεία είναι νόμιμη στον Καναδά, όμως οι περισσότερες δραστηριότητες που σχετίζονται με αυτή ήταν παράνομες, γεγονός που κρίθηκε αντισυνταγματικό από το Δικαστήριο.
Η προεδρεύουσα δικαστής Μπέβερλι Μακλάφλιν σημείωσε ότι οι περισσότερες ιερόδουλες «δεν έχουν άλλη επιλογή» πέραν «του να ασκούν την επικίνδυνη δραστηριότητα της πορνείας», ενώ πρόσθεσε ότι ο νόμος δεν θα έπρεπε να καθιστά μια νόμιμη δραστηριότητα περισσότερο επικίνδυνη.
Τρεις ιερόδουλες ή πρώην ιερόδουλες είχαν προσφύγει στη δικαιοσύνη ζητώντας να ακυρωθούν τα σχετικά άρθρα του νόμου με τον ισχυρισμό ότι οι περιορισμοί αυτοί θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλειά τους και τις εμποδίζουν να λάβουν μέτρα για την αυτοπροστασία τους.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι τρεις γυναίκες έχουν δίκιο, όμως επεσήμανε ότι η απόφασή του «δεν σημαίνει ότι το κοινοβούλιο δεν μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς στον τόπο και τους όρους της πορνείας», με την προϋπόθεση ότι αυτοί δεν βλάπτουν τα συνταγματικά δικαιώματα των ιερόδουλων.
Η ασφάλεια των ιερόδουλων ήρθε στη δημοσιότητα στον Καναδά μετά τη δίκη και την καταδίκη το 2007 ενός κατά συρροή δολοφόνου, του Ρόμπερτ Πίκτον, ο οποίος είχε επιτεθεί σε ιερόδουλες και άλλες γυναίκες μιας συνοικίας του Βανκούβερ.