Το Μόντρεαλ ήταν ο απόλυτος προορισμός για σεξοτουρισμό σε όλη τη Βόρεια Αμερική κατά τα χρόνια της Ποτοαπαγόρευσης των ΗΠΑ, με τους Αμερικανούς να μετακινούνται σε ορδές προς τα βόρεια για να ικανοποιήσουν τις ποινικά κολάσιμες ανάγκες τους.
Το τέλος της Ποτοαπαγόρευσης αλλά και η αύξηση των κρουσμάτων των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων ασθενειών ανάγκασαν ωστόσο την αστυνομία να επιτεθεί στην καναδική βιομηχανία του σεξ, κλειδώνοντας τις ιερόδουλες πίσω από τα κάγκελα.
Και οι φωτογραφίες αρχείου της καναδικής αστυνομίας αυτό ακριβώς αποκαλύπτουν, τα πρόσωπα του πληρωμένου έρωτα που συνελήφθησαν από τις Αρχές για πορνεία, αλλά και τις «μαντάμ» που σύρθηκαν στα κρατητήρια επειδή διατηρούσαν οίκους ανοχής, σε μια πόλη που φημιζόταν μάλιστα για την έξαλλη νυχτερινή ζωή της.
Το Μόντρεαλ ήταν ξακουστό ως κακόφημη «πόλη της αμαρτίας» στα αιματοβαμμένα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τους οίκους ανοχής του να συγκεντρώνουν κόσμο τόσο από όλο τον Καναδά όσο και από τις γειτονικές ΗΠΑ.
Η καναδική πόλη έγινε πρωτεύουσα του σεξοτουρισμού μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι τη λήξη της αμερικανικής Ποτοαπαγόρευσης (1933), προσφέροντας ένα ξέφρενο μείγμα πορνείας και τζόγου.
Όταν ωστόσο οι τουρίστες από τις ΗΠΑ δεν είχαν πλέον λόγο να μετακινούνται στον Καναδά για να βρουν σεξ και αλκοόλ, οι ιερόδουλες του Μόντρεαλ δεν έμοιαζαν πλέον «εξωτικές»: ήταν τώρα το πρόσωπο της διαφθοράς και της ακολασίας που η πόλη έπρεπε πάση θυσία να απαλλαγεί. Και σίγουρα ο ολοένα και αυξανόμενος αριθμός των αφροδίσιων νοσημάτων δεν έκανε καλό στην εικόνα των φιλήσυχων πολιτών για την πορνεία.
Παρά το γεγονός βέβαια ότι οι έφοδοι της αστυνομίας στους οίκους ανοχής πήραν τη μορφή χιονοστιβάδας κατά τη δεκαετία του ’40, τα πρόστιμα ήταν ιδιαίτερα χαμηλά, κι έτσι οι οίκοι ανοχής συνέχιζαν τη δράση τους, αν και σαφώς πιο περιθωριοποιημένοι πια.