Υπάρχει μάλλον λόγος που μας συγκινούν οι ιστορίες των συμμοριτών και σίγουρα δεν είναι η κλισέ δραματοποίηση της περιθωριακής ζωής τους στο σινεμά.
Είναι, θα ‘λεγε κανείς, η παραβατικότητα, η αδιαφορία για κάθε έννοια νομιμότητας, ο εύκολος -και παράνομος- πλουτισμός, η ζωή έξω από κάθε κανόνα και σύμβαση που μαγνητίζουν το συλλογικό φαντασιακό των κοινωνιών, κάνοντας τον κόσμο να αγαπά να μισεί τους κακοποιούς.
Και βέβαια όταν μιλάμε για «νονούς» και Μαφία, μία είναι η εποχή που μας έρχεται κατευθείαν στον νου (και δεν χρειάζεται ανάλυση!).
Μιλάμε για μαφιόζους που θα σου έδιναν το χέρι πριν σου αλλάξουν τα φώτα και κλέψουν το πορτοφόλι, το αμάξι και το σπίτι σου!
Κάποιων οι ζωές έχουν απαθανατιστεί συχνά στη μεγάλη οθόνη, ενώ άλλοι παραμένουν εκτός δημοσιότητας, κάτω ακριβώς από τις μύτες μας.
Ιδού λοιπόν οι ιστορίες φρίκης των πιο μεγάλων, διαβόητων και μοχθηρών συμμοριών που η παγκόσμια Ιστορία έχει να προσφέρει…
Οικογένεια Casalesi
Όταν μιλάμε για παλιομοδίτικες ιταλικές μαφιόζικες συμμορίες τύπου «Νονού», δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από τους Casalesi. Κι αυτό γιατί εγκατέλειψαν την αυτοκαταστροφική επιδεικτικότητα των άλλων ιταλικών οικογενειών, απομακρυνόμενοι επίτηδες από μια σειρά ιδιαιτέρα επικερδών «επιχειρήσεων» κατά τη δεκαετία του ’80 και στρεφόμενοι πλέον σε νόμιμες δραστηριότητες, βάζοντας σε προτεραιότητα τη δημιουργία μιας σταθερής και αξιόπιστης ροής εισοδήματος. Το σεξ και το εμπόριο λευκής σαρκός δεν ήταν για παράδειγμα ποτέ στο στόχαστρό τους. Αντιθέτως, ασχολήθηκαν με τις κατασκευές και τον χώρο των εισαγωγών/εξαγωγών, δραστηριότητες που λειτούργησαν ως νόμιμη βιτρίνα για την κολοσσιαίας κλίμακας διακίνηση ναρκωτικών!
Η φιλοσοφία της εγκληματικής οργάνωσης προερχόταν κατευθείαν από τον ιδρυτή της, Antonio Bardellino, ο οποίος γνώριζε ότι η σταθερότητα ήταν το Α και το Ω της παράνομης δράσης. Ο ίδιος κατάφερε να ενώσει μια πληθώρα τοπικών οικογενειών και συνδικάτων εγκλήματος, όχι χωρίς μάχες και αντιπαλότητες, επιτυγχάνοντας τελικά τη δημιουργία μιας «υβριδικής» συμμορίας που έμελλε να μακροημερεύσει. Όταν ωστόσο ο δαιμόνιος Bardellino δολοφονήθηκε στη δεκαετία του ’80, με τις χαρισματικές ικανότητες του οποίου στη διαχείριση τόσο των επιχειρήσεων όσο και του ανθρώπινου δυναμικού να χάνονται οριστικά, η εγκληματική φάμπρικα δεν θα μπορούσε να επιβιώσει.
Το πρόβλημα δεν προήλθε τόσο από την ίδια την οικογένεια, καθώς το άλλοτε πρωτοπαλίκαρο και νυν «νονός» Francesco Schiavone συνέχισε στα βήματα του προκατόχου του, όσο από το γεγονός ότι οι αντίπαλες φαμίλιες διαισθάνθηκαν την αναπόφευκτη αδυναμία που επέφερε στην οργάνωση ο θάνατος του ισχυρού αρχηγού. Κι έτσι η δεκαετία του ’90 έγινε μάρτυρας ενός τετραετούς αιματοβαμμένου πολέμου μεταξύ των Casalesi και των αντρών του έτερου «νονού» Vincenzo de Falco. Οι μάχες θύμιζαν σαφώς σινεμά, με την κινηματογραφική αίγλη να αποκρυσταλλώνεται στις ζοφερές εκτελέσεις, όπως στο περιστατικό με το πρωτοπαλίκαρο των Casalesi, Mario Iovine, που τον «γάζωσαν» οι άντρες του Falco με αυτόματα την ώρα που μιλούσε σε τηλεφωνικό θάλαμο. Και όπως ακριβώς και στον κινηματογράφο, κανείς δεν κατηγορήθηκε ποτέ για τη στυγερή δολοφονία.
Στο τέλος βέβαια η πληρωμένη από τη φαμίλια αστυνομία άρχισε να λυγίζει κάτω από το βάρος των τόσων φονικών, με τον ασύλληπτο φόρο αίματος να μην μπορεί πλέον να κρυφτεί: ο Schiavone συνελήφθη το 1998 στα κρυφά διαμερίσματα της ναπολιτάνικης βίλας του. Η δίκη του διάρκεσε μια δεκαετία σχεδόν, στην οποία 5 άνθρωποι που δούλευαν στην υπόθεση εκτελέστηκαν από τη Μαφία, την ίδια στιγμή που δεκάδες άλλοι, από δικαστές μέχρι και δημοσιογράφους, έλαβαν σοβαρές απειλές κατά της ζωής τους. Παρόλα αυτά, ο μαφιόζος καταδικάστηκε το 2008 σε ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία, επιθέσεις και εκβιασμούς.
Όσο για τον πιο πρόσφατο «νονό» των Casalesi, τον Michele Zagaria, συνελήφθη μόλις πέρυσι στο υπόγειο κρησφύγετό του στη Νάπολη. Με τον ίδιο πίσω από τα κάγκελα, η φαμίλια των Casalesi ως οργανωμένη εγκληματική οντότητα μπήκε στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Όσο βέβαια τα περιουσιακά τους στοιχεία ανέρχονται σε δισεκατομμύρια ευρώ, ποιος ξέρει τι θα ξημερώσει αύριο…
Συμμορία Barker
Ένα από τα πλέον ιδιοσυγκρασιακά φαινόμενα της αμερικανικής κοινωνίας στη δεκαετία του ’20 ήταν ότι συγκεκριμένες μαφιόζικες οργανώσεις, υπεύθυνες για φόνους αστυνομικών αλλά και αναρίθμητων πολιτών, μαγνήτιζαν το συλλογικό φαντασιακό και περνούσαν σχεδόν ως λαϊκοί ήρωες, ένα είδος σύγχρονου Ρομπέν των Δασών δηλαδή! Καμιά ίσως συμμορία δεν το κατάφερε αυτό καλύτερα από την ομάδα Barker, την παραδοσιακή πυρηνική αμερικανική οικογένεια που μετατράπηκε σε φαμίλια εγκλήματος, με τη μαμά και τον μπαμπά να επιβλέπουν τις ζοφερές της δραστηριότητες.
Κεφαλή της φαμίλιας φερόταν να είναι η μαμά, και παρά το γεγονός ότι θα αποδεικνυόταν αργότερα ότι αυτό δεν ήταν ολότελα αληθές (ήταν η προπαγάνδα του επικεφαλής του FBI, J. Edgar Hoover, που συνέβαλε σε αυτό, για να δικαιολογήσει στα μάτια του κόσμου τη δολοφονία μιας ηλικιωμένης!), ο κεφαλαιώδης ρόλος της Kate «Ma» Barker στις σκοτεινές επιχειρήσεις της φαμίλιας είναι αναντίρρητος. Με τα λόγια του ίδιου του Hoover μάλιστα, η οικογένεια ήταν «η εξυπνότερη και πιο επικίνδυνη συμμορία της Αμερικής».
Τα ιδρυτικά μέλη της φαμίλιας, οι Fred Barker και Alvin Karpis, γνωρίστηκαν στη φυλακή το 1931 και με το που αποφυλακίστηκαν ξεκίνησαν να χτυπούν τις τράπεζες του Κάνσας. Η ιδιαίτερη εγκληματική τους έφεση σύντομα θα έφερνε κοντά όλη την οικογένεια(!), με τους άμεσους συγγενείς των κακοποιών να συσπειρώνονται γύρω από τη συμμορία και να κάνουν τα πράγματα να ξεφεύγουν κυριολεκτικά. Στον κολοφώνα της «δόξας» της, η συμμορία Barker αριθμούσε 25 μέλη, όταν και αποφάσισε να εγκαταλείψει τις ληστείες τραπεζών για λιγότερο ριψοκίνδυνες εξίσου ανταποδοτικές όμως επιχειρήσεις. Κατέληξαν λοιπόν στις απαγωγές, δραστηριότητα παραγνωρισμένη από τους σύγχρονούς τους συμμορίτες, κι αυτό γιατί η επιλογή της απαγωγής σε σχέση με το χτύπημα τράπεζας ήταν σαφώς πιο κακοήθης και μοχθηρή πράξη, καθώς πλέον στο στόχαστρο έμπαιναν αθώοι πολίτες και όχι «κακά» χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Οι απαγωγές αποδείχθηκαν λοιπόν ιδιαίτερα επικερδής δραστηριότητα: η συμμορία επέλεγε σεβαστά και κυρίως δημοφιλή άτομα των τοπικών κοινοτήτων για να διασφαλίσει το γεγονός ότι τα λύτρα και πλουσιοπάροχα θα ήταν αλλά και εξασφαλισμένα! Οι πρώτες δύο απαγωγές τους, που αφορούσαν σε έναν ιδιοκτήτη ζυθοποιίας και έναν τραπεζίτη, απέφεραν στη συμμορία 300.000 δολάρια σε μόλις 6 μήνες (μιλάμε για τη δεκαετία της Μεγάλης Ύφεσης!). Αυτό που δεν υπολόγισαν βέβαια ήταν η προσωπική φιλία του τραπεζίτη με τον αμερικανό πρόεδρο Ρούζβελτ, ο οποίος θορυβήθηκε τόσο πολύ που έριξε σύσσωμο το FBI στο κατόπι τους. Η καταδίωξη θα κρατούσε έναν ολόκληρο χρόνο, πριν οι ομοσπονδιακοί περικυκλώσουν τη συμμορία στα σπίτια τους και συλλάβουν μπόλικα μέλη της, ανάμεσα στους οποίους και προβεβλημένα στελέχη του συνδικάτου, όπως ο Doc Barker. Οι κεφαλές ωστόσο παρέμεναν ελεύθερες και μια γερή επικήρυξη θα οδηγούσε το FBI στο κρησφύγετό τους, κάπου εκεί στις ερημιές της Φλόριντα.
Οι ομοσπονδιακοί και η τοπική αστυνομία πολιόρκησαν το σπίτι για 6 ολόκληρες ώρες, με τον καταιγισμό των πυρών και τα αυτόματα όπλα να μη λείπουν από καμιά από τις αντιμαχόμενες πλευρές και να κάνουν τη μάχη αμφίρροπη. Στο τέλος βέβαια η υπεροχή των αστυνομικών δυνάμεων επικράτησε, καταλήγοντας στον θάνατο τόσο του Fred Barker (ο οποίος βρέθηκε με 11 σφαίρες στο σώμα του και άλλες 3 στο κεφάλι) όσο και της Ma Barker (με μία μόλις σφαίρα στο κούτελο), η οποία πέθανε αγκαλιά με το αυτόματο πυροβόλο της…
Chicago Outfit
Η διαβόητη μαφιόζικη οργάνωση που αιματοκύλησε το Σικάγο ξεκίνησε τις έκνομες δραστηριότητές της (εκβιασμούς, ληστείες και τοκογλυφίες) ήδη από τη δεκαετία του 1910, κάνοντας τις ξακουστές Πέντε Οικογένειες της Νέας Υόρκης να μοιάζουν με σχολιαρόπαιδα! Η Chicago Outfit άλλαξε πολύ και καθοριστικά στο διάβα του χρόνου: από το παράνομο εμπόριο λαθραίου αλκοόλ στην περίοδο της Ποτοαπαγόρευσης και τις μάχες για τον έλεγχο των δρόμων της πόλης σύντομα θα περνούσαν σε πιο «ευγενείς» δραστηριότητες, όπως ο έλεγχος της πολιτικής ηγεσίας του Σικάγο.
Η Chicago Outfit ωστόσο θα έμενε γνωστή και θα συνδεόταν μια για πάντα στη λαϊκή συνείδηση με τα εγκλήματα και τα κακουργήματα ενός και αποκλειστικά ενός ανθρώπου, του θρυλικού «νονού» Αλ Καπόνε. Ο Καπόνε ήταν στο τιμόνι του εγκληματικού συνδικάτου από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 μέχρι και τις αρχές του 1930, επιβλέποντας την ασύλληπτη επέκταση της συμμορίας σε όλες τις παράνομες δυνατές δραστηριότητες, που θα κατέληγε στην αδιαφιλονίκητη ηγεμονία της Outfit, με το Σικάγο να της παραδίδει κυριολεκτικά τα κλειδιά της πόλης. Ο Καπόνε κυνήγησε το όνειρο με μια πρωτόγνωρη (και αιματοβαμμένη, αλίμονο!) ενεργητικότητα, που θα κλιμακωνόταν στην τραγική Σφαγή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου (1929), όταν και εκτέλεσαν 7 μέλη αντίπαλης συμμορίας σε γκαράζ με αυτόματα όπλα.
Τέτοιος ήταν ο αντίκτυπος της σφαγής που καθήλωσε θα έλεγε κανείς τις αντίπαλες εγκληματικές ομάδες, σε μια εποχή μάλιστα που οι εκτελέσεις συμμοριτών κάθε άλλο παρά σπάνιες ήταν. Το μένος των αντρών του Καπόνε, που συνέχισαν να «γαζώνουν» τα πρόσωπα των πτωμάτων κάνοντάς τα αγνώριστα, θα έμενε φάρος κτηνωδίας και εγκληματικής οργής, κάνοντας τον μόνο άνθρωπο που επιβίωσε από το μακελειό (παρά τις 14 σφαίρες στο σώμα του και τις 3 ώρες που πέρασαν μέχρι να τον βρει η αστυνομία) να απαντήσει στην ερώτηση των Αρχών για το ποιος τον είχε πυροβολήσει: «Πυροβολημένος; Μα δεν είμαι πυροβολημένος!».
Με τους δρόμους πλέον ολότελα δικούς του, ο Καπόνε έκανε κυριολεκτικά ό,τι ήθελε στην πόλη, με την πολιτειακή ηγεσία να χορεύει στον ρυθμό που χτυπούσε το εγκληματικό του ταμπούρλο. Σύντομα το λαθραίο αλκοόλ θα ακολουθούταν από απόλυτο έλεγχο των εργατικών σωματείων, τζόγο και εκβιασμούς («προστασία») επιχειρήσεων, με τον Καπόνε να θέτει σε προτεραιότητα την αύξηση της επιρροής του και εκτός Σικάγο, κυρίως στο Λας Βέγκας. Την ίδια εποχή, άρχισε να στρατολογεί δημόσιους αξιωματούχους σε μια πρωτόγνωρη κλίμακα, ελέγχοντας απόλυτα την αστυνομία και τις άλλες πολιτειακές δομές ελέγχου, οι οποίες έστρεφαν πλέον το πρόσωπό τους από την άλλη στις κακουργηματικές του πράξεις. Κερασάκι στην τούρτα του Καπόνε θα ήταν οι εκλεγμένοι πολιτειακοί άρχοντες του Σικάγο, οι οποίοι του παρείχαν μια ιδιαίτερη ασυλία, με τα πράγματα να φαντάζουν για τη Chicago Outfit απόλυτα ρόδινα.
Οι μέρες του Καπόνε έμελλε βέβαια να είναι μετρημένες, κι αυτό εν πολλοίς ήταν δικό του λάθος: η πραότητα των γερουσιαστών και της αστυνομίας στις εγκληματικές δράσεις της συμμορίας σύντομα θα προκαλούσαν τη μήνη των ομοσπονδιακών, την ίδια ώρα που η επιδεικτικότητα και οι υπερβολές του Καπόνε θα τον μετέτρεπαν σε εξόχως ορατό στόχο για τη δαγκάνα του νόμου! Γνωρίζοντας πια την επιρροή που ασκούσε ο «νονός» σε όλες τις δομές της πόλης, το FBI συνειδητοποίησε ότι θα ήταν σχεδόν αδύνατο να τον εμπλέξει στα πλέον σοβαρά εγκλήματα της συμμορίας, περιορίστηκε λοιπόν στο πιο «βαρετό» έργο να τον τσακώσει για φοροδιαφυγή.
Κι έτσι τον Οκτώβριο του 1931, την ώρα που η Outfit είχε αγγίξει την πλήρη της ακμή, ο Καπόνε καταδικαζόταν, αφήνοντας τη συμμορία ακέφαλη από τις χαρισματικές του ικανότητες. Η καταστροφή για την Outfit ήταν προ των πυλών: η απώλεια του ηγέτη σε συνδυασμό με την άρση της Ποτοαπαγόρευσης το 1933 έβαλαν τα τελευταία καρφιά στο φέρετρό της. Κι ενώ παρέμεινε ενεργή για μπόλικες δεκαετίες ακόμα, σκορπώντας τρόμο και όλεθρο στο πέρασμά της, δεν θα κατάφερνε ποτέ να ξαναγγίξει το απόλυτο καθεστώς που της χάρισε ο Αλ Καπόνε…
Οι Kray
Την ώρα που τα ιταλικά και αμερικανικά εγκληματικά συνδικάτα μονοπώλησαν το ενδιαφέρον του κοινού καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, υπήρχε και η βρετανική συμμορία των Kray που δεν είχε να ζηλέψει σε τίποτα τα δημοφιλέστατα ξαδερφάκια της: αντίστοιχες ποσότητες βίας, αίματος, φήμης και αίγλης απολάμβαναν οι Ronnie και Reggie Kray, γνωστότεροι ως «οι δίδυμοι Kray», που κυριάρχησαν στο Λονδίνο στην ταραγμένη δεκαετία του ’60 και ήταν -με τα δικά τους λόγια- «απόλυτα άφθαρτοι»!
Μεγαλώνοντας μέσα και τριγύρω από τα πυγμαχικά ρινγκ, τα δυο αδέλφια εξοικειώθηκαν από τα μικράτα τους με τη βία και τους ξυλοδαρμούς, ερχόμενοι ταυτοχρόνως από νωρίς σε επαφή με τον υπόκοσμο που κυβερνούσε τόσο τον χώρο του παράνομου στοιχηματισμού όσο και τη λονδρέζικη νύχτα. Και βέβαια γνώρισαν πολλούς από τους κακόφημους χαρακτήρες που θα στρατολογούσαν αργότερα στη συμμορία τους, τη «The Firm», όσο αυτή μεγάλωνε και μονοπωλούσε ολοένα και περισσότερο τόσο τις νόμιμες όσο και τις παράνομες δραστηριότητες της πόλης με κλασικό γκαγκστερικό στιλ, καμιά αμφιβολία.
Οι δίδυμοι εισέβαλαν λοιπόν στην εγκληματική σκηνή του Λονδίνου το 1954, εγκαθιδρύοντας γρήγορα μια φήμη που δεν μπορούσε να αγνοηθεί ούτε από εχθρούς ούτε από φίλους. Αφού αγόρασαν μια αίθουσα μπιλιάρδου στο Ανατολικό Λονδίνο, την οποία χρησιμοποιούσαν ως κρησφύγετο αλλά και στρατηγείο της οργάνωσης, άρχισαν να δραστηριοποιούνται σε όλα τα κακά και παράνομα, συγκεντρώνοντας τη μήνη των αντιπάλων συμμοριών. Κι όταν το τοπικό -και πανίσχυρο- συνδικάτο Matese προσπάθησε να εκβιάσει τους διδύμους και να περιορίσει την επιρροή τους, ο Ronnie πήγε να τους συναντήσει κραδαίνοντας το σπαθί του (ναι, το σπαθί του!).
Αν σκέφτηκε ότι αυτό θα προκαλούσε την προσοχή της αστυνομίας και των αντιπάλων; Μα οι Kray λάτρευαν τέτοια δημοσιότητα και ήταν διατεθειμένοι να φτάσουν πολύ μακριά για να την αποκτήσουν! Αφού ξεκαθάρισαν λοιπόν τους λογαριασμούς του με τα άλλα σκοτεινά αφεντικά της πόλης, βάλθηκαν να κατακτήσουν τη νυχτερινή ζωή του Λονδίνου: όσα κλαμπ δεν ήταν δικά τους, είτε ελέγχονταν από αυτούς είτε εκβιάζονταν στυγνά. Και μέσα σε λίγα χρόνια ξεπέρασαν τον λυσσαλέο ανταγωνισμό και επεκτάθηκαν στην παρανομία, στρατολογώντας φρενιασμένα όποιον μπορούσε να φέρει στην οργάνωση μύες ή επιχειρηματικές ιδέες: σκληροτράχηλοι Σκοτσέζοι αναμείχθηκαν σε ιδανικές δόσεις με βρετανούς μποξέρ και τυχοδιώκτες επιχειρηματίες, την ίδια στιγμή που οι Kray κυβερνούσαν το συνδικάτο τους με σιδερένια πυγμή.
Ο παρανοϊκός Ronnie ήταν τα ποταπά και μοχθηρά μούσκουλα της οργάνωσης, κρατώντας συνεργάτες και εχθρούς σε μια σειρά, μέσω των ξεσπασμάτων οργής και του απρόβλεπτου του χαρακτήρα του. Ο Reggie ήταν ο «εγκέφαλος» της συμμορίας, αυτό βέβαια δεν σήμαινε ότι υπολειπόταν του αδερφού του σε όρους οργής και πόνου. Μποξέρ και ο ίδιος, το σήμα-κατατεθέν του ήταν η γροθιά-τσιγάρο: πρόσφερε στο θύμα του ένα τσιγάρο και όταν αυτός πήγαινε να ανοίξει το στόμα του για να το καπνίσει, ο Reggie του έσπαγε το σαγόνι, δίνοντάς του τα δόντια στο χέρι!
Στο τέλος, ήταν η απληστία τους που θα τους κουτσούρευε από την κορυφή του οργανωμένου εγκλήματος: δελεάστηκαν τόσο από την απόλυτη κυριαρχία τους στην περιθωριακή σκηνή του Λονδίνου, που επεκτάθηκαν περισσότερο και πιο γρήγορα απ’ όσο μπορούσαν να κουμαντάρουν. Και σαν να μην έφτανε αυτό, το πήρε πατριωτικά και ο Leonard «Nipper» Read, ένας από τους λίγους εναπομείναντες αδέκαστους αστυνομικούς της Μητροπολιτικής Αστυνομίας, που βάλθηκε να τους γκρεμίσει. Κι έτσι το 1968, 15 σχεδόν χρόνια μετά την εισόδό τους στην παρανομία, οι Αρχές του Λονδίνου τους συνέβαλαν και δεν θα έπαιρνε πολύ να πέσουν βροχή οι κατηγορίες εναντίον τους, από τους πρώην συνεργάτες αλλά και τα εκατοντάδες θύματά τους. Οι δίδυμοι καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη και έτσι πήρε απρόοπτο τέλος η ηγεμονία τους στο Λονδίνο…