Αιματηρός είναι ο απολογισμός των σφοδρών συγκρούσεων που ξέσπασαν στο Κάιρο και άλλες περιοχές της Αιγύπτου όταν οι αιγυπτιακές αρχές, υποστηριζόμενες από το στρατό, έκαναν έφοδο σε δύο «στρατόπεδα» καθιστικής διαμαρτυρίας υποστηρικτών του έκπτωτου προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι την Τετάρτη.
Οι αναφορές σχετικά με τον αριθμό των νεκρών εξαιτίας των αιματηρών συγκρούσεων είναι μέχρι στιγμής αντικρουόμενες, αναφέρει το ΑΜΠΕ επικαλούμενο το γερμανικό πρακτορείο Ειδήσεων dpa. Αξιωματούχοι του υπουργείου Υγείας έκαναν λόγο για 278 νεκρούς σε ολόκληρη τη χώρα, μεταξύ των οποίων και 43 αστυνομικών. Από την πλευρά της, η Μουσουλμανική Αδελφότητα δήλωσε ότι ο αριθμός των νεκρών που σκοτώθηκαν στο Κάιρο μόνο, ανέρχεται στους 300.
Ο υπουργός Εσωτερικών, Μοχάμεντ Ιμπραήμ, δήλωσε ότι 21 αστυνομικά τμήματα και 7 εκκλησίες λεηλατήθηκαν, ενώ το υπουργείο Υγείας ανέφερε ότι δεκάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν στις νότιες επαρχίες του Καΐρου.
Στην αιγυπτιακή πρωτεύουσα, δεκάδες ισλαμιστές πέταξαν βόμβες μολότοφ στο υπουργείο Οικονομικών, με αποτέλεσμα πολλά τμήματα του κτιρίου να τυλιχτούν στις φλόγες, ανέφερε η κρατική εφημερίδα Al-Ahram.
Οι βίαιες συγκρούσεις οδήγησαν τον βραβευμένο με Νόμπελ Ειρήνης, Μοχάμεντ Ελ Μπραντέι, να παραιτηθεί από αντιπρόεδρος της μεταβατικής κυβέρνησης, τονίζοντας ότι υπήρχαν ειρηνικές εναλλακτικές. «Μου είναι δύσκολο να συνεχίσω να αναλαμβάνω την ευθύνη για αποφάσεις με τις οποίες δεν συμφωνώ και τις συνέπειες των οποίων φοβάμαι. Δεν μπορώ να φέρω την ευθύνη ούτε για μια σταγόνα αίμα», έγραψε στην επιστολή παραίτησής του προς τον πρόεδρο Άντλι Μανσούρ. «Δυστυχώς αυτοί που επωφελούνται από όσα συνέβησαν σήμερα είναι αυτοί που επιζητούν τη βία και την τρομοκρατία, οι πιο ακραίες οργανώσεις», τόνισε.
Ο πρωθυπουργός της χώρας, Χαζάμ Μπεμπλάουι επέμεινε ότι οι αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή από το να διασπάσουν τις καθιστικές διαμαρτυρίες, όπου οι υποστηρικτές του Μόρσι είχαν κατασκηνώσει για παραπάνω από ένα μήνα. «Το θέμα είχε φτάσει σε ένα σημείο το οποίο δεν θα ήταν αποδεκτό από οποιαδήποτε χώρα που σέβεται το κράτος και τους πολίτες της», είπε κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής ομιλίας. «Το κράτος έπρεπε να παρέμβει για να διασφαλίσει την προστασία και την ηρεμία των πολιτών». Ο Μπεμπλάουι επαίνεσε την αστυνομία λέγοντας ότι «ζητήσαμε από τις δυνάμεις ασφαλείας να ενεργήσουν με αυτοέλεγχο και θα ήθελα να επωφεληθώ της ευκαιρίας για να ευχαριστήσω τις αρχές για την απαράμιλλη αυτοσυγκράτησή τους», είπε.
Η ομιλία του μεταδόθηκε αφότου οι αρχές ανακοίνωσαν ότι κηρύσσουν τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και παράλληλα την απαγόρευση κυκλοφορίας, για ένα μήνα (από τις 19:00 έως τις 06:00) στο Κάιρο και ακόμα 12 επαρχιακές πόλεις.
Ο υπουργός Εσωτερικών της χώρας δεσμεύτηκε ότι δεν θα επιτραπεί σε ισλαμιστές να δημιουργήσουν νέα στρατόπεδα διαμαρτυρίας. «Υπάρχει πλήρης συντονισμός με τις ένοπλες δυνάμεις και δεν θα επιτρέπονται πλέον οι καθιστικές διαμαρτυρίες σε κάθε γωνιά της Αιγύπτου», είπε.
Η 17χρονη κόρη του Μοχάμεντ ελ Μπελτάγκι, ηγετικού στελέχους της Μουσουλμανικής Αδελφότητας σκοτώθηκε όταν δέχτηκε δύο σφαίρες, μία στο στήθος και μία στην πλάτη, τη στιγμή που η αστυνομία πραγματοποίησε έφοδο στην πλατεία Ραμπάα αλ Ανταουίγια την οποία είχαν καταλάβει εδώ και ένα μήνα οι ισλαμιστές διαδηλωτές, ανέφερε ένας εκπρόσωπος της αδελφότητας.
Η Αδελφότητα αρνείται να αναγνωρίσει ως νόμιμη τη μεταβατική κυβέρνηση, η οποία ανέβηκε στην εξουσία υποστηριζόμενη από το στρατό, αναφέρει το dpa.
Οι πρόσφατες προσπάθειες από τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση να μεσολαβήσουν ώστε να βρεθεί μια λύση για τον τερματισμό της κρίσης έχουν αποτύχει, ενώ οι διεθνείς επικρίσεις για τα πολύνεκρα επεισόδια της Τετάρτης ήταν άμεσες. Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Τζον Κέρι, χαρακτήρισε τα επεισόδια ως «ένα σοβαρό πλήγμα προς τη συμφιλίωση», ωστόσο τόνισε ότι μια πολιτική λύση είναι πιθανή. «Είμαι πεπεισμένος ότι ο δρόμος είναι ακόμα ανοιχτός αν και η κατάσταση έχει γίνει ιδιαίτερα περίπλοκη μετά τα σημερινά γεγονότα», είπε.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Μπαν Κι-μουν, έκανε έκκληση για μια ειρηνική συμφιλίωση και εξέφρασε τη λύπη του που οι «αιγυπτιακές αρχές επέλεξαν αντ’ αυτού να χρησιμοποιήσουν βία ως μέσο αντιμετώπισης των διαδηλώσεων».