Σπαράζει ο παππούς του 7χρονου τον οποίο οι διασώστες ψάχνουν στα συντρίμμια, έπειτα από τον φονικό σεισμό της Αλβανίας.
Όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Φέχμι Βάτα, 73 ετών, είχε πιάσει δουλειά σαν νυχτοφύλακας για να βγάλει λίγα παραπάνω χρήματα. Όταν χτύπησε ο ισχυρότερος σεισμός που έχει σημειωθεί στην Αλβανία εδώ και δεκαετίες, τα ξημερώματα της Τρίτης, δεν ήταν στο σπίτι του, στο κρεβάτι του.
Γύρισε πίσω για να δει ότι η γυναίκα του, δύο εγγόνια του και μια από τις νύφες του είχαν παγιδευτεί στα συντρίμμια του διαμερίσματός τους, όταν κατέρρευσε η πενταώροφη πολυκατοικία όπου διέμεναν, στην κωμόπολη Θουμάνι.
Ο 10χρονος εγγονός του Φέχμι ανασύρθηκε ζωντανός από τα χαλάσματα, όμως η γυναίκα του δεν στάθηκε τυχερή. Σκοτώθηκε, κρατώντας στην αγκαλιά της τον άλλο εγγονό της, προσπαθώντας να τον προστατεύσει. Η νύφη του επέζησε, αλλά είναι βαριά τραυματισμένη και νοσηλεύεται σε νοσοκομείο.
«Η γυναίκα μου πάντα έλεγε ότι θα πέθαινε για τα εγγόνια της, φαίνεται ότι τελικά το έκανε», είπε ο απαρηγόρητος Βάτα, καθισμένος σε έναν τσιμεντόλιθο, μπροστά στην κόκκινη ταινία που κρατά τους κατοίκους και τα μέσα ενημέρωσης μακριά από τα συντρίμμια.
Σε απόσταση μερικών μέτρων, Αλβανοί και Έλληνες διασώστες ψάχνουν αγωνιωδώς για επιζώντες. Ο άλλος εγγονός του Φέχμι, ηλικίας 7 ετών, παραμένει θαμμένος στα συντρίμμια – ίσως να βρίσκεται κάπου κάτω από τη σκάλα, όπου συνήθιζε να κρύβεται, σύμφωνα με τον παππού.
«Στεναχωριέμαι γιατί δεν μπορώ να κάνω τίποτα για το εγγόνι μου, μόνο να προσεύχομαι», είπε, με το σώμα του να τραντάζεται από τους λυγμούς. «Γιατί δεν πήρε ο Θεός τη δική μου ψυχή;»
Ο 73χρονος είχε μιλήσει στο τηλέφωνο με τη γυναίκα του όταν σημειώθηκε ένας μικρός σεισμός νωρίς το πρωί της Τρίτης. Ακολούθησε ο σεισμός των 6,4 βαθμών και το κτίριο κατέρρευσε.
Η οικογένεια Βάτα είναι φτωχή, όπως και πολλοί άλλοι κάτοικοι στη Θουμάνα, που βγάζουν τα προς το ζειν δουλεύοντας στα χωράφια ή από τα εμβάσματα που στέλνουν οι συγγενείς τους, οικονομικοί μετανάστες σε ευρωπαϊκές χώρες.
Πριν από τον σεισμό ο γιος του Βάτα, ο πατέρας των δύο αγοριών είχε φύγει για να εργαστεί για τρεις μήνες στην Ελλάδα, αφήνοντας πίσω τα παιδιά και τη σύζυγό του με τους παππούδες. Ο άλλος του γιος έχει νοητική υστέρηση και γλίτωσε επειδή μαζί με την αδελφή του ήταν σε άλλη πόλη που δεν χτυπήθηκε από τον σεισμό.
«Η γυναίκα μου ήταν η κολόνα του σπιτιού. Δούλευε όλη την ημέρα στα χωράφια… Μπορεί να στάθηκα τυχερός και να έζησα επειδή δούλευα νυχτοφύλακας αλλά τι μου χρειάζεται η ζωή μετά απ’ όσα μου συνέβησαν;» είπε με δάκρυα στα μάτια ο παππούς.