Είναι γεγονός ότι ο πόλεμος στη Συρία έχει επικαλύψει με «θεαματικό τρόπο» την καθημερινότητα στην Τουρκία. Ωστόσο στο παρόν στάδιο δεν πέτυχε να ακυρώσει ένα από τα σημαντικότερα θέματα της αντιπαράθεσης που σχετίζεται με το μέλλον του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ).
Ηλεκτρονικά και συμβατικά ΜΜΕ έστρεψαν την προσοχή τους στο μέτωπο του πολέμου, όμως είναι γεγονός ότι το ερώτημα εάν «το Κόμμα Δικαιοσύνης βρίσκεται σε διαδικασία κατάρρευσης», συνεχίζει να επιβιώνει αναπαράγοντας μια βασική αντιπαράθεση μετά τις δημοτικές εκλογές του 2019. Ο βασικός λόγος εμφάνισης αυτής της αντιπαράθεσης είναι η πρόθεση πρώην στελεχών του κυβερνώντος κόμματος, όπως ο Αλί Μπαμπατζιάν και ο Αχμέτ Νταβούτογλου, να προχωρήσουν στην ίδρυση νέων κομμάτων, όπως αναφέρει το philenews.com.
Η εξαγωγή συμπερασμάτων που επικεντρώνονται περισσότερο σε πιθανότητες κατάρρευσης του κόμματος του Ερντογάν πριν από την εμφάνιση και τη λειτουργία των νέων σχηματισμών είναι πρώιμη. Η παρακολούθηση των αλλαγών που καταγράφονται στο πολιτικό σύστημα πρωτίστως θα πρέπει να λάβει υπόψη τη διαφαινόμενη εδώ και χρόνια κρίση του ισλαμικού κινήματος, την εξέλιξη των εσωτερικών διαφωνιών και διαφοροποιήσεων στο κυβερνών κόμμα, αλλά και τη μετάβαση της Τουρκίας στο προεδρικό σύστημα. Γιατί με την υιοθέτηση και την όντως προβληματική λειτουργία του προεδρικού συστήματος στη χώρα, ήδη έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις μιας ευρύτερης πολιτικής αλλαγής με νέες κομματικές ισορροπίες. Με λίγα λόγια, η Τουρκία του «ιδιαίτερου κοινοβουλευτικού συστήματος» δεν θα είναι η ίδια με την Τουρκία του επίσης «ιδιαίτερου» προεδρικού συστήματος.
– Οι διασπάσεις ως γνώρισμα του ισλαμικού κινήματος της Τουρκίας – Το ευρύτερο ισλαμικό κίνημα στην Τουρκία, τα πολιτικά κόμματα που δημιουργήθηκαν από αυτό, καθώς και η κοινωνική τους βάση ήταν διαχρονικά και παραμένουν μέχρι σήμερα φαινόμενα με δυναμικό χαρακτήρα. Η δυναμική και η ρευστότητα που τα χαρακτηρίζει δεν αποκλείουν τα φαινόμενα της έντονης θρησκευτικότητας και της αφοσίωσης σε μια πολιτική – ιδεολογική υπόθεση αμφισβήτησης των κοσμικών και δυτικότροπων στοιχείων που επέβαλαν οι δεκαετίες της κεμαλικής εξουσίας. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι εντός του ισλαμικού κινήματος και της εκλογικής του βάσης στην Τουρκία, καταγράφηκαν διαχρονικά εσωτερικές αντιπαραθέσεις, διαφοροποιημένες αναζητήσεις, αμφισβητήσεις ιστορικών ηγεσιών, αλλαγές πολιτικών προγραμμάτων και ανακατατάξεις εκλογικού και ιδεολογικού χαρακτήρα.
Μάλιστα η πιο πρόσφατη ένδειξη σοβαρών εντάσεων, δυναμικότητας και μετασχηματισμών της ίδιας της κοινωνικής βάσης του τουρκικού ισλαμισμού ήταν η δημιουργία του ΑΚΡ το 2001. Το σημερινό κόμμα εξουσίας ήταν προϊόν εσωτερικής διάσπασης του ισλαμικού κινήματος με επίκεντρο μάλιστα την έντονη αμφισβήτηση του ιστορικού του ηγέτη Νετζμεττίν Έρμπακαν. Την ίδια στιγμή είναι γεγονός ότι από την τότε διάσπαση του ισλαμικού κινήματος μέχρι και σήμερα, ο Ερντογάν παραμένει –σε διαφορετικό βαθμό– η βασική προσωπικότητα συσπείρωσης της συντηρητικής μερίδας της τουρκικής κοινωνίας. Εξακολουθεί, όμως, μέσα από πολλές δυσκολίες, να παραμένει το κέντρο εξουσίας ακόμα και μετά από 17 συνεχόμενα χρόνια διακυβέρνησης της Τουρκίας. Είναι όντως αλήθεια ότι η κοινωνική πραγματικότητα στη χώρα και τα δεδομένα του τελευταίου χρονικού διαστήματος οδηγούν στο συμπέρασμα ότι σε αυτή τη φάση καταγράφονται πιο ξεκάθαρες ισχυρές ρήξεις στην ηγεμονία της εξουσίας. Υπό αυτή την έννοια αξίζει να μελετηθούν σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια οι βασικοί παράγοντες και γνωρίσματα της κρίσης ηγεμονίας που αντιμετωπίζει σήμερα ο Ερντογάν
– Τι ήταν το ΑΚΡ; – Αν υπάρχει κάτι που παραδέχονται τόσο οι αντιπολιτευόμενοι όσο και οι οπαδοί του ΑΚΡ, είναι ότι το συγκεκριμένο κόμμα κατάφερε να αφήσει έντονη τη σφραγίδα του –αρνητική ή θετική– στη σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας. Στο ίδιο πλαίσιο, πολλοί είναι και αυτοί που συμφωνούν ότι η μακρόχρονη διακυβέρνηση και οι σχεδόν «εξωπραγματικές αντοχές» του ΑΚΡ δεν ήταν εύκολα προβλέψιμα στοιχεία από τον Νοέμβριο του 2002, όταν ένα κόμμα με περίπου 15 μήνες ζωής κατάφερνε να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση.
Οι μεγαλύτερες και κρισιμότερες εκλογικές επιτυχίες του ΑΚΡ από την εποχή της ίδρυσής του μέχρι και τον Ιούνιο του 2015 στηρίζονταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ικανότητα/δυνατότητά του να παρουσιάζει συγκεκριμένες λύσεις σε επίσης συγκεκριμένα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα. Αυτό επιτεύχθηκε σε συνδυασμό με την όλο και πιο έντονη προώθηση των βασικών συντηρητικών πολιτισμικών του προσανατολισμών, αλλά και με την καλλιέργεια πόλωσης γύρω από τις ιδεολογικές και πολιτισμικές ταυτότητες στην Τουρκία. Όμως πίσω από την ιδεολογική πόλωση, κρυβόταν πάντα η ικανότητα του Ερντογάν να δημιουργεί «μακροχρόνιες συναινέσεις» προς την εξουσία του και να τη διατηρεί με τη σύναψη συγκυριακών πολιτικών συμμαχίας.
Οι συντηρητικοί, ισλαμικοί συμβολισμοί, η ανάγκη καταξίωσης της ταυτότητας των θρησκευόμενων μουσουλμάνων, η ανάγκη εκδίκησης από τη μακρόχρονη καταπίεση του κεμαλισμού ήταν βεβαίως στοιχεία που διατηρούσαν και μεγάλωναν την κοινωνική στήριξη προς τον Ερντογάν. Όμως από μόνα τους, τα προαναφερθέντα στοιχεία δεν αρκούσαν για να διατηρηθεί η εξουσία του Ερντογάν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Μεταξύ πολλών άλλων, ήταν ο συνδυασμός των συμβολισμών με τη νέα υλική πραγματικότητα και τη σχετική ευημερία των συντηρητικών στρωμάτων που καταξίωσαν τη σημερινή εξουσία και που συνέβαλαν στη μετατροπή του ΑΚΡ σε ένα «κόμμα-κράτος». Τελικά μέσα σε ένα τέτοιο πλέγμα παραγόντων γεννήθηκαν μια σειρά από σημαντικά ερωτήματα, τα οποία κάποτε λειτουργούσαν και ως φορείς αναπαραγωγής της μονοκρατορίας Ερντογάν. Αυτά τα ερωτήματα κινούνταν γύρω από τον μύθο του ανίκητου, της μηδενικής πιθανότητας κατάρρευσης της εξουσίας, αλλά και της υπόθεσης ότι τεράστιες μάζες της κοινωνίας δεν αντιμετωπίζουν αρνητικά την εντεινόμενη αυταρχικότητα του καθεστώτος.
– Τι έγινε το ΑΚΡ; – Η εμπειρία από το 2011 και εντεύθεν, δηλαδή από τις εκλογές στις οποίες το ΑΚΡ έφτασε στο κορυφαίο ποσοστό του 49,9%, περιέχει στοιχεία που δείχνουν μάλλον περισσότερες γκρίζες ζώνες στην επικράτηση του Ερντογάν. Ήδη από τότε το κυβερνών κόμμα έδειξε τα πρώτα σημάδια ανικανότητας ανανέωσης και μεγάλες δυσκολίες στην κατάθεση συγκεκριμένου πολιτικού προγράμματος. Ο συνδυασμός των προαναφερθέντων οδηγούσε μάλιστα στην ένταση των αυταρχικών τάσεων της εξουσίας. Όμως, παρά τα σημαντικά προβλήματα, το ΑΚΡ συνέχιζε να επικρατεί σε διάφορες εκλογικές μάχες. Κατάφερνε να διατηρεί και να ενισχύει έναν πολύπλοκο μηχανισμό διαμοιρασμού προνομίων με αντάλλαγμα την πολιτική αφοσίωση. Η παντελής απουσία εναλλακτικής πρότασης από την αντιπολίτευση, αλλά και η συρρίκνωση του πολιτικού πεδίου διαμέσου της καταστολής ήταν επιπλέον παράγοντες που αναπαρήγαγαν την εξουσιαστική θέση Ερντογάν.
Πέρα από την επιβίωσή του στην εξουσία ή και εξαιτίας αυτής της επιβίωσης, ο Ερντογάν κατάφερνε για μεγάλο χρονικό διάστημα να συγκρατεί την έκφραση και να εμποδίζει την ωρίμανση εσωτερικών φυγόκεντρων δυναμικών στο ισλαμικό κίνημα. Αντιπολιτευτικές εκφράσεις υπήρχαν, όπως και διαφορετικές απόψεις για τον τρόπο αντιμετώπισης συγκεκριμένων ζητημάτων. Όμως αυτές είτε παρέμειναν στο περιθώριο της κομματικής δομής υπό το βάρος της επιρροής του ηγέτη, είτε ακόμα και καταστέλλονταν με συνοπτικές διαδικασίες.
Ιδιαίτερα από τον Ιούνιο του 2015 και μετά, όταν το ΑΚΡ έχασε στις εκλογές τη δυνατότητα σχηματισμού μονοκομματικής Κυβέρνησης, πλέον έγινε ξεκάθαρο ότι ο βασικός πυρήνας του πολιτικού του προγράμματος προσανατολίστηκε περισσότερο στην καλλιέργεια της πόλωσης. Η οικονομία άρχισε να δείχνει τα πρώτα συμπτώματα της κρίσης, ενώ η πίεση σε ένα κομμάτι της κοινωνίας πολλαπλασιάστηκε και εξαιτίας των εντεινόμενων μέτρων καταστολής. Έτσι με αφορμή την πραξικοπηματική απόπειρα του Ιουλίου 2016, το μοντέλο διακυβέρνησης πέρασε ολοκληρωτικά σε μια μορφή καθεστώτος εξαίρεσης.
Μπροστά στην επιβίωση της εξουσίας, η δημοκρατία «μπορούσε να περιμένει». Αξίζει να υπενθυμιστεί ότι η δύσκολη επικράτηση του 51% στο δημοψήφισμα του 2017 για την υιοθέτηση του προεδρικού συστήματος, καθώς και οι εκλογές του Ιουνίου 2018 πραγματοποιήθηκαν σε ένα περιβάλλον «διακυβέρνησης με προεδρικά διατάγματα» και διατήρησης του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Σε τέτοιες συνθήκες λοιπόν η ιδέα και μόνο να ανήκει κάποιος στην αντιπολίτευση δεν ήταν μόνο θεωρητικά επικίνδυνη, αλλά είχε ουσιαστικές αρνητικές επιπτώσεις.
Τα νέα πολιτικά σχήματα και ποιες οι συνέπειες
Το πέρασμα της Τουρκίας στο προεδρικό σύστημα, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της έλλειψης ελέγχων και ισορροπιών έναντι της Εκτελεστικής Εξουσίας, αποτέλεσε ένα σημείο καμπής και για την εξέλιξη του κυβερνώντος κόμματος. Ήδη εδώ και πολλά χρόνια το ΑΚΡ είχε μετασχηματιστεί σε ένα «γραφείο εξυπηρέτησης» των πολιτικών του Προέδρου του. Σταδιακά εξαφανίστηκαν όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της δυνατότητας παραγωγής αυτόνομης πολιτικής πρότασης και δράσης στην κοινωνία της Τουρκίας.
Οι κομματικές δομές και οι κομματικοί μηχανισμοί μεταφέρθηκαν και τελικά αφομοιώθηκαν από το ίδιο το κράτος. Έτσι, η υιοθέτηση του προεδρικού συστήματος συνέβαλε επιπλέον στην ολοκληρωτική ταύτιση κόμματος-κράτους. Η Τουρκία σήμερα χαρακτηρίζεται από μια νέα εποχή ενός ιδιότυπου «μονοκομματικού καθεστώτος» με την ιδεολογική σφραγίδα του Ερντογάν.
Η διαδικασία της πλήρους «κρατικοποίησης» του κυβερνώντος κόμματος και η αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος με την εμφάνιση νέων συνεργασιών και συνασπισμών τελικά αποξένωσαν και έναν συγκεκριμένο κύκλο από την ελίτ του ΑΚΡ. Η διάσπαση του κόμματος και η πιθανολογούμενη εμφάνιση δύο νέων κομμάτων από τον Αχμέτ Νταβούτογλου και τον Αλί Μπαμπατζάν είναι, μεταξύ άλλων, και η έκφραση των συμφερόντων του ισλαμικού κινήματος που «έμεινε έξω» από τον τελικό διαμοιρασμό της εξουσίας του «ερντογανικού μονοκομματισμού». Παράλληλα η σημερινή επισημοποίηση της εσωτερικής ρήξης στον τουρκικό ισλαμισμό σχετίζεται και με την αμφισβήτηση του μύθου του «παντοτινά αήττητου» Ερντογάν. Το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών σε συνδυασμό με την πορεία των τελευταίων χρόνων ενίσχυσαν το ηθικό της αντιπολίτευσης, αλλά την ίδια στιγμή ενθάρρυναν σε καθοριστικό βαθμό τις διαφορετικές φωνές εντός της εξουσίας να προχωρήσουν σε αυτόνομες οργανώσεις.
Οι Νταβούτογλου και Μπαμπατζιάν φαίνεται ότι θα προχωρήσουν στην ίδρυση δύο νέων κομμάτων εντός του επόμενου διαστήματος μέχρι και το τέλος του έτους. Το πολιτικό πρόγραμμα, η επιρροή, αλλά πολύ περισσότερο η κοινωνική σύνθεση των δύο αυτών σχηματισμών παραμένουν ανοιχτά ερωτήματα. Ωστόσο ο βασικός τους προσανατολισμός δεν μπορεί να βρίσκεται εντελώς εκτός της τεράστιας μερίδας των κεντροδεξιών – συντηρητικών ψηφοφόρων της Τουρκίας. Υπό αυτή την έννοια και με δεδομένο ότι πλέον η εξουσία στην Τουρκία κρίνεται στο 50%+1 που επιβάλλει το προεδρικό σύστημα, τότε γίνεται κατανοητή η έντονη προσπάθεια του Ερντογάν να συγκρατήσει και να διευρύνει τις πολιτικές του συμμαχίες ως μορφή αντικατάστασης πιθανών διαρροών από την εκλογική του βάση.
Στο πλαίσιο της προσπάθειας Ερντογάν για συγκράτηση πιθανών διαρροών εντάσσονται ζητήματα αλλαγών στην Κυβέρνηση, σε μερικές πτυχές του προεδρικού συστήματος, αλλά και στη δημιουργία νέων πιέσεων ενάντια στην αντιπολίτευση. Για παράδειγμα, η συνεχιζόμενη καταστολή και ιδεολογική ποινικοποίηση του κουρδικού κινήματος είναι πολιτικές πρακτικές που αναδιαμορφώνουν τον ευρύτερο χώρο της τουρκικής Δεξιάς και του ρεύματος του εθνικισμού. Τέτοιες πολιτικές σε συνθήκες συνέχισης της οικονομικής κρίσης από τη μια αυξάνουν την πόλωση, αλλά από την άλλη θυμίζουν περισσότερο τις αρχικές προετοιμασίες μιας νέας μακράς προεκλογικής διαδικασίας.
Εκείνο λοιπόν που απομένει να διαφανεί με την εμφάνιση νέων κομμάτων είναι η διαμόρφωση των ισορροπιών και συμμαχιών στην αντιπολίτευση. Εάν δηλαδή τα νέα κόμματα και αυτά που βρίσκονται σήμερα στην αντιπολίτευση θα καταφέρουν να υπερβούν τις βασικές διαχωριστικές γραμμές που επιβάλλει το ιδιότυπο «μονοκομματικό καθεστώς» σπάζοντας έτσι την τεχνητά κατασκευασμένη πλειοψηφία του συντηρητικού πόλου.
Η κρίσιμη στιγμή των δημοτικών εκλογών του 2019
Το κατασκευασμένο και εν πολλοίς τεχνητό σκηνικό «απουσίας αντιπολίτευσης» δεν άντεξε στις πιεστικές συνθήκες της κρίσης που κορυφώθηκε το καλοκαίρι του 2018. Η καταβαράθρωση της αξίας της τουρκικής λίρας έναντι των ξένων νομισμάτων συνέβαλε στον πολλαπλασιασμό της έντασης με την οποία τα μικρομεσαία και φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας βίωσαν την οικονομική στασιμότητα της περιόδου. Με επίκεντρο την εξωφρενική άνοδο στις τιμές βασικών καταναλωτικών αγαθών και την άνοδο της ανεργίας, το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας εξέφραζε πλέον πιο ανοιχτά την αγωνία για την πραγματική αμφισβήτηση του βιοτικού του επιπέδου. Η οικονομική μεγέθυνση της προηγούμενης δεκαετίας έδωσε τη θέση της στη στασιμότητα και αμέσως μετά στους αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ο κυβερνητικά υποστηριζόμενος κατασκευαστικός τομέας σημείωσε για πρώτη φορά και σε τέτοιο μέγεθος ζημιές.
Μια σειρά ποιοτικών ερευνών στην Τουρκία υπογράμμισαν το εξής δεδομένο: Η μείωση της εκλογικής στήριξης του ΑΚΡ τα τελευταία χρόνια, έστω και αν δεν έφτασε σε επίπεδα ανατρεπτικών δυναμικών, είναι αποτέλεσμα της οικονομικής αποσταθεροποίησης. Συνεπώς η πιθανότητα συνέχισης της κρίσης αυξάνει και τις τάσεις «απομάκρυνσης» τμημάτων της κοινωνίας από το κυβερνών κόμμα. Η επαναλαμβανόμενη απόπειρα του Ερντογάν να εξηγήσει την οικονομική κρίση αποκλειστικά με όρους «εθνικής απειλής και εξωτερικής επίθεσης» αντιμετώπισε κοινωνικά όρια. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το επίκεντρο της εκλογικής ήττας του κυβερνώντος κόμματος στις δημοτικές του 2019 ήταν οι μεγαλουπόλεις. Οι χώροι δηλαδή που η οικονομική κρίση είχε μεγαλύτερες και πιο άμεσες αρνητικές επιπτώσεις.
Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί και μια άλλη σημαντική παράμετρος της κρίσης ηγεμονίας που αντιμετωπίζει ο Ερντογάν τα τελευταία χρόνια. Εάν οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης βρίσκονται στη μια πλευρά της συρρίκνωσης της επιρροής της εξουσίας του ΑΚΡ, τότε στην άλλη πλευρά βρίσκεται η διαφθορά και η ένταση της κοινωνικής-πταξικής διαφοροποίησης εντός της κοινωνικής βάσης του ισλαμικού κινήματος. Διαχρονικά το ισλαμικό κίνημα ξεχώριζε για την εθελοντική αφοσίωση των τοπικών του στελεχών, τα οποία προέρχονταν κυρίως από τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού. Σήμερα η κατάσταση διαφοροποιείται δραματικά. Εντός του πυρήνα των εθελοντικών στελεχών του κυβερνώντος κόμματος έχει σχηματιστεί μια ισχυρή ομάδα επαγγελματιών που «τρέφονται» από την εξουσία.
Απέκτησαν κυρίως οικονομικά προνόμια και στάτους, ενώ διεύρυναν τον κύκλο επιρροής τους με πρόσωπα που ενσωματώθηκαν στη δομή εξουσίας αργότερα χωρίς να προέρχονται από το παραδοσιακό ισλαμικό κίνημα.
Στις περιόδους μιας σχετικής οικονομικής ανάπτυξης, η ενεργοποίηση της κοινωνικής πόλωσης είχε ουσιαστικά νικηφόρα αποτελέσματα για τον Ερντογάν. Η κοινωνική διαφοροποίηση μπορούσε να «κρύβεται» στη «σκιά της εθνικής απειλής», του «απειλητικού άλλου». Σε συνθήκες έντασης της φτωχοποίησης όμως διάνοιξαν ευκολότερα οι δίοδοι έκφρασης της δυσαρέσκειας ενάντια στον προσωπικό κύκλο εξουσίας του ίδιου του Ερντογάν. Εκφράστηκαν με μεγαλύτερη ένταση οι διαμαρτυρίες ενάντια σε αυτούς «που ανέβηκαν στο τρένο» εκ των υστέρων και υπηρέτησαν όχι την ιδεολογική πλατφόρμα του ισλαμικού κινήματος, αλλά την προσωπική εξουσία του αρχηγού.
* Λέκτορας, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.