Πολιτικό εντυπωσιασμό χαρακτηρίζουν δημοσίως άνθρωποι του στενού κύκλου του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ την έναρξη της επίσημης έρευνας για την παραπομπή του. Σε ιδιωτικό επίπεδο όμως, όπως σχολιάζει το Politico και αναμεταδίδει το ΑΜΠΕ, τόσο οι πολιτικοί του σύμμαχοι στον Λευκό Οίκο, όσο και οι βοηθοί του, θεωρούν την πολιτική δυναμική της παραπομπής ως μία σοβαρή απειλή κατά της νομοθετικής ατζέντας που προωθεί ο πρόεδρος Τραμπ, κατά της διαπραγματευτικής δυναμικής που έχει ο ίδιος απέναντι στους ξένους ηγέτες, αλλά και κατά της προσωπικής συγκέντρωσης (προσοχής) του, σε συγκεκριμένα ζητήματα πολιτικού ενδιαφέροντος για τον ίδιο και την προεδρία του.
Η πολιτική αναταραχή που έχει προκληθεί στην Ουάσινγκτον από την στιγμή της δημοσιοποίησης του τρόπου με τον οποίο έγινε η επίμαχη τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ του Τραμπ και του Ουκρανού προέδρου (σήμερα αναμένεται η δημοσιοποίηση ενός λεπτομερούς αντιγράφου από τον Λευκό Οίκο) εκτιμάται ότι θα αντιπαραβάλει τις δύο παραπάνω απόψεις, στην διάρκεια τουλάχιστον των επόμενων εβδομάδων.
Έτσι, θα διαφανεί αν ο πρόεδρος Τραμπ θα μπορέσει να αντέξει την όξυνση του πολιτικού κλίματος από τις αποκαλύψεις, για την προσπάθειά του να ασκήσει πίεση σε έναν ξένο ηγέτη, προσπαθώντας να αποσπάσει επιβαρυντικά στοιχεία για τον πολιτικό του αντίπαλο Τζο Μπάιντεν και τον γιο του Χάντερ, στην εξέλιξη της προεκλογικής εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές του 2020.
Η απόφαση των Δημοκρατικών να προχωρήσουν στην επίσημη έναρξη της έρευνας κλιμακώνει την πολιτική ένταση και θέτει τους Ρεπουμπλικάνους σε θέση άμυνας (που μπορεί να εξελιχθεί σε επίθεση), δρομολογώντας μία σοβαρή πολιτική πρόκληση.
Ο πρόεδρος Τραμπ χαρακτηρίζει τη νέα εξέλιξη ως συνέχεια του κυνηγιού μαγισσών που έχουν εξαπολύσει οι Δημοκρατικοί εναντίον του.
Από την άλλη μεριά, είναι λίγοι αυτοί στον Λευκό Οίκο, αλλά και στον ευρύτερο κύκλο των υποστηρικτών του Αμερικανού προέδρου, που υπερασπίστηκαν το τηλεφώνημα του ίδιου με τον ηγέτη της Ουκρανίας, στο οποίο, ο Τραμπ φέρεται να ζήτησε οκτώ φορές την διενέργεια έρευνας για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των Μπάιντεν στην αναφερόμενη χώρα.
Το τηλεφώνημα στην ουσία του, παραβιάζει την βασική αρχή που έχουν οι Αμερικανοί αξιωματούχοι οι οποίοι δεν πρέπει ποτέ να επιτρέπουν ή να ενθαρρύνουν την εμπλοκή ξένων κυβερνήσεων στην (προ)εκλογική διαδικασία των ΗΠΑ.
Επί τη βάσει προηγούμενων πολιτικών αντανακλαστικών κι αντιδράσεων, θεωρείται πιθανό ότι οι σύμβουλοι του Τραμπ και οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της κυβέρνησής του, θα στρέψουν το ενδιαφέρον προς το τηλεφώνημα και ιδιαίτερα προς τις δραστηριότητες των Μπάιντεν στην Ουκρανία, ώστε να μεταστραφεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης προς την κατεύθυνση αυτή.
Η τακτική αυτή ακολουθήθηκε και το 2016, με την προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ να υποβαθμίζει την προεδρική υποψηφιότητα της Χίλαρι Κλίντον, φέρνοντας συχνά την προεκλογική συζήτηση γύρω από το ηλεκρονικά της μηνύματα που είχαν υποκλαπεί.
«Η στρατηγική που έχει ο πρόεδρος για τα θέματα αυτά είναι ξεκάθαρη: Ποτέ μην υποχωρείς και βάδιζε μπροστά. Το έμαθε αυτό από την αρχή» δήλωσε ο Νιουτ Γκίνγκριτς, ανεπίσημος σύμβουλος του Τραμπ που υπηρέτησε ως πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, στην διάρκεια της έρευνας για την παραπομπή του Μπιλ Κλίντον.
«Για τον μέσο Αμερικάνο αυτό δεν θα αλλάξει κάτι. Για τους Δημοκρατικούς, θα τους οδηγήσει σε μία πιο αρνητική θέση κατά του Τραμπ» παρατήρησε ο ίδιος.