Είκοσι χρόνια μετά την πρώτη θητεία του Μπενιαμίν Νετανιάχου στην πρωθυπουργία του Ισραήλ, ο 69χρονος «Βασιλιάς Μπίμπι» – κατά τις επευφημίες των υποστηρικτών του – παλεύει ξανά για την πολιτική του επιβίωση.
Οι δημοσκοπήσεις προβλέπουν μια αμφίρροπη αναμέτρηση στις εκλογές της ερχόμενης Τρίτης, που έρχονται πέντε μήνες μετά από τις ατελέσφορες εκλογές του Απριλίου καθώς ο Νετανιάχου δεν κατάφερε να συγκροτήσει έναν κυβερνητικό συνασπισμό.
Οι εφημερίδες Maariv και Israel Hayom σήμερα, τελευταία μέρα των δημοσκοπήσεων, έδειξαν το Λικούντ να προηγείται κερδίζοντας 33 έδρες και το Μπλε και Λευκό Κόμμα να συγκεντρώνει 32 ή 31 έδρες. Μια δημοσκόπηση του ισραηλινού τηλεοπτικού σταθμού Kan έδειξε πως το κόμμα του Γκαντς προηγείται με 33 έδρες και το Λικούντ με 31.
«Μια νίκη του Λικούντ είναι πιθανή, άλλα κρέμεται από μια κλωστή», ανέφερε ο Άμπραχαμ Ντίσκιν, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο Hebrew της Ιερουσαλήμ. Ένα τέλος στην εποχή Νετανιάχου, έπειτα από 10 χρόνια στην εξουσία, είναι απίθανο να οδηγήσει σε κάποια δραματική αλλαγή στην ισραηλινή πολιτική σε φλέγοντα ζητήματα.
Το Λικούντ δίνει μάχη στήθος με στήθος με το κεντρώο Μπλε και Λευκό Κόμμα του απόστρατου αρχηγού του γενικού επιτελείου Μπένι Γκαντς –ο «Κύριος Καθαρός» κατά τους υποστηρικτές του– που έχει μεταφέρει το βάρος της προεκλογικής του εκστρατείας στις κατηγορίες διαφθοράς που αντιμετωπίζει ο πολιτικός του αντίπαλος.
Εντούτοις, η πολιτική μοίρα του Ισραηλινού πρωθυπουργού μπορεί εν τέλει να κριθεί στα χέρια του ακροδεξιού Γισραέλ Μπεϊτένου (Πατρίδα Μας Το Ισραήλ) του πρώην υπουργού Άμυνα Αβίγκντορ Λίμπερμαν, ο οποίος πιθανώς να είναι εκείνος που θα επηρεάσει τη συγκρότηση μιας κυβερνητικής συμμαχίας, που είναι βέβαιο ότι θα χρειαστεί έπειτα από τις εκλογές.
Έπειτα από τις εκλογές του Απριλίου, ο Λίμπερμαν στάθηκε εμπόδιο στις προσπάθειες του Νετανιάχου να σχηματίσει κυβερνητική συμμαχία, επικαλούμενος διαφορές με τους υπερορθόδοξους συμμάχους του πρωθυπουργού. Δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το Γισραέλ Μπεϊτένου θα καταγράψει ενισχυμένα ποσοστά στις εκλογές της 17ης Σεπτεμβρίου σε σχέση με εκείνες του Απριλίου.
Προσάρτηση
Ο Νετανιάχου έκανε μια επιθετική προεκλογική εκστρατεία για να αποφύγει να χάσει την εξουσία, όπως έκανε το 1999 ενάντια στον τότε ηγέτη του Εργατικού Κόμματος Εχούντ Μπάρακ, και εμφανίστηκε τις πρόσφατες εβδομάδες επί ώρες σε ζωντανές αναμεταδόσεις, απαντώντας σε ερωτήσεις του κοινού στο Facebook, και κυριάρχησε στις ειδήσεις στο Ισραήλ.
Αυτή την εβδομάδα, προκάλεσε έντονες διεθνείς αντιδράσεις, χαροποιώντας τους ακροδεξιούς ψηφοφόρους, όταν ανακοίνωσε την πρόθεσή του να προσαρτήσει την κοιλάδα του Ιορδάνη στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη.
Για τους Ισραηλινούς πολιτικούς σχολιαστές αυτό ήταν μια ξεκάθαρη απόπειρα να κερδίσει ψήφους από ακροδεξιά κόμματα.
Επίσης, για την τόνωση του ηγετικού του προφίλ, ο επικεφαλής του κόμματος Λικούντ επισκέφτηκε μέσα στην εβδομάδα την Βρετανία για να συναντηθεί με τον πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον, με τον Αμερικανό υπουργό Άμυνας Μαρκ Έσπερ, ενώ συναντήθηκε χθες με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν στο Σότσι.
Λίγο πριν τις εκλογές του Απριλίου, έχοντας στο πλευρό του τον Νετανιάχου, ο Τραμπ υπέγραψε την διακήρυξη αναγνώρισης της ισραηλινής κυριαρχίας επί των Υψιπέδων του Γκολάν.
Το κόμμα του Μπένι Γκαντς τονίζει ότι θα «ενδυναμώσει τους εποικισμούς» στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη με την κοιλάδα του Ιορδάνη να είναι «το ανατολικό σύνορο ασφαλείας» του Ισραήλ. Ένας εκπρόσωπος του κόμματος παράλληλα τόνισε ότι μια κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Μπλε και Λευκού Κόμματος θα «διατηρήσει ένα ανοιχτό δίαυλο» για μια ειρηνευτική συμφωνία με τους Παλαιστίνιους.
Ο εκπρόσωπος ανέφερε επίσης ότι το κόμμα θα επιδιώξει «την επιστροφή των διακομματικών σχέσεων Ισραήλ- ΗΠΑ», μια αναφορά στις στενές σχέσεις του Νετανιάχου με τον Τραμπ και με το Ρεπουμπλικανικό του κόμμα και τις μεγάλες του αντιθέσεις με τους Δημοκρατικούς σε θέματα όπως το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και η ειρηνευτική διαδικασία στην Μέση Ανατολή.