Οι καταστροφές, είτε φυσικές είτε από χειρισμούς του ανθρώπου, αφήνουν βαθιές πληγές στα θύματα, τους οικείους τους και την κοινωνία, για να μη μιλήσουμε για το περιβάλλον.

Ο χρόνος βέβαια περνά, οι πληγές γιατρεύονται και η τραγωδία ξεθωριάζει τόσο από τη συλλογική συνείδηση όσο και την ατομική ιστορία.

Κι έτσι καταστροφές που κάποτε συγκλόνισαν τον κόσμο περνούν στον νωχελικό κόσμο της λήθης.

Ας δούμε λοιπόν μια σειρά από τραγωδίες του 20ού αιώνα που καλύφθηκαν από πέπλο λησμονιάς, έτσι ως υπενθύμιση του κινδύνου που καραδοκεί διαρκώς…

Η πυρκαγιά στο μετρό του Παρισιού (10 Αυγούστου 1903)

Το Paris Métropolitain -το υπόγειο συγκοινωνιακό δίκτυο της πόλης- άνοιξε τις πύλες του στο κοινό το 1900. Μέχρι το 1903 λοιπόν ήταν γνωστά τα πολλά προβλήματά του, με κυριότερο τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς οι ζοφερές ανησυχίες επιβεβαιώθηκαν: μια φονική αλυσίδα γεγονότων θα κατέληγε στον θάνατο 84 ανθρώπων. Συρμός ακινητοποιήθηκε από βλάβη, όταν έτερος συρμός έσπευσε να συνδράμει, με τους επιβάτες και των δύο τρένων να μετεπιβιβάζονται σε τρίτο που ακολουθούσε. Βραχυκύκλωμα ωστόσο στο ηλεκτρικό μοτέρ του πρώτου συρμού θα προκαλούσε μικρής έκτασης φωτιά, αντί όμως ο οδηγός να σταματήσει επιτόπου επιτάχυνε για να φτάσει στον επόμενο σταθμό. Φτάνοντας τα δύο τρένα στον σταθμό, η μηχανή του πρώτου εξερράγη, με τις φλόγες να τυλίγουν τα ξύλινα βαγόνια των δύο συρμών, ενώ το τρίτο που ακολουθούσε (και μετέφερε όλους τους επιβάτες) σταμάτησε λίγα μέτρα πριν από τη σύγκρουση, με τον κόσμο να αφήνεται μόνος να βρει τη λύση. Οι υπάλληλοι του μετρό έτρεχαν να σωθούν και οι επιβάτες απέμειναν στο σκοτεινό τούνελ να πνίγονται από τον καπνό, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο κινδύνου. Όταν έφτασε η πυροσβεστική, τα πτώματα στοιβάζονταν στις πλατφόρμες, με τους περισσότερους να έχουν βρει τραγικό χαμό από ασφυξία. Τέσσερις υπάλληλοι του μετρό καταδικάστηκαν για την τραγωδία…

Η βύθιση του «Squalus» (23 Μαΐου 1939)

Το SS-192, επίσης γνωστό ως USS Squalus, ήταν ένα αμερικανικό υποβρύχιο που εκτελούσε μανούβρες στον Βόρειο Ατλαντικό όταν χτύπησε η συμφορά. Κι ενώ η καταστροφή θα άφηνε το μισό πλήρωμα νεκρό, η μοίρα των επιζώντων θα σφραγιζόταν από μια ιστορική διάσωση. Βλάβη στο μηχανοστάσιο του υποβρυχίου θα προκαλούσε πλημμύρα στο εσωτερικό του, με το υποβρύχιο να βυθίζεται γρήγορα και να ακινητοποιείται στον πυθμένα του ωκεανού: 33 άντρες από το πλήρωμα ήταν ωστόσο ακόμα ζωντανοί, περιμένοντας την όποια απόπειρα διάσωσής τους. Κι όμως, μια γιγαντιαία σωστική προσπάθεια θα λάμβανε χώρα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς το οξυγόνο στον θάλαμο λιγόστευε απειλητικά, και μετά τα μεσάνυχτα της 25ης Μαΐου η 29ωρη δοκιμασία του πληρώματος θα έπαιρνε τέλος, με τους άντρες να οδηγούνται στην ασφάλεια της επιφάνειας. Τέσσερις μήνες μάλιστα μετά, το υποβρύχιο ανασύρθηκε από τον βυθό, επισκευάστηκε, μετονομάστηκε σε USS Sailfish και τον Μάιο του 1940 ήταν έτοιμο να υπηρετήσει τις πολεμικές ανάγκες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρι και το 1945 όταν πλέον αποσύρθηκε από την ενεργό δράση…

Η έκρηξη στα ορυχεία Mitsui Miike (9 Νοεμβρίου 1963)

Στο νησάκι της Νότιας Ιαπωνίας Kyushu, στο ανθρακωρυχείο Mitsui Miike, μια τεράστια έκρηξη συγκλόνισε τις σήραγγες. Η έκρηξη σκότωσε επιτόπου μερικούς εργάτες και άφησε άλλους να ασφυκτιούν στο σκοτάδι σε αυτό που θα ήταν η χειρότερη μεταπολεμική τραγωδία που γνώριζε η Ιαπωνία. Στα ορυχεία απασχολούνταν κάπου 1.300 εργάτες, με την έκρηξη να προκαλεί την κατάρρευση μιας σειράς από τούνελ και σαν να μην έφτανε αυτό, το τοξικό μονοξείδιο του άνθρακα άρχισε να συσσωρεύεται σε φονικά επίπεδα. Η επιχείρηση διάσωσης δεν θα ξεκινούσε παρά μετά την παρέλευση 3 πολύτιμων ωρών, με τα σωστικά συνεργεία να ανασύρουν 458 πτώματα και να βρίσκουν άλλους 800 ανθρώπους στα όρια της ζωής, εξαιτίας της δηλητηρίασης από το μονοξείδιο του άνθρακα. Λόγω της εγκληματικής αμέλειας της εταιρίας, 19 υπάλληλοι θα καταδικάζονταν…

Η πλημμύρα του Λος Άντζελες (27 Φεβρουαρίου 1938)



Στα τέλη Μαρτίου-αρχές Φεβρουαρίου 1938 ξεκινούσε η καταιγίδα που θα κατέληγε στη χειρότερη πλημμύρα που είχε δει η Νότια Καλιφόρνια τον τελευταίο αιώνα. Ο κατακλυσμός, που διάρκεσε 5 μέρες, θα έκανε τα ποτάμια να υπερχειλίσουν και θα προκαλούσε εκτεταμένες φθορές σε περιουσίες, καθώς και ατυχήματα, τραυματισμούς και θανάτους. Τα κινηματογραφικά στούντιο μετατράπηκαν σε νησάκια καταμεσής λιμνών, ενώ η παγίδευση των ανθρώπων στα σπίτια τους θα προκαλούσε ακόμα και την αργοπορία της τελετής των Όσκαρ της χρονιάς. Οι τηλεφωνικές γραμμές ξεθεμελιώθηκαν, όπως και οι σιδηροδρομικές ράγες, ενώ εκτεταμένα προβλήματα έλαβαν χώρα σε δρόμους, γέφυρες, καλλιέργειες και γειτονικές πόλεις. Τα θύματα συνέχιζαν να ξεβράζονται στις 5 μέρες της καταιγίδας, εκτοξεύοντας τον συνολικό αριθμό σε 115 νεκρούς, με χιλιάδες άλλους να μένουν άστεγοι και την οικονομική καταστροφή να λογίζεται ανυπολόγιστη…

Η φωτιά στο «Morro Castle» (8 Σεπτεμβρίου 1934)

Ένα νέο, γρηγορότερο, υπερμοντέρνο και πολυτελέστατο υπερωκεάνιο έκανε την εμφάνισή του στη γραμμή Νέα Υόρκη-Αβάνα παίρνοντας σύντομα το παρατσούκλι «το σκάφος των εκατομμυριούχων». To SS Morro Castle θεωρούταν μάλιστα ένα από τα ασφαλέστερα πλοία του καιρού του, παρά το γεγονός ότι θα βυθιζόταν τυλιγμένο στις φλόγες σε ένα από τα χειρότερα ναυάγια της Ιστορίας. Το βράδυ πριν από την αναχώρηση του πλοίου από το λιμάνι της Νέας Υόρκης, ο κυβερνήτης πεθαίνει από καρδιακό επεισόδιο, με τον άπειρο διάδοχό του να αναλαμβάνει καθήκοντα και να επιχειρεί να οδηγήσει το καράβι μέσα από καταιγίδα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, διαπιστώθηκε και μικρής έκτασης φωτιά στο σαλόνι της πρώτης θέσης, με το πλήρωμα να μη γνωρίζει πώς να λειτουργήσει τον υπερσύγχρονο μηχανισμό πυρόσβεσης του καραβιού. Η πυρκαγιά σύντομα επεκτάθηκε, με τον καπετάνιο να ασχολείται με την καταιγίδα και το άπειρο πλήρωμα να τα έχει κυριολεκτικά χαμένα. Μόνο 6 από τις σωστικές λέμβους χρησιμοποιήθηκαν, κι αυτές ήταν γεμάτες από το πλήρωμα, με τους επιβάτες να πηδάνε στα παγωμένα νερά για να γλιτώσουν από την πυρκαγιά που είχε πλέον τυλίξει όλο το πλοίο. Συνολικά, 86 επιβάτες και 49 μέλη του πληρώματος σκοτώθηκαν στη θαλάσσια τραγωδία…

Η φονική ομίχλη σε κοιλάδα του Βελγίου (1-5 Δεκεμβρίου 1930)

Η ήσυχη κοιλάδα Meuse του Βελγίου έγινε το σκηνικό μιας αλλόκοτης τραγωδίας όταν μια περίεργη «ασθένεια» χτύπησε τους χωρικούς και τους αγρότες σε μια έκταση μεγαλύτερη από 20 χιλιόμετρα: μια σειρά από παράγοντες συνδυάστηκαν ιδανικά για να δημιουργήσουν μια πραγματικά μοντέρνα καταστροφή, την πρώτη μάλιστα στην κατηγορία της (αν και όχι την τελευταία). Η κοιλάδα λειτουργούσε ως βιομηχανική περιοχή, με τη μόλυνση του αέρα να είναι συνεχής. Την 1η Δεκεμβρίου λοιπόν οι κάτοικοι παρατήρησαν μια περίεργη και πυκνότατη ομίχλη να εγκαθίσταται πάνω από την κοιλάδα (με την παρέμβαση εδώ της θερμοκρασίας), με την ορατότητα να είναι περιορισμένη και δυσκολίες να λαμβάνουν χώρα στην αναπνοή. Τη δεύτερη μέρα, παιδιά και ηλικιωμένοι άρχισαν να εμφανίζουν αναπνευστικές δυσλειτουργίες, με τους γιατρούς να μην μπορούν να εξηγήσουν την περίεργη «πάθηση» των κατοίκων. Την τρίτη μέρα, 3 Δεκεμβρίου, 30 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, με τις υπόνοιες να στρέφονται πλέον στους τοξικούς καπνούς των εργοστασίων και τους περίοικους να προσπαθούν να «οχυρωθούν» από τον καπνό στα σπίτια τους, ασφαλίζοντας παράθυρα και πόρτες. Διάφορες θεωρίες ξέσπασαν για το φαινόμενο, από υπερφυσικές και θεϊκές εκδηλώσεις μέχρι και γερμανικό σαμποτάζ! Μέχρι την πέμπτη μέρα που η ομίχλη άρχισε να εξαφανίζεται, περίπου 75 άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους, ενώ εκατοντάδες άλλοι θα ζούσαν πλέον με μόνιμες αναπνευστικές βλάβες. Δύο χρόνια αργότερα, η κυβερνητική έρευνα θα ενοχοποιούσε την περιβαλλοντική μόλυνση ως υπαίτια για την παράξενη αυτή «αρρώστια»…

Η βύθιση του φέρι μποτ «Ηράκλειον» (7 Δεκεμβρίου 1966)

Το 498 ποδιών βαπόρι «Ηράκλειον» εκτελούσε κανονικά το δρομολόγιο από την Κρήτη στην ηπειρωτική Ελλάδα μέχρι τη μοιραία νύχτα του Δεκεμβρίου που θα σκότωνε πολλούς από τους επιβάτες και το πλήρωμα. Δεμένο στα Χανιά, το φέρι περίμενε για δύο ώρες το αργοπορημένο φορτηγό-ψυγείο γεμάτο με κρητικά πορτοκάλια («νταλίκα του θανάτου» θα την ονομάσει ο Τύπος της εποχής), το οποίο δέθηκε άρον-άρον από το πλήρωμα πίσω ακριβώς από την μπουκαπόρτα, καθώς το δρομολόγιο είχε βγει εκτός προγράμματος. Στον δρόμο για τον Πειραιά, το πλοίο θα συναντούσε φουρτούνα, η οποία γύρω στα μεσάνυχτα θα έφτανε σε κρίσιμο επίπεδο: τα μανιασμένα κύματα που πλαγιοκοπούσαν το «Ηράκλειον» θα έκαναν το φορτηγό να απασφαλιστεί από τη θέση του, πέφτοντας επανειλημμένα πάνω στις πόρτες, οι οποίες τελικά υποχώρησαν από το βάρος. Το νερό που έμπαινε πλέον στο καράβι ανενόχλητα θα το βύθιζε σε μόλις 20 λεπτά, με τον πανικό να επικρατεί και να γενικεύεται. Παρά το γεγονός ότι δεν έχουμε ακριβή στοιχεία για τα θύματα, λόγω των πλημμελών μητρώων, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 268 νεκρούς επιβάτες και μέλη του πληρώματος, περιλαμβανομένου και του κυβερνήτη Βερνίκου, ο οποίος αρνήθηκε να εγκαταλείψει το πλοίο. Οι 46 επιζώντες της ναυτικής τραγωδίας διηγήθηκαν με κάθε λεπτομέρεια το ζοφερό σκηνικό, με την πλοιοκτήτρια εταιρία των Αδελφών Τυπάλδου να κατηγορείται για εγκληματική αμέλεια…

Η έκρηξη ηφαιστείου στη Μαρτινίκα (8 Μαΐου 1902)

Όταν δυσοίωνοι καπνοί και μικροεκρήξεις αναδύονται από το ηφαίστειο Pelee της Μαρτινίκας, οι κάτοικοι του St. Pierre, κάτω ακριβώς από το ηφαίστειο, δεν θορυβούνται ιδιαίτερα. Το ηφαίστειο σημαίνει λάβα και η λάβα κινείται αργά, έχουν λοιπόν χρόνο για να εγκαταλείψουν το μέρος, σωστά; Δυστυχώς, δεν είχαν δίκιο. Παρά το γεγονός ότι όλα τα σημάδια ήταν εκεί, στάχτες, καπνοί, σεισμικές δονήσεις, δύσοσμα αέρια, οι κάτοικοι δεν κινητοποιήθηκαν. Άγρια ζώα και ερπετά κατέκλυσαν μάλιστα την πόλη στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από τη μήνη του ηφαιστείου, με τα δηλητηριώδη φίδια να ευθύνονται για τουλάχιστον 50 θανάτους ανθρώπων. Και σαν να μην έφτανε αυτό, κάτοικοι των γύρω περιοχών συνέρρεαν στο St. Pierre για να θαυμάσουν το απόκοσμο θέαμα, κίνηση που θα αποδεικνυόταν τραγική. Γιατί όταν ξύπνησε τελικά το Pelee και η έκρηξη συνέβη, η «χιονοστιβάδα» από καυτή στάχτη, βράχους και αέρια θα έπληττε την πόλη στο αμέσως επόμενο λεπτό, καταστρέφοντας μέχρι και τα πλοιάρια στη θάλασσα. Περισσότεροι από 2.500 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, με πολλούς να απανθρακώνονται στη στιγμή, με την πόλη να ερημώνεται: από τον πληθυσμό του St. Pierre απέμειναν δύο μόνο επιζώντες…

Ο εκτροχιασμός γαλλικού τρένου στις Άλπεις (12 Δεκεμβρίου 1917)

Καταμεσής του Μεγάλου Πολέμου (όπως ήταν τότε γνωστός ο Α’ Παγκόσμιος), το χειρότερο σιδηροδρομικό δυστύχημα της Γαλλίας θα λάμβανε χώρα, με την κυβέρνηση να κάνει μάλιστα τα πάντα για να το συγκαλύψει. Ως αποτέλεσμα των φονικών εχθροπραξιών, οι άνθρωποι ήταν αποκαμωμένοι, ο εξοπλισμός έπνεε τα λοίσθια και οι προμήθειες ήταν λιγοστές, με τον σιδηρόδρομο να μην μπορεί να αντέξει τις μεταφορικές ανάγκες. Τον Δεκέμβριο του 1917 λοιπόν, περίπου 1.000 γάλλοι στρατιώτες που πολεμούσαν στην Ιταλία περίμεναν στο Τορίνο το τρένο για τη Λιόν της Γαλλίας. Οι δύο συρμοί που εκτελούσαν το πολεμικό δρομολόγιο έφτασαν στην πόλη, ο ένας ωστόσο τέθηκε εκτός λειτουργίας, με τους ιθύνοντες να προσδένουν τα 19 βαγόνια στη μηχανή του πρώτου τρένου, παρά τις προειδοποιήσεις των ειδικών. Οι στρατιώτες στοιβάχτηκαν στα βαγόνια, με τον οδηγό μάλιστα να αρνείται αρχικά να εκτελέσει το δρομολόγιο, που θα περνούσε μέσα από τις Άλπεις, όταν ωστόσο απειλήθηκε με πιστόλι από γάλλο αξιωματικό συγκατατέθηκε απρόθυμα. Κι όμως, οι χειρότεροι φόβοι του οδηγού σύντομα θα αποδεικνύονταν βάσιμοι, με τα φρένα να μην μπορούν να ανακόψουν την κάθοδο του τρένου στις πλαγιές των Άλπεων και τον συρμό -εξαιτίας του υπέρογκου βάρους- να επιταχύνει ολοένα και περισσότερο. Σύντομα το τρένο θα εκτροχιαζόταν, στέλνοντας στον θάνατο 800 ανθρώπους, με τη φωτιά να απανθρακώνει τα μισά πτώματα σε σημείο να μην μπορούν να αναγνωριστούν. Η γαλλική κυβέρνηση κράτησε το δυστύχημα κρυφό για περισσότερο από μια δεκαετία (οι στρατιώτες είχαν σκοτωθεί στο μέτωπο, ήταν η επίσημη ετυμηγορία), μέχρι μια μέρα ο οδηγός να αποκαλύψει το ζοφερό γεγονός…

Κατάρρευση κτιρίου στη Νάπολη (11 Απριλίου 1906)

Ο Βεζούβιος θα χτυπούσε ξανά και θα αποδείκνυε ότι η λάβα δεν είναι ο μόνος κίνδυνος από μια ηφαιστειακή έκρηξη: υπάρχει και η στάχτη, όπως έμαθαν με τραγικό τρόπο στη Νάπολη. Η ξαφνική έκρηξη του Βεζούβιου τον Απρίλιο του 1906 θα εκτόξευε στάχτες σε ακτίνα χιλιομέτρων, με τους υπολογισμούς να κάνουν λόγο για 315.000 τόνους στάχτης που κάλυψαν ολόκληρη τη Νάπολη. Η συσσώρευση τέφρας στη στέγη του κτιρίου της αγοράς Monte Oliveto θα προκαλούσε την κατάρρευσή του, παγιδεύοντας στο εσωτερικό του περισσότερους από 200 ανθρώπους. Οι σωστικές ενέργειες ξεκίνησαν σχεδόν αμέσως, με τα πρώτα πτώματα να κουτσουρεύουν τις ελπίδες για επιζώντες. Οι οικογένειες των ανθρώπων που δούλευαν στην αγορά και οι περίοικοι συνωστίζονταν δίπλα στα συντρίμμια, προσευχόμενοι με δάκρυα στα μάτια. Όταν τα σωστικά συνεργεία ολοκλήρωσαν το έργο τους, ο φόρος αίματος ήταν υψηλός: 178 τραυματίες και 14 νεκροί…