Η ικανότητα των φορολογούμενων μιας ευρωπαϊκής χώρας να αναλάβουν το βάρος της διάσωσής της θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό μέλημα πριν κληθούν σε βοήθεια άλλες χώρες, τονίζει ο Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας Γενς Βάιντμαν και προειδοποιεί για τους κινδύνους που επιφυλάσσει η χαλαρή νομισματική πολιτική.
«Τα ευρωπαϊκά προγράμματα βοήθειας θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη ποια μπορεί να είναι η συνεισφορά μιας χώρας προκειμένου να ξεπεράσει προβλήματα τα οποία δημιουργήθηκαν από την ίδια», σημειώνει ο κ. Βάιντμαν σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Frankfurter Allgemeine Zeitung, κι εξηγεί ότι «εάν πρέπει να περιμένει κανείς αλληλεγγύη από τον ευρωπαίο φορολογούμενο, θα πρέπει προηγουμένως να έχει εξετάσει πώς μπορούν να συμβάλουν οι ίδιοι οι φορολογούμενοι της χώρας που αντιμετωπίζει το πρόβλημα».
Ο γερμανός τραπεζίτης απορρίπτει ακόμη την πάγια εισήγηση πολλών αναλυτών, αλλά και ξένων κυβερνήσεων, για αύξηση των μισθών στην Γερμανία και καθιέρωση κατώτατου μισθού, υποστηρίζοντας ότι «μια γενικευμένη αύξηση, όχι μόνο δεν θα ωφελούσε την ευρωζώνη, αλλά, αντιθέτως, θα την τιμωρούσε, λόγω των σχετικά περιορισμένων εμπορικών σχέσεων με τις χώρες τις περιφέρειας, οι οποίες δεν θα επωφελούνταν ιδιαίτερα από την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους και την αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης στην Γερμανία».
Τέτοιες προτάσεις υπέβαλαν πρόσφατα τόσο ο Γάλλος υπουργός Βιομηχανίας Αρνό Μοντμπούργκ, όσο και ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζέικομπ Λου.
Αναφερόμενος στην πρόσφατη συνάντηση των υπουργών Οικονομικών και των κεντρικών τραπεζιτών της G20 στην Ουάσιγκτον, ο επικεφαλής της Μπούντεσμπανκ μεταφέρει ότι ένα από τα θέματα που απασχόλησαν τους συμμετέχοντες ήταν η άσκηση μιας νομισματικής πολιτικής ποσοτικής χαλάρωσης και ο κίνδυνος από την εφαρμογή της για παρατεταμένη περίοδο.