Εδώ και χρόνια απόγονοι της δυναστείας των Χοεντσόλερν βρίσκονται σε δικαστική διαμάχη με το γερμανικό κράτος διεκδικώντας μέρος της αμύθητης αυτοκρατορικής περιουσίας. Αν θα το καταφέρουν παραμένει ωστόσο ακόμη αβέβαιο.
Τις τελευταίες εβδομάδες τα νέα δεν είναι καλά για τους απογόνους της κάποτε πανίσχυρης γερμανικής δυναστείας των Χοεντσόλερν και συγκεκριμένα για τον Πρίγκιπα της Πρωσίας Γεώργιο Φρειδερίκο, τρισέγγονο του γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄. Τέλη Ιουνίου γερμανικό δικαστήριο απέρριψε τις νομικές διεκδικήσεις του για το Παλάτι του Ράινφελς, το οποίο ανήκει στην πόλη Σανκτ Γκόαρ της Ρηνανίας-Παλατινάτου από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σύμφωνα με την Deutsche Welle.
Το επίμαχο κάστρο είναι ένα μόνο από τα χιλιάδες περιουσιακά στοιχεία που διεκδικούν οι κληρονόμοι των Χοεντσόλερν.
Από το 2013 διεξάγονται διαπραγματεύσεις μεταξύ των απογόνων της δυναστείας, της γερμανικής κυβέρνησης και του κρατιδίου Βερολίνου-Βρανδεμβούργου αναφορικά με την επιστροφή έργων τέχνης, την καταβολή αποζημιώσεων που απορρέουν από ιδιοκτησιακά δικαιώματα στο Παλάτι Τσετσίλιενχοφ του Πότσνταμ αλλά και για αποζημιώσεις από αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που έγιναν μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όλες οι πλευρές επιδιώκουν μια συνολική εξωδικαστική ρύθμιση του θέματος, ωστόσο αυτό δεν είναι εύκολο. Σύμφωνα με το Spiegel το γερμανικό κράτος υπέβαλε στην πλευρά των Χοεντσόλερν πρόταση συμβιβασμού, στην οποία ωστόσο αυτοί απάντησαν με μια αντιπρόταση πολλών εκατοντάδων σελίδων. Σύμφωνα με το γερμανικό υπ. Πολιτισμού η εν λόγω αντιπρόταση «δεν αποτελεί κατάλληλη βάση για διαπραγματεύσεις».
Περιουσιακά στοιχεία αμύθητης αξίας
Η λίστα των διεκδικήσεων των απογόνων της αυτοκρατορικής δυναστείας είναι μακρά. Ο Γεώργιος Φρειδερίκος διεκδικεί δικαίωμα μόνιμης στέγασης χωρίς καταβολή ενοικίου στο Παλάτι Τσετσίλιενχοφ, που σήμερα ανήκει στο δημόσιο Ίδρυμα Πρωσικών Ανακτώρων και Kήπων Βερολίνου Βρανδεμβούργου.
Το ιστορικής σημασίας παλάτι έχει ανακαινιστεί με χρήματα γερμανών φορολογούμενων. Σύμφωνα με το Spiegel ο Πρίγκηπας της Πρωσίας θα μπορούσε να εγείρει αντίστοιχη αξίωση και για το Παλάτι Λίντστεντ του Πότσνταμ ή για τη Βίλα Λίγκνιτς στα περίχωρα του ανακτόρου Σαν Σουσί. Ωστόσο το πρώτο συγκαταλέγεται από το 1999 στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UΝΕSCO και το δεύτερο ανακαινίζεται με δημόσια δαπάνη ύψους 8 εκατομ. ευρώ.
Επίσης εκκρεμεί η διεκδίκηση δεκάδων χιλιάδων έργων τέχνης, γλυπτών, μεταξοτυπιών, πορσελάνινων αντικειμένων, επίπλων, βιβλίων και φωτογραφιών ιστορικής αξίας. Μεταξύ των έργων τέχνης συγκαταλέγονται πίνακες πχ. του Λούκας Κράναχ του Πρεσβύτερου αλλά και του Νεότερου. Επίσης διεκδικεί τον θρόνο του Φρειδερίκου του Μέγα αλλά και ενδύματα του Κάιζερ Γουλιέλμου Α΄.
Μέχρι σήμερα τα περισσότερα από τα αντικείμενα αυτά φυλάσσονται σε γερμανικά μουσεία, αρχεία και βιβλιοθήκες. Πολλοί φοβούνται ότι ενδέχεται να κλείσουν μουσεία σε περίπτωση που ευδοκιμήσουν οι επίμαχες διεκδικήσεις.
Σύμφωνα με τον δικηγόρο των απογόνων των Χοεντσόλερν, η οικογένεια επιθυμεί εντούτοις να παραμείνουν σε μουσεία όλα τα ιστορικής αξίας αντικείμενα της δυναστείας. Ωστόσο τόνισε ότι στόχος των απογόνων είναι η δημιουργία και ενός νέου «Μουσείο Χοεντσόλερν», το οποίο θα διαχειρίζονται οι απόγονοι. Γερμανοί ιστορικοί θεωρούν προβληματική μια τέτοια κίνηση καθώς θα μπορούσε να οδηγήσει σε μονόπλευρη παρουσίαση της ιστορίας.
Από τη Συνταγματική Μοναρχία στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης
Όταν πριν από ένα αιώνα εκθρονίστηκε ο τελευταίος Γερμανός αυτοκράτορας, Γουλιέλμος Β΄, θα υπέθετε κανείς ότι διευθετήθηκε και το ζήτημα της περιουσίας του. Με το τέλος όμως της Συνταγματικής Μοναρχίας και τη μετάβαση στην Δημοκρατία της Βαϊμάρης, η περιουσία του Γουλιέλμου Β΄ κατασχέθηκε.
Απόγονοί του πήραν πίσω το 1926 τμήμα της περιουσίας του, όπως το Τσετσίλιεν, το οποίο όμως έχασαν ξανά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα περισσότερα περιουσιακά στοιχεία των Χοεντσόλερν ανήκαν έκτοτε σε εδάφη που είχαν υπό τον έλεγχο τους οι Σοβιετικοί και απαλλοτριώθηκαν στη συνέχεια από το κράτος της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Με τη Συμφωνία για τη Γερμανική Επανένωση του 1990 αντίστοιχες απαλλοτριώσεις γης και κτηρίων κρίθηκαν παράνομες. Υπό αυτή την έννοια οι απόγονοι θα είχαν αξίωση αποζημίωσης για τις απαλλοτριώσεις και θα μπορούσαν να ζητήσουν πίσω συγκεκριμένα αντικείμενα. Ωστόσο υπό έναν όρο. Γερμανικός νόμος του 1994 για τις αναγκαστικές απαλλοτριώσεις που έγιναν μετά το 1945 τις κρίνει νόμιμες, αν προκύπτει συνεργασία των εκάστοτε δικαιούχων με το ναζιστικό καθεστώς.
Αυτό αποτελεί όμως πρόβλημα στην υπόθεση των Χοεντσόλερν. Εάν αποδεικνυόταν ότι οι Χοεντσόλερν «υπονόμευσαν» το ναζιστικό καθεστώς, τότε θα είχαν πιθανότητα να ικανοποιηθούν οι αξιώσεις τους. Ωστόσο γύρω από το θέμα αυτό υπάρχει ιστορική ασάφεια και δεν έχει ακόμη ξεκαθαριστεί ο «ο βαθμός συνεργασίας» του πρώην γερμανικού Παλατιού με τον Χίτλερ.
Σε κάθε περίπτωση στις 24 Ιουλίου ξεκινά ένας ακόμη γύρος επαφών των απογόνων με το γερμανικό κράτος.