Πολλές εκατοντάδες βιβλία έχουν γραφεί για τη χρήση των λέξεων ως εργαλείο πολιτικής πειθούς και χειραγώγησης. Στη καταδολιευμένη τούτη χρήση των λέξεων από την πολιτική ρητορεία έχουν βασισθεί και βασίζονται ακόμη πολλές κυβερνήσεις που μικρή σχέση έχουν με τα δημοκρατικά ιδεώδη, προκειμένου να δικαιολογήσουν, μέσω της προσεκτικής χρήσης του λεξιλογίου, τη χρήση της εξουσίας τους.
Τη διαπίστωση αυτή τεκμαίρουν τώρα κι επιστημονικά οι ειδικοί μίας ομάδας ειδικευμένης στη διεθνή διπλωματία και τις πολιτικές επιστήμες, που μέσω ενός προγράμματος χρηματοδοτούμενου από το πανεπιστήμιο του Κάνσας, ανέλυσαν λέξη προς λέξη το λεξιλόγιο στις πολιτικές ομιλίες και τα επίσημα έγγραφα των κυβερνήσεων στο Καζακστάν και στο Ουζμπεκιστάν. Δύο χώρες της Κεντρικής Ασίας, που ναι μεν είναι ιδιαζόντως σημαντικές από οικονομικής πλευράς, αλλά που από πολιτικής άποψης «λόγω μεν δημοκρατίαν» έχουν.
Βέβαια, όπως συμβαίνει συχνά στην επαγωγική επιστημονική μέθοδο, το επιμέρους μπορεί να εξακτινωθεί και να λάβει γενικότερη σημασία, λειτουργώντας ως ένα δείγμα μίας καθολικής στρατηγικής, που είναι κοινή ανά την ιστορία και τα διάφορα καθεστώτα στις τέσσερις γωνιές του κόσμου, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Τα συμπεράσματα και οι στόχοι της έρευνας
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, πρώτος στόχος της σκόπιμης αυτής χρήσης του πολιτικού λόγου, είναι να δοθεί μία νέα σημασία στην έννοια της νομιμοποίησης της εξουσίας και του μοντέλου της. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να πεισθούν και οι πολίτες για την αναγκαιότητα της συγκεκριμένης μορφής εξουσίας. Για τον σκοπό αυτό, η έννοια της νομιμοποίησης επανέρχεται στο λεξιλόγιο συνυφασμένη με την Ιστορία και τα πατροπαράδοτα θέσμια της χώρας. Δηλαδή δεν πρόκειται για μία οικουμενική εννοιοδότηση της έννοιας της νομιμοποίησης, ή ορισμού του βάσει συγκρίσεων με τα όσα ισχύουν σε άλλες χώρες, αλλά για μία λογικοφανή σημασιοδότησή της εντός ενός καθορισμένου, εθνικού και κοινωνικού, πλαισίου.
Δεύτερος στόχος, βάσει της έρευνας, είναι να θεσμισθεί λογικοφανώς η μορφή ενός κατ’ επίφαση δημοκρατικού πολιτεύματος. Προκειμένου να παγιωθεί η εξουσία σε μία χώρα είναι αναγκαία η διάπλαση μίας επίφασης λαϊκής συμμετοχής σε αυτήν. Υπάρχουν θεσπισμένοι δημοκρατικοί θεσμοί, μολαταύτα η λειτουργία τους δεν είναι ουσιαστική στη διακυβέρνηση του τόπου. Πολιτικά κόμματα ναι μεν υπάρχουν, όμως δεν παίζουν κανένα ρόλο στις πολιτικές αποφάσεις. Οι πολιτικοί αντίπαλοι του καθεστώτος, εξόν του ότι δεν χαίρουν γενικότερης δημοφιλίας, παρεμποδίζονται στην άσκηση των πολιτικών τους δραστηριοτήτων από μία σειρά νόμων, δικαστικών αποφάσεων, απαγορεύσεων. Στο βαθμό, που οι μόνοι αντίπαλοι των καθεστώτων στις εκλογές να είναι εκείνοι που ουσιαστικά συμπληρώνουν, ή υποστηρίζουν στην πράξη τους προέδρους των χωρών και δεν επιδιώκουν την ανατροπή του πολιτικού status quo.
Τρίτο συμπέρασμα: Στην ημερήσια διάταξη του πολιτικού λόγου βρίσκονται οι έννοιες της ασφάλειας και της σταθερότητας. Δεδομένου ότι η επίκληση των δημοκρατικών θεσμών δεν είναι από μόνη της πειστική σε τέτοιες χώρες, η απουσία λαϊκής συμμετοχής στις πολιτικές διαδικασίες και τον διάλογο, η προσφυγή στην έννοια της ασφάλειας και της σταθερότητας, αποτελούν βασικό στοιχείο της κυβερνητικής επιχειρηματολογίας. Με κύριο στόχο την εγκληματικότητα, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και κύριο επιχείρημα την οικονομική σταθερότητα και τη διεθνή αναγνώριση που έχουν επιτύχει οι κυβερνήσεις αυτές, συνδυάζουν τις έννοιες αυτές με τις άλλες προεκλογικές υποσχέσεις προκειμένου να διαιωνίσουν τον «ενάρετο (μόνο για τους ηγέτες τους) κύκλο» της εξουσίας.
Τέταρτο κατά σειρά συμπέρασμα είναι το ότι στη ρητορική των κυβερνήσεων επανέρχεται το επιχείρημα πως οι πράξεις της κυβέρνησης κύριο στόχο έχουν την εξυπηρέτηση των βασικών αναγκών του λαού. Η προσπάθεια εστιάζεται στο να πεισθεί το ακροατήριο πως ό,τι γίνεται τελείται προς όφελός του και μόνον, καθώς η κυβέρνηση έχει λάβει την εντολή από τον λαό για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά του.
Το πέμπτο συμπέρασμα, αφορά ένα επιχείρημα που έχει άμεση σχέση και με το προηγούμενο, καθώς συχνά οι κυβερνήσεις φέρουν ως παράδειγμα την σύγκριση του τώρα με τις δεινότερες στιγμές μίας προηγούμενης κρίσης. Στο σημείο αυτό τονίζεται ιδιαίτερα η οικονομική πρόοδος της χώρας σε σχέση με τον μαρασμό προηγούμενων περιόδων. Στην περίπτωση των χωρών της πρώην ΕΣΣΔ, οι ηγεσίες τους δεν παύουν να ανατρέχουν στην τότε οικονομική κατάστασή τους, αποδεικνύοντας πόσο έχουν βελτιωθεί οι τωρινές συνθήκες ζωής. Παράλληλα, αποσιωπούνται διεθνή παραδείγματα, με παρόμοια σύγκριση της προηγούμενης κατάστασης με την τωρινή σε άλλες χώρες χωρίς αυταρχικά καθεστώτα.
Το έκτο συμπέρασμα της έκθεσης αφορά την τακτική της ανόδου στην εξουσία μέσω της δυσφήμισης και της προσβολής της αξιοπιστίας των πολιτικών αντιπάλων. Σε αυτήν την περίπτωση, αντί να διατυπωθεί ένα πειστικό κυβερνητικό πρόγραμμα, η πρόσβαση στην εξουσία βασίζεται πρωτίστως στη δυσφήμιση, ή στην κατάρριψη της αξιοπιστίας του αντιπάλου του ηγέτη. Η πολιτική αυτή ασκείται ιδιαίτερα στις τάξεις εκείνες του πληθυσμού όπου έχει διαπιστωθεί μια αύξηση της δυσαρέσκειας, σε συνδυασμό με υποσχέσεις που συνήθως είναι αδύνατον να πραγματωθούν. Συχνά, στις προεκλογικές εκστρατείες στόχος αποτελεί το ίδιο το πολιτικό σύστημα της χώρας, με τους ηγέτες να παρουσιάζονται ως ουσιαστικοί αντίπαλοι των θεσμών που δεν επιτρέπουν την επαρκή κι αποτελεσματική διακυβέρνηση.
Η ανταπόκριση στις ΗΠΑ και οι ομοιότητες σχετικά με την τακτική Τραμπ
Η μελέτη αυτή των ειδικών της ομάδας συνάντησε μεγάλη ανταπόκριση στις ίδιες τις ΗΠΑ, καθώς κάποιοι έσπευσαν να εντοπίσουν ομοιότητες με την τακτική που ακολούθησε κι εξακολουθεί να χρησιμοποιεί και ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ πριν αναρρηθεί στην εξουσία, αλλά και κατόπιν. Ομοιότητες που αφορούν τον τρόπο και τα μέσα εκφοράς του πολιτικού λόγου με άλλες χώρες, των οποίων τα καθεστώτα είναι εμφανώς αυταρχικά και αντιδημοκρατικά.
Μολαταύτα, ακόμη είναι άδηλα τα όρια ανάμεσα στο εάν η ρητορεία τούτη απλώς αποτελεί μέρος μίας λαϊκίστικης προεκλογικής εκστρατείας, ή εάν συνιστούν τα πρώτα βήματα για την εγκαθίδρυση ενός αυταρχικού καθεστώτος. Για να το διαπιστώσουμε θα χρειασθεί μία άλλη έρευνα.