Συσχετίζονται άραγε οι τρομοκράτες που πραγματοποιούν επιθέσεις αυτοκτονίας από τους μαζικούς αυτόχειρες δολοφόνους όπως ήταν ο νεαρός Άνταμ Λάνζα που συγκλόνισε την αμερικανική κοινωνία πριν λίγες ημέρες;
Ο Adam Lankford, καθηγητής εγκληματολογίας στο πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα, επιχείρησε να δώσει μια απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Όπως υποστηρίζει σε άρθρο του στους New York Times, τα κοινά στοιχεία των δύο ομάδων περισσότερα απ’ ό,τι θα πίστευε κανείς.
Παλαιότερα, η κυρίαρχη άποψη ήταν ότι οι τρομοκράτες καμικάζι είναι έλλογα πολιτικά όντα, ενώ οι άνθρωποι που πυροβολούν μαζικά και τελικά αυτοκτονούν είναι διαταραγμένα μοναχικά όντα, σημειώνει. Ωστόσο, έρευνες έδειξαν ότι οι τρομοκράτες καμικάζι έχουν αυτοκτονικές τάσεις με την κλινική έννοια.
Ακόμη και αν συμμερίζονται τις απόψεις των οργανώσεων στις οποίες ανήκουν, το βασικό κίνητρό τους όμως είναι να σκοτώσουν και να σκοτωθούν – όπως συμβαίνει και με τους μαζικούς δολοφόνους. Άλλωστε, και οι τελευταίοι ισχυρίζονται ότι υποστηρίζουν ένα ιδεολόγημα όπως την ευγονική, ή την κυριαρχία του αρσενικού φύλου. Ωστόσο, οι πράξεις τους απορρέουν συνήθως από κάτι βαθύτερο και πιο προσωπικό.
Τρεις είναι οι παράγοντες που χαρακτηρίζουν αυτούς τους ανθρώπους. Ο πρώτος είναι τα προβλήματα πνευματικής υγείας που προκαλούν συνήθως την επιθυμία τους να πεθάνουν και κυμαίνονται από την κλινική κατάθλιψη και τις μετατραυματικές διαταραχές ως τη σχιζοφρένεια και άλλες μορφές ψύχωσης. Το ποσοστό αυτοκτονιών το 2010 στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν 12,4 ανά 100.000 άτομα, το υψηλότερο της τελευταίας 15ετίας. Οι περισσότεροι καμικάζι τρομοκράτες και μαζικοί αυτόχειρες δολοφόνοι προέρχονται από αυτή τη μικρή δεξαμενή.
Ο δεύτερος παράγων είναι μια βαθειά αίσθηση θυματοποίησης και η πεποίθηση του δολοφόνου ότι η ζωή του καταστράφηκε από κάποιον άλλο, που τον καταπίεσε ή τον καταδίωξε. Η παρουσία διανοητικών διαταραχών οξύνει αναμφίβολα αυτή την αίσθηση. Μικρή σημασία έχει αν ο δράστης τα βάζει με μια κυβέρνηση (όπως κάνει ένας καμικάζι τρομοκράτης) ή με τον εργοδότη του, τους συναδέλφους του ή μέλη της οικογενείας του (όπως ένας μαζικός αυτόχειρας δολοφόνος). Το κλειδί είναι ότι θεωρεί πως έχει πέσει θύμα βίας και κατά συνέπεια δικαιούται να εκδικηθεί με βίαιο τρόπο. Σε πολλές περιπτώσεις, στόχος αυτής της εκδίκησης είναι μια κατηγορία ευρύτερη και συμβολικότερη από ένα μεμονωμένο άτομο.
Ο τρίτος παράγων είναι η επιθυμία του δράστη να αποκτήσει φήμη και δόξα. Σε ένα ποσοστό άνω του 70%, οι δολοφονίες-αυτοκτονίες γίνονται μεταξύ συζύγων ή εραστών και διαπράττονται στο σπίτι. Πιο σπάνιες είναι οι περιπτώσεις που οι πράξεις αυτές σημειώνονται σε δημόσιους χώρους. Οι περισσότεροι καμικάζι τρομοκράτες, πάλι, πιστεύουν ότι θα τιμώνται ως «μάρτυρες» μετά τον θάνατό τους και οι τρομοκρατικές οργανώσεις στις οποίες ανήκουν δημιουργούν διάφορα βίντεο με τον θάνατό τους ώστε να τους μιμηθούν κι άλλοι.
Η ιδέα ότι θα γίνουν διάσημοι μετά θάνατον στοιχειώνει και πολλούς μαζικούς δολοφόνους. Ο δολοφόνος του Columbine φανταζόταν ότι ο Στίβεν Σπίλμπεργκ και ο Κουέντιν Ταραντίνο θα συναγωνίζονταν ποιος θα εξασφάλιζε τα δικαιώματα να γυρίσει ταινία τη ζωή του.
Η απόφαση του Ανταμ Λάνζα να επιτεθεί στο δημοτικό σχολείο του Νιουτάουν ίσως να ήταν μια υπολογισμένη προσπάθεια να εξασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή προσοχή. Πολλοί διανοητικά διαταραγμένοι άνθρωποι είναι σε θέση να οργανώνουν στην εντέλεια τις επιθέσεις τους με έναν τέτοιο σκοπό. Το 2002, οι ελεύθεροι σκοπευτές Τζον Αλεν Μουχάμαντ και Λι Μπόιντ Μάλβο σκότωσαν πρώτα ένα μαθητή στην Ουάσινγκτον και στη συνέχεια έστειλαν ένα σημείωμα στην αστυνομία όπου έγραφαν ότι «τα παιδιά σας δεν είναι πλέον ασφαλή πουθενά». Ο Λάνζα ίσως να θεώρησε ότι ο μόνος τρόπος να εξασφαλίσει μεγαλύτερη προσοχή από το να σκοτώσει τυχαία αθώους ενήλικες είναι να σκοτώσει τυχαία αθώα παιδιά.
Ο καθηγητής, καταλήγει σημειώνοντας πως οι μαζικοί δολοφόνοι όπως ο Λάνζα δεν διαφέρουν πολύ από τους μαζικούς δολοφόνους σε άλλες χώρες. Οι διαφορές βρίσκονται στις πολιτιστικές δυνάμεις που τους υποκινούν και στις καταστροφικές συμπεριφορές που θέλουν να μιμηθούν. Έτσι, αν ο Λάντζα είχε γεννηθεί στη Γάζα ή τη Δυτική Όχθη, ίσως να είχε δέσει βόμβες γύρω από τη μέση του και να είχε τιναχθεί στον αέρα, σημειώνει χαρακτηριστικά.