Ενώ οι εθνικές δημοσκοπήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες έδιναν μέχρι πρόσφατα – κατά μέσο όρο – σταθερά προβάδισμα στον Μπαράκ Ομπάμα έναντι του Μιτ Ρόμνεϊ, ιδιαίτερα μετά τα συνέδρια των δύο κομμάτων, τρεις νέες δημοσκοπήσεις δείχνουν μια αλλαγή σκηνικού.
Δύο από αυτές, η μία για λογαριασμό του ινστιτούτου Gallup και η άλλη για το Reuters/Ipsos, δείχνουν ότι οι δύο αντίπαλοι είναι ισόπαλοι (με 47% η πρώτη και με 45% η δεύτερη). Ανάμεσά τους, μια άλλη δημοσκόπηση του Pew Center δίνει μια διαφορά τεσσάρων μονάδων υπέρ του Ρόμνεϊ (49% έναντι 45%).
Οι δημοσκοπήσεις αυτές έγιναν μετά το πρώτο ντιμπέιτ, που κατά γενική ομολογία κέρδισε ο ρεπουμπλικανός υποψήφιος.
Η δημοσκόπηση του Gallup έγινε στους εγγεγραμμένους ψηφοφόρους, ενώ η έρευνα του Pew Center αφορά τους πολίτες που είναι διατεθειμένοι να πάνε να ψηφίσουν. Η δημοσκόπηση του Reuters, πάλι, αφορά τους «πιθανούς ψηφοφόρους». Οι επόμενες δημοσκοπήσεις του Gallup θα ευθυγραμμιστούν πάντως μ’ εκείνες του Pew Center, κι αυτό αναμένεται να εξουδετερώσει το προβάδισμα που είχε ως τώρα ο Ομπάμα. Ο λόγος είναι απλός: όπως λέει η Σούζαν Πέιτζ, δημοσιογράφος της USA Today, οι Ρεπουμπλικανοί έχουν μεγαλύτερο κίνητρο να προσέλθουν στις κάλπες.
Για να είναι πιο αξιόπιστες οι μελέτες τους, σύμφωνα με το ΑΜΠΕ, τα ινστιτούτα δημοσκοπήσεων χρησιμοποιούν κι έναν άλλο αντισταθμιστικό μηχανισμό: την επιλογή του δείγματος με βάση τις πολιτικές θέσεις. Στη μεθοδολογία κάθε δημοσκόπησης, εκτός από τον αριθμό των ανθρώπων και τις ημερομηνίες, βρίσκει έτσι κανείς και το ποσοστό των ερωτώμενων που δηλώνουν Ρεπουμπλικανοί, Δημοκρατικοί ή ανεξάρτητοι.
Για παράδειγμα, το δείγμα της μελέτης του Pew Center περιλαμβάνει περισσότερους ψηφοφόρους που δηλώνουν Ρεπουμπλικανοί (36%) απ΄όσους δηλώνουν Δημοκρατικοί (31%), ενώ το 30% είναι ανεξάρτητοι. Σε δημοσκόπηση που είχε πραγματοποιήσει το ίδιο ινστιτούτο τον Σεπτέμβριο, και είχε δώσει 8 μονάδες διαφορά υπέρ του Ομπάμα, το δείγμα αποτελούνταν κατά 29% από Ρεπουμπλικανούς, κατά 39% από Δημοκρατικούς και κατά 30% από ανεξάρτητους.
Πώς και γιατί τα ινστιτούτα αποφασίζουν να αλλάξουν το δείγμα; «Η δημοσκόπηση είναι ένα μίγμα επιστήμης και τέχνης», απαντά ο δημοσιογράφος της Ουάσινγκτον Ποστ Κρις Τσιλίζα. «Πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπόψη η σύνθεση του εκλογικού συστήματος κατά το παρελθόν, η σύνθεση σήμερα και η σύνθεση που φαίνεται ότι θα έχει στις 6 Νοεμβρίου».
Εδώ και πολλούς μήνες, οι δημοσκοπήσεις που δίνουν προβάδισμα στον Ομπάμα τόσο σε εθνική κλίμακα όσο και στις επίμαχες πολιτείες επικρίνονται από τους Ρεπουμπλικανούς σχολιαστές, που θεωρούν ότι οι Δημοκρατικοί υπεραντιπροσωπεύονται στις έρευνες. Όπως επισημαίνει όμως ο Τσιλίζα, το γεγονός ότι η χώρα είναι εδώ και δέκα χρόνια «κομμένη στη μέση» δεν σημαίνει ότι το ίδιο πρέπει να γίνεται με τις δημοσκοπήσεις. Ιστορικά, περισσότεροι Αμερικανοί δηλώνουν Δημοκρατικοί. Μετά τις εκλογές του 2008, για παράδειγμα, το 39% των πολιτών που είχαν λάβει μέρος δήλωσαν Δημοκρατικοί, το 32% Ρεπουμπλικανοί και το 29% ανεξάρτητοι.
Γιατί λοιπόν το Pew Center αποφάσισε να ρωτήσει στην τελευταία του δημοσκόπηση περισσότερους Ρεπουμπλικανούς από Δημοκρατικούς; Μα επειδή περισσότεροι πολίτες δηλώνουν πιο κοντά στους Ρεπουμπλικανούς μετά το ντιμπέιτ, απαντά ο Τζον Κόεν της Ουάσινγκτον Ποστ. «Αντίθετα, μετά τη δημοσιοποίηση του βίντεο με το 47%, περισσότεροι πολίτες δήλωναν κοντά στους Δημοκρατικούς. Αλλαγές γίνονται σε ένα εκλογικό σώμα. Η μόνη σταθερά είναι η αλλαγή».
Σε τελευταία ανάλυση, η δημοσκόπηση δείχνει περισσότερο μια αλλαγή στην πρόθεση προσέλευσης στις κάλπες (που είναι ισχυρότερη στους Ρεπουμπλικανούς) παρά στην επιλογή του υποψηφίου.
Μια δημοσκόπηση δεν κρίνει τις εκλογές και θα πρέπει να περάσουν μερικές ημέρες ακόμη για να αξιολογηθούν οι πραγματικές συνέπειες του πρώτου ντιμπέιτ. Ο ειδικός των Νιου Γιορκ Τάιμς για τις δημοσκοπήσεις Νέιτ Σίλβερ επισημαίνει ότι κάθε ινστιτούτο δεν χρησιμοποιεί την ίδια μεθοδολογία και προβλέπει ότι σε λίγες εβδομάδες όλες οι δημοσκοπήσεις θα φτάσουν στον ίδιο αριθμό: προβάδισμα 2 μονάδων για τον Ομπάμα, όπως και πριν από τα συνέδρια. «Ένα τέτοιο αποτέλεσμα», λέει, «θα ήταν σύμφωνο με την ιστορία και με τη σημερινή εικόνα της οικονομίας».