Την επέμβαση τυμβωρύχων, που έδρασαν στη διάρκεια της ανέγερσης του τύμβου της Λαόνας στην Παλαίπαφο, με στόχο τον εντοπισμό των κτερισμάτων ταφικού θαλάμου, έφεραν στο φως οι αρχαιολογικές έρευνες του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Ο τύμβος, που λόγω του μνημειακού του μεγέθους (100μ x 60μ. x 10μ. ύψος) παραμένει μοναδικός στην Κύπρο, αναγνωρίστηκε το 2012 στο πλαίσιο του προγράμματος ανάλυσης τοπίου της πολιτείας της αρχαίας Πάφου, το οποίο διεξάγει από το 2006 η καθηγήτρια Μαρία Ιακώβου του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Μέχρι στιγμής, η ανέγερση του τύμβου τοποθετείται χρονολογικά στον 3ο αιώνα π.Χ., με βάση το τεκμήριο της κεραμικής.
Ωστόσο, όπως διαπιστώθηκε, οι τυμβωρύχοι προφανώς είχαν λάθος πληροφόρηση. Είναι πιθανόν ότι αυτός ήταν ο πραγματικός ρόλος του μνημείου (τύμβου): να παραπλανήσει. Συλημένος ή ασύλητος ο τάφικος θάλαμος ή το κενοτάφειο, εν ονόματι του οποίου κατασκευάστηκε ο τύμβος της Λαόνας εξακολουθεί να διαφεύγει από τους αρχαιολόγους.
Σύμφωνα με το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου, το φυσικό χαμηλό έξαρμα της Λαόνας, στο οποίο αναγέρθηκε ο τύμβος, είναι ορατό από το ιερό της Παφίας Αφροδίτης, από το οποίο απέχει σχεδόν ένα χιλιόμετρο. Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., η βασιλική δυναστεία της Πάφου ανέπτυξε ένα φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα στο οροπέδιο Χατζηαπτουλλάς, που πρέπει να λειτούργησε ως η ακρόπολη της κυπρο-κλασικής περιόδου, στο οποίο ανήγειρε ένα ανακτορικό οικοδόμημα και ένα μνημειακό σύμπλεγμα οικονομικών δραστηριοτήτων. Την ίδια περίοδο, έκτισε στη Λαόνα μια επιβλητική φρουριακή εγκατάσταση, η οποία μέχρι στιγμής αποκαλύφθηκε σε όλο το μήκος της ανατολικής πλευράς του λοφίσκου. Αργότερα, αυτό το φρουριακό συγκρότημα «θάφτηκε» κάτω από 13.700 κυβικά μέτρα φερτών χωμάτων με τα οποία αναγέρθηκε ο τύμβος. Γι’ αυτό και ένα σημαντικό τμήμα του φρουρίου σώζεται σε ύψος 6 μέτρων, γεγονός που το καθιστά ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της εποχής των κυπριακών βασιλείων.
Από το 2013, η έρευνα διεξάγεται στο ΝΑ τέταρτο του τύμβου. Σε απόσταση μόλις 12μ. νότια της κορυφής του που φτάνει στα 114 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, και σε βάθος που ξεπερνά τα έξι μέτρα, η αποστολή του Πανεπιστημίου Κύπρου εντόπισε μικρό λιθόκτιστο τετράγωνο μνημείο. Στόχος της φετινής έρευνας ήταν η ολοκλήρωση της ανασκαφής του μνημείου. Οι διαστάσεις του είναι μόλις 4.0 x 4.0 μ. και ήταν ήδη κατεστραμμένο όταν συσσωρεύτηκαν από πάνω του τα χώματα του τύμβου. Παρ’ όλα αυτά, η ανατολική όψη διατηρείται σε ύψος 3,5 μ. Διαθέτει ένα ψηλό βάθρο θεμελίωσης με αργούς λίθους και κόκκινο πηλό. Το μόνο τμήμα του μνημείου, που θα ήταν για ένα σύντομο χρονικό διάστημα ορατό, είναι το εξωτερικό με τους λαξευτούς λίθους. Κατά τα άλλα, δεν υπάρχει καμιά αντιστοιχία μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής δόμησης.
Σύμφωνα με το ΑΠΕ, η ολοκλήρωση της έρευνας επιβεβαίωσε ότι το δυσερμήνευτο αυτό μνημείο δεν κατασκευάστηκε για εσωτερική χρήση. Δεν περιείχε κανένα αντικείμενο και δεν έκρυβε ταφικό θάλαμο. Οι λίθινοι τοίχοι λειτουργούσαν ως κέλυφος γύρω από την επεξεργασμένη μάργα με την οποία ήταν επιμελώς γεμάτο από το επίπεδο του φυσικού βράχου μέχρι και πάνω από τα 3,5μ. ύψος που σώζεται η τοιχοποιία. Η επεξεργασία της μάργας (σκληρός φυσικός βράχος) φαίνεται ότι γινόταν σε ένα μακρόστενο σκάμμα/κανάλι στα ανατολική του μνημείου, το οποίο επικοινωνεί με το κέντρο του βάθρου θεμελίωσης.
Το μυστήριο της απουσίας του δυτικού τοίχου του μνημείου λύθηκε, όταν οι αρχαιολόγοι αναγνώρισαν στην νότια τομή του τύμβου, που είχε καλύψει το μνημείο την ανθρώπινη επέμβαση. Ο δυτικός τοίχος είχε καταστραφεί ως τη βάση θεμελίωσης πάνω στο φυσικό βράχο. Έτσι, επιβεβαιώνεται η επέμβαση επίδοξων τυμβωρύχων.
Το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου έχει ήδη προβεί σε κατάχωση του βάθρου θεμελίωσης της ανατολικής όψης καθώς και στην τοποθέτηση προσωρινού στέγαστρου για την προστασία και συντήρηση του μνημείου από τις καιρικές συνθήκες. Η έρευνα θα συνεχιστεί το 2019 με στόχο την αποκάλυψη της πορείας του κυπρο-κλασικού τείχους σε όλο το μήκος της βόρειας και βορειοδυτικής πλευράς.