Δικαστήριο της Γουατεμάλας απέρριψε την προσφυγή που είχε καταθέσει ο πρώην δικτάτορας Εφρέν Ρίος Μοντ (1982-1983), ο οποίος κατηγορείται για τέλεση γενοκτονίας μετά τη σφαγή 201 Ινδιάνων, με αίτημα να επωφεληθεί από την αμνηστία, η οποία είχε νομοθετηθεί στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν στη χώρα της Κεντρικής Αμερικής.

Το 1982 βρήκαν οικτρό θάνατο από τους ένοπλους κυβερνητικούς 201 Ινδιάνοι στην κωμόπολη Ντος Έρες, στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Μπάχιτα Βεραπάζ, 250 χλμ. βόρεια της πρωτεύουσας.

Η προσφυγή κατατέθηκε τον Ιούνιο από τους συνήγορους του δικτάτορα, οι οποίοι ζήτησαν υπαγωγή των πράξεων της προεδρίας του στις ευεργετικές διατάξεις του νομοθετικού πλαισίου για την αμνηστία, που ισχύει μετά το 1996 στη Γουατεμάλα και καλύπτει τη χρονική περίοδο 1960-1996.

Όμως, αυτό το πλαίσιο εξαιρεί ρητά «την τέλεση γενοκτονίας (όπως και τις εξαφανίσεις πολιτών και τους βασανισμούς) από τα απαλλασσόμενα ποινικής δίωξης εγκλήματα, καθιστώντας συγχρόνως σαφές ότι για τα ανωτέρω εγκλήματα δεν υπάρχει και (νομική) παραγραφή».

Τώρα ο δικτάτορας Μοντ, όπως ανέφερε στα τοπικά ΜΜΕ ο πολιτικός του φίλος Σέσαρ Καλδερόν, θα προσφύγει στο άμεσο μέλλον και στο Συνταγματικό δικαστήριο της Γουατεμάλας (Ανώτατο Δικαστήριο).

Στο μεταξύ, μέχρι να εκδικαστούν αυτές οι προσφυγές του δικτάτορα, έχει ανασταλεί η εναντίον του ποινική δίωξη, μεταδίδουν τοπικά μέσα ενημέρωσης.

Όπως εξηγούν, μόλις υποβλήθηκε η πρώτη από τις προσφυγές, την 27η Ιουνίου, η εν λόγω δίωξη ανεστάλη, εκκρεμούσης της εκδίκασης της προσφυγής, όπως είχε ανακοινωθεί τότε επίσημα.

Ο δικτάτορας Μοντ είναι, σήμερα, 88 ετών. Φέτος τελεί σε καθεστώς κατ’οίκον περιορισμού.

Τα μέσα ενημέρωσης της Γουατεμάλας αναφέρονται περιοδικά και στην προσωπική εμπλοκή του στη γενοκτονία στο γεωγραφικό διαμέρισμα Κιτσέ, το οποίο κατέβαλε πάρα πολύ σκληρό τίμημα καθ’ όλη την εμφυλιοπολεμική περίοδο και στο τέλος της είχε πληθυσμό λιγότερο κατά περίπου 200.000 ανθρώπους–μαζί με τις εξαφανίσεις.

Υπενθυμίζεται ότι για τη σφαγή στο Ντος Έρες πέντε υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί καταδικάστηκαν ο καθένας σε έξι χιλιάδες έτη κάθειρξης στη διάρκεια δικών που έγιναν πέρυσι και νωρίτερα φέτος.