O Γκεόργκι Ιβάνοφ είναι ο τέταρτος πρόεδρος της ΠΓΔΜ, ο οποίος εξελέγη στις 12 Μαΐου του 2009 και επανεξελέγη τον Απρίλιο του 2014. Μέχρι το 1990 υπήρξε ακτιβιστής στη «Λέγκα της Σοσιαλιστικής Νεολαίας της Γιουγκοσλαβίας». Στις 25 Ιανουαρίου 2009, το ισχυρότερο κόμμα στο κοινοβούλιο της χώρας του, το συντηρητικό VMRO-DPMNE, όρισε τον Ιβάνοφ υποψήφιο του κόμματος για τις προεδρικές εκλογές του 2009. Παρότι προτάθηκε ως υποψήφιος από το κυβερνών κόμμα VMRO-DPMNE, ο ίδιος δεν είναι μέλος του κόμματος. Οι δημοσκοπήσεις από τον Φεβρουάριο του 2009 έβλεπαν τον Ιβάνοφ ως τον επικρατέστερο προεδρικό υποψήφιο με την υποστήριξη του 27% των ερωτώμενων, με τον δεύτερο στη σειρά υποψήφιο να έχει την υποστήριξη μόνον του 13%. Στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας ο Ιβάνοφ είχε δηλώσει ότι αν εκλεγόταν Πρόεδρος, θα επεδίωκε μια συνάντηση με τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Κατά την ομιλία του στο κοινοβούλιο των Σκοπίων, όταν ανέλαβε επισήμως τα καθήκοντά του στις 12 Μαΐου του 2009, ανακοίνωσε τις προτεραιότητές του: ένταξη στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, οικονομική ανάκαμψη, εσωτερική σταθερότητα, βελτίωση των σχέσεων με τις γειτονικές χώρες και κυρίως με την Ελλάδα. Την ημέρα που ο Ιβάνοφ ανέλαβε επισήμως την προεδρία της χώρας του έστειλε μια επιστολή στον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, στην οποία υπογράμμιζε τον στόχο της χώρας του για ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ και για μια «αμοιβαία αποδεκτή λύση» στο ονοματολογικό με τη γειτονική Ελλάδα. Την επομένη της ορκωμοσίας του ταξίδεψε μαζί με τον πρωθυπουργό Νίκολα Γκρουέφσκι στις Βρυξέλλες για συναντήσεις με αξιωματούχους της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Ξεκίνησε την επαγγελματική του καριέρα το 1988 ως δημοσιογράφος και αργότερα έγινε διευθυντής του εθνικού ραδιοτηλεοπτικού δικτύου. Στη συνέχεια ξεκίνησε να διδάσκει Πολιτική Θεωρία και Πολιτική Φιλοσοφία στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου των Σκοπίων. Το 1999 διορίστηκε επισκέπτης καθηγητής στο Πρόγραμμα Νοτιοανατολικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ακολούθησε μια σειρά άλλων ακαδημαϊκών διορισμών σε πανεπιστήμια, μεταξύ άλλων, όπως της Μπολόνια και του Σεράγεβο. Το Πανεπιστήμιο Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου (UKIM) στα Σκόπια τον ονόμασε βοηθό καθηγητή το 1992 και καθηγητή το 2008. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του στα Μέσα Ενημέρωσης, παρέμεινε ενεργός πολιτικά. Μετά την κατάρρευση του μονοκομματικού μοντέλου και της καθοδηγούμενης οικονομίας της τότε Γιουγκοσλαβίας, ο ακτιβισμός του Ιβάνοφ στα κινήματα για τη νεολαία είχε ως στόχο την προώθηση του πολιτικού πλουραλισμού και της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς. Προχώρησε σε αυτή τη δραστηριότητα στο πανεπιστήμιο, όπου άρχισε να εργάζεται το 1995. Η διδακτορική διατριβή του επικεντρώθηκε στην οικοδόμηση της δημοκρατίας σε διαιρεμένες κοινωνίες, με βάση την περίπτωση της ΠΓΔΜ, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η κόντρα με τον Ζάεφ
Ο Ιβάνοφ ισχυρίζεται ότι προωθεί ένα μοντέλο της πολυεθνοτικής κοινωνίας και της Pax Europaea, μιας ενωμένης Ευρώπης που ζει εν ειρήνη και με σεβασμό στην ταυτότητα και στην ποικιλομορφία των εθνών της Ευρώπης. Κατηγορούμενος για ανοχή της διαφθοράς μεταξύ κυβερνητικών αξιωματούχων με την αμφιλεγόμενη απόφασή του στις 12 Απριλίου του 2017 να σταματήσει τις ποινικές διαδικασίες εναντίον 56 κορυφαίων πολιτικών και των συνεργατών τους, ο πρόεδρος Ιβάνοφ ισχυρίστηκε τότε ότι διεξάγεται «πόλεμος» εναντίον της χώρας, την οποία σκοπεύει να προστατεύσει. Για τους υποστηρικτές του, παρέμεινε πιστός στην εικόνα του ως συντηρητικός, μετριοπαθής πολιτικός, υπερασπιζόμενος τις παραδοσιακές αξίες και την αξιοπρέπεια της χώρας του. Οι επικριτές του υποστηρίζουν ότι η προεδρία δεν φαινόταν ποτέ τόσο αδύναμη σε σύγκριση με την εκτελεστική εξουσία, όπως λειτούργησε κατά τη διάρκεια των δύο θητειών του. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΝΑΤΟ προέτρεψαν ανοιχτά τον Ιβάνοφ, μετά τις τελευταίες εθνικές εκλογές του 2016 να συμμορφωθεί με το Σύνταγμα της χώρας και να επιτρέψει τη δημιουργία κυβέρνησης υπό την αντιπολίτευση, καθώς η χώρα αντιμετώπισε μια κρίσιμη δοκιμασία των δημοκρατικών κανόνων. Το κόμμα του Ιβάνοφ, VMRO-DPMNE, ήλεγχε την κυβέρνηση από το 2006 και έχει κυριαρχήσει σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική της χώρας από το 1990. Αλλά ενώ η κεντροδεξιά VMRO-DPMNE πήρε τις περισσότερες ψήφους στις βουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 2016, κερδίζοντας 51 έδρες, δεν κατάφερε να κυβερνήσει, αφού προϋπόθεση ήταν ένας συνασπισμός τουλάχιστον 61 βουλευτών. Η Σοσιαλδημοκρατική Ένωση Μακεδονίας (SDSM), η οποία ήρθε δεύτερη στις εκλογές με 49 έδρες, δήλωσε ότι είχε εξασφαλίσει συνασπισμό και ζήτησε από τον Ιβάνοφ εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον ηγέτη του κόμματος Ζόραν Ζάεφ. Ο Ιβάνοφ αψήφησε τις εκκλήσεις της ΕΕ, των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ να αφήσει τους σοσιαλδημοκράτες να σχηματίσουν κυβέρνηση. Ανέφερε ότι ένας τέτοιος συνασπισμός θα απειλούσε την ενότητα της χώρας, καθώς τα αλβανικά κόμματα θέλουν περισσότερα δικαιώματα για την κοινότητά τους και ευρύτερη χρήση της αλβανικής γλώσσας. Όμως οι υποστηρικτές της σημερινής κυβέρνησης λένε ότι ο Ιβάνοφ προσπάθησε να προστατέψει το δεξιό κόμμα VMRO-DPMNE, το οποίο κυβέρνησε την τελευταία δεκαετία και των οποίων οι ανώτεροι αξιωματούχοι τελούν υπό έρευνα για εκτεταμένη διαφθορά. Τελικά ο Ιβάνοφ αναγκάστηκε να δεχτεί την κυβέρνηση Ζάεφ, αλλά οι επικριτές του δεν σταμάτησαν ποτέ να τον θεωρούν «μαριονέτα» του Γκρουέφσκι. Μιλώντας από το βήμα της 73ης Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη τις παραμονές του δημοψηφίσματος στη χώρα του, ο Ιβάνοφ χαρακτήρισε τη συμφωνία των Πρεσπών «ώθηση για ιστορική αυτοκτονία» της ΠΓΔΜ, καλώντας παράλληλα τους συμπολίτες του να απέχουν από τη διαδικασία. «Ως πολίτης, έχω λάβει την απόφασή μου: στις 30 Σεπτεμβρίου, δεν θα πάω να ψηφίσω», είπε χαρακτηριστικά ο Ιβάνοφ και δήλωσε «πεπεισμένος πως εσείς, οι συμπολίτες μας, θα πάρετε επίσης αυτή τη συνετή απόφαση». Η συμφωνία αυτή «μας φέρνει σε κατάσταση τετελεσμένου γεγονότος: μας λέει ότι είμαστε πιο μικροί και πιο αδύναμοι και ότι πρέπει επομένως να δεχτούμε τη συμφωνία που θέλησε η Αθήνα», υπογράμμισε επίσης ο πρόεδρος της ΠΓΔΜ.