Πόσοι άνθρωποι πρέπει να υποστηρίξουν μια μειοψηφική άποψη ή μια νέα τάση για να ασκήσουν ουσιαστική επιρροή, έτσι ώστε στη συνέχεια να την καταστήσουν πλειοψηφικό ρεύμα και να επέλθει κοινωνική αλλαγή; Τουλάχιστον το 25%, δηλαδή ένας στους τέσσερις, είναι μια νέα επιστημονική απάντηση.
Αυτό το ποσοστό φαίνεται να χρειάζεται για να γείρει η ζυγαριά της κοινής γνώμης υπέρ μιας αλλαγής σε ευρύτερη κλίμακα, προκειμένου να επικρατήσει μια νέα νοοτροπία και πρακτική σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού.
Όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, όταν το μέγεθος μιας ακτιβιστικής ή άλλης δυναμικής μειοψηφίας υπέρ μιας κοινωνικής μεταρρύθμισης φθάνει το ένα τέταρτο του συνόλου της κοινότητας ή της κοινωνίας, τότε είναι δυνατό να καθιερωθούν νέες αντιλήψεις, συμπεριφορές και συνήθειες στην ευρύτερη ομάδα. Και αυτό μπορεί να ισχύει από τους χώρους εργασίας έως τις online κοινότητες στο διαδίκτυο και μια ολόκληρη χώρα, για θέματα από τον γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου έως τις ρατσιστικές ή σεξιστικές αντιλήψεις.
Αν, για παράδειγμα, σε μια επιχείρηση ή σε ένα επαγγελματικό χώρο (π.χ. καλλιτεχνικό) ή σε ένα χωριό, υπάρχουν συχνά περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης, αλλά οι περισσότεροι κάνουν τα στραβά μάτια, πόσοι άνθρωποι αυτού του χώρου πρέπει να αφυπνισθούν και να αντιδράσουν για να αλλάξει καθολικά η κατάσταση; Περίπου το 25%, σύμφωνα με τη νέα μελέτη, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Ντέιμον Σέντολα του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια των ΗΠΑ, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Science».
Εδώ και 50 χρόνια, οι κοινωνικοί και άλλοι επιστήμονες προσπαθούν να εντοπίσουν ποιο ποσοστό είναι το σημείο καμπής της κοινωνικής δυναμικής πέρα από το οποίο ανατρέπεται μια κατεστημένη άποψη και συμπεριφορά. Έχουν έως τώρα προταθεί διάφορα ποσοστά που κυμαίνονται από 10% έως 40%.
Είναι φανερό ότι η κοινωνική δυναμική στον πραγματικό κόσμο είναι πολύπλοκη και δεν μπορεί ένας επιστήμονας να επαναλάβει την ιστορία στο εργαστήριο, αλλά μπορούν να γίνουν πειράματα και έτσι να εξαχθούν συμπεράσματα. Αυτό έκανε η νέα έρευνα, που ζήτησε από δέκα ομάδες των 20 ατόμων η κάθε μία να «παίξουν» online σενάρια αλλαγής.
Από αυτό το παιχνίδι ρόλων διαπιστώθηκε ότι, όταν η μειοψηφική άποψη είχε κάτω του 25% της ομάδας, συνήθως αποτύγχανε στις προσπάθειές της για ευρεία αλλαγή, καθώς μπορούσε να μετακινήσει μόνο έως το 6% των υπολοίπων. Όταν όμως η μειοψηφία υπέρ της αλλαγής έφθανε το 25%, τότε υπήρχε μια ξαφνική αλλαγή στη δυναμική όλης της ομάδας και η πλειοψηφία (από το 72% έως το 100%) τασσόταν υπέρ της νέας άποψης.
Βέβαια στον πραγματικό κόσμο είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς πόσοι άνθρωποι πραγματικά υιοθετούν μια νέα άποψη και πόσο κοντά αυτή βρίσκεται στο όριο του 25%. Γι’ αυτό, όπως είπε ο Σέντολα, «δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζει μια κοινότητα πόσο κοντά είναι στο σημείο καμπής για να προκληθεί μεγάλης κλίμακας κοινωνική αλλαγή. Μερικές φορές μπορεί να κάνει τη διαφορά ακόμη και ένας μόνο άνθρωπος που θα προστεθεί, ώστε να ξεπεραστεί το 25».
«Η κλασική ανάλυση θεωρεί ότι πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ένα 51% για να ξεκινήσει μια πραγματική κοινωνική αλλαγή. Εμείς όμως βρήκαμε, θεωρητικά και πειραματικά, ότι ένα πολύ μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού είναι αρκετό για να φέρει μια αποτελεσματική αλλαγή» τόνισε ο Σέντολα, ο οποίος αυτό το μήνα εξέδωσε και βιβλίο με αυτό ακριβώς το θέμα («Πώς η συμπεριφορά εξαπλώνεται», εκδόσεις Πανεπιστημίου Πρίνστον).
Ένα βασικό συμπέρασμα από μελέτες αυτού του είδους είναι ότι αυτό που φαίνεται να αποτελεί καθαρά προσωπική προτίμηση κάθε ανθρώπου για διάφορα ζητήματα, στην πραγματικότητα δεν έχει να κάνει μόνο με το τι θέλει ο καθένας ως άτομο, αλλά επίσης με την αφανή – πλην τρομερά ισχυρή – κοινωνική δυναμική που αλλάζει τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς των ανθρώπων.
Όμως, σύμφωνα και με τον Σέντολα, ασφαλώς στον πραγματικό κόσμο δεν είναι εξίσου εύκολο η δυναμική αυτή να «δουλέψει» στα πάντα. Για παράδειγμα, στα θέματα θρησκευτικών πεποιθήσεων και πολιτικού προσανατολισμού, η αντίσταση στην αλλαγή είναι γνωστό ότι μπορεί να είναι μεγάλη.