Δύο Γάλλοι πρώην μυστικοί πράκτορες συνελήφθησαν και τέθηκαν υπό κράτηση, ως ύποπτοι για συνεργασία με τις κινεζικές μυστικές υπηρεσίες, μια υπόθεση «εξαιρετικής βαρύτητας» για τις γαλλικές αρχές, οι οποίες παραμένουν ασαφείς για το εύρος και την εμβέλεια της ενδεχόμενης προδοσίας.
Η πληροφορία, που αποκαλύφθηκε από τον Τύπο χθες βράδυ, επιβεβαιώθηκε εν μέρει στη διάρκεια της νύκτας από το υπουργείο Άμυνας και γαλλικές δικαστικές πηγές.
«Δύο Γάλλοι πράκτορες που ανήκουν στο υπουργείο [Άμυνας] και πιθανόν μία από τους συζύγους των πρακτόρων αυτών κατηγορήθηκαν για σοβαρά γεγονότα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πράξεις προδοσίας καθώς φέρονται ότι παρέδωσαν πληροφορίες σε μια ξένη δύναμη», δήλωσε σήμερα το πρωί στο τηλεοπτικό δίκτυο CNews η υπουργός Άμυνας Φλοράνς Παρλί.
Σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, οι δύο πράκτορες, που έχουν συνταξιοδοτηθεί, εργάζονταν για τη Γενική Διεύθυνση Εξωτερικής Ασφάλειας, τη DGSE, τη γαλλική υπηρεσία κατασκοπίας, που υπάγεται στο υπουργείο Άμυνας.
Τέθηκαν υπό επίσημη έρευνα στις 22 Δεκεμβρίου 2017 και δύο από αυτούς έχουν προφυλακιστεί, δήλωσε δικαστική πηγή την οποία επικαλείται το Γαλλικό Πρακτορείο.
Η εκπομπή Quotidien του τηλεοπτικού δικτύου TMC και η εφημερίδα Le Monde κάνουν λόγο για τέσσερα πρόσωπα τα οποία φέρονται να είχαν στρατολογηθεί από τις κινεζικές αρχές με σκοπό να κατασκοπεύσουν την εξωτερική υπηρεσία πληροφοριών της Γαλλίας για λογαριασμό του Πεκίνου, όμως καμία πηγή δεν έχει επιβεβαιώσει μέχρι τώρα στο AFP την ύπαρξη και τέταρτου ύποπτου προσώπου.
Απαντώντας σε ερώτηση του Γαλλικού Πρακτορείου για ενδεχόμενη επίσημη αντίδραση της Γαλλίας προς Κινέζους διπλωμάτες στο Παρίσι, το γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών δεν αντέδρασε αμέσως, σε μια ένδειξη της επιφυλακτικότητας της γαλλικής κυβέρνησης να μιλήσει για την υπόθεση αυτή, καθώς τα θέματα αυτά διευθετούνται γενικά με διακριτικότητα και το Πεκίνο είναι ένας σημαντικός οικονομικός και διπλωματικός εταίρος για το Παρίσι.
«Επαφίεται στη δικαιοσύνη να κρίνει πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να προβεί σε ανακοινώσεις», δήλωσε σήμερα το πρωί η Παρλί.
Απαντώντας σε ερώτηση στο Πεκίνο, ο εκπρόσωπος της κινεζικής διπλωματίας, Λου Κανγκ, είπε: «δεν γνωρίζουμε».
Καμία πληροφορία δεν έχει δοθεί επισήμως ούτε για τη διάρκεια ούτε για το είδος των πληροφοριών που μπορεί να διαβίβασαν οι ύποπτοι, όμως πηγή που πρόσκειται στην υπόθεση δήλωσε πως υπήρξε «επιβεβαιωμένη έκθεση» εμπιστευτικών πληροφοριών.
Σύμφωνα με μια άλλη πηγή που πρόσκειται στην υπόθεση, η δικαιοσύνη ζήτησε τον αποχαρακτηρισμό εγγράφων της DGCE από τις 6 Ιουλίου 2016 έως τις 19 Απριλίου 2017, αφήνοντας να εννοηθεί πως οι υποψίες αφορούν τουλάχιστον την περίοδο αυτή.
Ένας από τους υπόπτους πράκτορες υπηρετούσε στο Πεκίνο, σύμφωνα με την Quotidien, η οποία δεν έδωσε στοιχεία για τα καθήκοντα των υπολοίπων. Η υπουργός δεν επιβεβαίωσε την πληροφορία αυτή.
Η υπόθεση χαρακτηρίζεται αρκετά σοβαρή ώστε να προκαλέσει την έναρξη μιας δικαστικής διαδικασίας.
Δύο από τους τρεις υπόπτους διώκονται για «παράδοση σε μια ξένη δύναμη πληροφοριών πλήττοντας τα θεμελιώδη συμφέροντα του Έθνους» και «αποκάλυψη απορρήτων της Εθνικής Άμυνας», διευκρίνισε η δικαστική πηγή.
«Ένας από αυτούς τέθηκε επίσης υπό εξέταση για το έγκλημα της προδοσίας», πρόσθεσε.
Το τρίτο πρόσωπο –προφανώς η σύζυγος– τέθηκε υπό εξέταση για αποδοχή εγκλημάτων και αδικήματα προδοσίας» και τέθηκε υπό δικαστικό έλεγχο, σύμφωνα με την ίδια πηγή.
Σύμφωνα με το υπουργείο Άμυνας, η ίδια η DGSE εντόπισε τη διαρροή και «έφερε με δική της πρωτοβουλία τα γεγονότα αυτά σε γνώση του εισαγγελέα του Παρισιού».
«Είμαστε σε ύψιστη επιφυλακή», δήλωσε η υπουργός. «Ζούμε σε έναν επικίνδυνο κόσμο, και τέτοια πράγματα δυστυχώς μπορεί να συμβούν», είπε.