Ο Βλαντίμιρ Πούτιν επανεκλέγεται στην προεδρία της Ρωσικής Ομοσπονδίας συγκεντρώνοντας το 76,65% των ψήφων, με το 99% των εκλογικών τμημάτων να έχει ενσωματωθεί, γνωστοποίησε σήμερα η ρωσική εκλογική επιτροπή.
Τον ψήφισαν σχεδόν 55,5 εκατομμύρια Ρώσοι.
Ο κομμουνιστής υποψήφιος Πάβελ Γκρουντίνιν έλαβε το 11,82% των ψήφων, ο επικεφαλής του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος της Ρωσίας Βλαντίμιρ Ζιρινόφσκι συγκέντρωσε το 5,68%, ενώ η υποψήφια της Πρωτοβουλίας Πολιτών Ξένια Σόμπτσακ έλαβε το 1,66% των ψήφων, ανέφερε η Κεντρική Εκλογική Επιτροπή.
Ο Γκριγκόρι Γιαβλίνσκι, συνιδρυτής του κόμματος Γιάμπλοκο, έλαβε το 1,04% των ψήφων, ο Μπαρίς Τίτοφ το 0,75%, ο έτερος κομμουνιστής υποψήφιος Μαξίμ Σουράικιν 0,68% και ο Σεργκέι Μπαμπούριν 0,65%.
Το 2012, ο Βλαντίμιρ Πούτιν είχε κερδίσει τις προεδρικές εκλογές συγκεντρώνοντας το 63,6% των ψήφων.
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν κρατά τα κλειδιά του Κρεμλίνου για τέταρτη θητεία. Δηλαδή μέχρι το 2024, όταν θα είναι 72 ετών, και 25 χρόνια αφού ορίσθηκε διάδοχος του Μπορίς Γέλτσιν.
Πρώην αξιωματικός της KGB, ο Βλαντίμιρ Πούτιν, 65 ετών, ανέλαβε το 2000 την εξουσία μίας χώρας με αποσταθεροποιημένη ηγεσία και παραπαίουσα οικονομία. Για πλήθος συμπατριωτών του είναι ο άνθρωπος της σταθερότητας και μίας νέας ευημερίας χάρη στην εκμετάλλευση του πετρελαϊκού μπουμ επί σειρά ετών, αλλά για άλλους ευθύνεται για τη σαφή υποχώρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ελευθεριών στη χώρα του.
Στη διεθνή σκηνή, σύμφωνα με δημοσίευμα του Γαλλικού πρακτορείου Ειδήσεων, που αναμεταδίδει το αντίστοιχο Αθηναϊκό, αυτός που χαρακτήρισε τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης «τη μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα», έβαλε ως στόχο να επαναφέρει την επιρροή της Ρωσίας στον κόσμο μετά τη διάλυση την πτώση της ΕΣΣΔ και τα χαώδη χρόνια της περιόδου Γέλτσιν που ακολούθησαν.
Γεννημένος στις 7 Οκτωβρίου 1952 σε οικογένεια εργατών που έμενε σε διαμέρισμα του ενός δωματίου σε εργατική πολυκατοικία του Λένιγκραντ, ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν προοριζόταν για το Κρεμλίνο.
Από την νεανική του ζωή στους δρόμους του Λένιγκραντ, όπως δήλωσε το 2015, έμαθε ένα πράγμα: «Εάν ο καυγάς είναι αναπόφευκτος, χτύπα πρώτος».
Εφοδιασμένος με πτυχίο Νομικής, μπαίνει στην KGB, όπου γίνεται εξωτερικός πράκτορας. Θα σταλεί σε ένα ταπεινό πόστο στη Δρέσδη της Ανατολικής Γερμανίας από το 1985 μέχρι το 1990.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, ο πράκτορας της KGB μεταλλάσσεται σε σύμβουλο για τις εξωτερικές σχέσεις του τότε φιλελεύθερου δημάρχου της Αγίας Πετρούπολης Ανατόλι Σαμπτσάκ. Από εκεί αρχίζει η θεαματική άνοδός του.
Το 1996 καλείται να εργαστεί στο Κρεμλίνο. Το 1998 ορίζεται αρχηγός της FSB, διαδόχου της KGB, και μόλις έναν χρόνο αργότερα, ορίζεται πρωθυπουργός από τον Μπορίς Γέλτσιν.
Ο Γέλτσιν και το περιβάλλον του είχαν γοητευτεί από «τη διακριτικότητα και την αποτελεσματικότητα» του άνδρα αυτού με το γυμνό μέτωπο και το διαπεραστικό βλέμμα. Ορισμένοι συνεργάτες του Γέλτσιν θεωρούν τότε ότι θα μπορέσουν να τον χειραγωγήσουν εύκολα. Ο Πούτιν όμως ξεκινά μια επιχείρηση ανασύστασης μιάς ισχυρής και συγκεντρωτικής κρατικής εξουσίας και ενίσχυσης των προεδρικών εξουσιών.
Καλλιεργώντας ήδη την εικόνα του σκληρού, την 1η Οκτωβρίου 1999, έπειτα από ένα κύμα επιθέσεων, ξεκινά τον δεύτερο πόλεμο της Τσετσενίας, έναν αιματηρό πόλεμο που σημαδεύεται από τις ωμότητες του ρωσικού στρατού και τον τυφλό βομβαρδισμό του Γκρόζνι.
Ο πόλεμος αυτός θα γίνει το θεμέλιο της δημοφιλίας του στη Ρωσία και η βάση της εικόνας του ως ανθρώπου με σιδηρά πυγμή που δεν φοβάται τις δύσκολες αποφάσεις.
Οταν ο Μπορίς Γέλτσιν παραιτείται στο τέλος του 1999 και ορίζει διάδοχό του τον πρωθυπουργό του, ο Βαντίμιρ Πούτιν έχει ήδη γίνει ο ισχυρός άνδρας της Ρωσίας.
Εκλέγεται εύκολα το 2000 και επιταχύνει την εδραίωση της εξουσίας του βασιζόμενος στους κρατικούς θεσμούς ισχύος, τις μυστικές υπηρεσίες, την αστυνομία και τον στρατό, και στους ανθρώπους του στην Αγία Πετρούπολη.