Το στεγαστικό πρόβλημα έχει βρεθεί τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος, κυρίως λόγω της αύξησης των δαπανών στέγασης. Σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, το 2023 το ποσοστό του πληθυσμού που ζούσε σε νοικοκυριά όπου το στεγαστικό κόστος ήταν μεγαλύτερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους (ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης από το κόστος στέγασης) ανήλθε στο 28,5%. Παρά τη μείωση σε σχέση με το 2019, το ποσοστό αυτό παραμένει το υψηλότερο στην ΕΕ.
Επιπλέον, το κόστος στέγασης έχει σημαντική επίδραση στην ευημερία των πολιτών, ανάλογα με την εισοδηματική τους κατάσταση. Ενδεικτικά, το 2023 για τα άτομα που ανήκαν στο φτωχότερο 20% της κοινωνίας, το ποσοστό της υπερβολικής επιβάρυνσης του κόστους στέγασης ήταν 85,3% (ενώ στην ΕΕ ήταν 29,9%), ενώ για τα πιο πλούσια νοικοκυριά (το ανώτερο 20%) το ποσοστό ήταν μόλις 1,2% (σε σχέση με 0,7% στην ΕΕ).
Υπάρχουν επίσης σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάλογα με την ιδιοκτησία της κατοικίας. Το 2023 το ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης για τους ενοικιαστές ήταν 40,5% (το τέταρτο υψηλότερο στην ΕΕ), ενώ για τα άτομα που κατείχαν την κατοικία τους χωρίς δάνειο ή υποθήκη, το ποσοστό ήταν 23,7%, το υψηλότερο στην ΕΕ.
Σε επίπεδο περιφερειών, το υψηλότερο ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης από το κόστος στέγασης το 2023 καταγράφηκε στις περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας (34,8%), Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (32,7%) και Πελοποννήσου (31,8%). Αντίθετα, οι περιφέρειες Κρήτης (20,2%) και Ιονίων Νήσων (23,1%) είχαν τα χαμηλότερα ποσοστά, ακολουθούμενες από τις περιφέρειες Θεσσαλίας (23,9%), Νοτίου Αιγαίου (25%) και Ηπείρου (25,6%).
Η Αττική είχε ποσοστό 27,9%, κοντά στον εθνικό μέσο όρο (28,5%), ενώ οι περιφέρειες Στερεάς Ελλάδας και Βορείου Αιγαίου είχαν ποσοστό 27,7%. Οκτώ από τις δεκατρείς περιφέρειες παρουσίασαν υψηλότερα ποσοστά υπερβολικής επιβάρυνσης από το 2021, υποδεικνύοντας την όξυνση του στεγαστικού προβλήματος.
Μερικά από τα βασικά στοιχεία της έρευνας είναι:
ΑΕΠ – Επενδύσεις
Το 2024, η ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ, με την κατανάλωση να παραμένει ο κύριος παράγοντας της οικονομικής δραστηριότητας. Ωστόσο, το εισόδημα των μισθωτών έχει μικρή συμβολή στην αύξηση του ακαθάριστου εισοδήματος των νοικοκυριών και στην κατανάλωση.
Το 2023, οι πραγματικοί μισθοί συνέβαλαν μόλις κατά 1%, τα εισοδήματα των αυτοαπασχολούμενων κατά 1,76%, και τα κέρδη από τη διακράτηση πλούτου κατά 1,5%. Αυτά τα δεδομένα δείχνουν την άνιση κατανομή της ευημερίας στη χώρα.
Οι πραγματικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένουν από τις χαμηλότερες στην ΕΕ, με το γ’ τρίμηνο του 2024 να καταγράφει στασιμότητα. Η μεγαλύτερη αύξηση εντοπίζεται στις επενδύσεις σε κατοικίες. Το α’ εξάμηνο του 2024, οι επενδύσεις σε κατοικίες και κατασκευές αντιστοιχούσαν στο 5,2% του ΑΕΠ.
Παράλληλα, οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και οπλικά συστήματα ήταν 6,2% του ΑΕΠ, ενώ οι επενδύσεις σε προϊόντα διανοητικής ιδιοκτησίας παρέμειναν χαμηλές (2,4% του ΑΕΠ), κάτι που είναι κρίσιμο για την ποιοτική αναβάθμιση του παραγωγικού ιστού.
Η μεγάλη αύξηση των εισαγωγών διατήρησε το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε υψηλά επίπεδα, παρά τη βελτίωση στο ισοζύγιο ενέργειας. Το ισοζύγιο ενδιάμεσων προϊόντων διευρύνθηκε κατά 932 εκατ. ευρώ το α’ εξάμηνο του 2024 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2023.
Αυτό το αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα αποκαλύπτει την εξάρτηση της εγχώριας παραγωγής από εισαγόμενα ενδιάμεσα προϊόντα και υπογραμμίζει την ανάγκη για μια σύγχρονη βιομηχανική πολιτική.
Το δημόσιο χρέος παρουσίασε σημαντική αποκλιμάκωση, μειωμένο στο 163,6% του ΑΕΠ το β’ τρίμηνο του 2024 σε σχέση με 172,5% το 2023. Ωστόσο, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης παραμένει υψηλό, ακόμη και μετά την πανδημική κρίση.
Η χρηματοπιστωτική κατάσταση του ελληνικού δημόσιου τομέα είναι βελτιωμένη, αλλά παραμένει εύθραυστη. Ο δείκτης φερεγγυότητας του Δημοσίου εκτιμάται ότι θα ενισχυθεί το 2024 και το 2026.
Το εξωτερικό έλλειμμα παραμένει υψηλότερο από το 2019, ενώ το ισοζύγιο των επιχειρήσεων το α’ τρίμηνο του 2024 ήταν σχεδόν ισοσκελισμένο. Αυτό δείχνει ότι το έλλειμμα των νοικοκυριών είναι αυτό που προσδιορίζει τη μακροοικονομική κατάσταση της οικονομίας.
Πληθωρισμός
Τον Δεκέμβριο του 2024, ο ρυθμός πληθωρισμού διαμορφώθηκε στο 2,9% σε ετήσια βάση, από 3,7% τον Δεκέμβριο του 2023. Παρά την αποκλιμάκωση, ο πληθωρισμός εξακολουθεί να πλήττει την αγοραστική δύναμη των πολιτών, εντείνοντας την κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Ανάμεσα στις κατηγορίες αγαθών, οι μεγαλύτερες αυξήσεις σημειώθηκαν στις «Ένδυση και υπόδηση» (+31,3%), «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά» (+30,5%), «Στέγαση» (+24,3%), «Μεταφορές» (+23,8%) και «Ξενοδοχεία, καφέ, εστιατόρια» (+21,4%).
Ο χαμηλός μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα το 2023 ήταν 17.013 ευρώ, τρίτος χαμηλότερος στην ΕΕ, και η χώρα παρουσίασε μείωση του μισθού σε σχέση με το 2009, κατατάσσοντας την 24η στην ΕΕ το 2023.
Αγορά Εργασίας
Η αγορά εργασίας παρουσίασε βελτίωση το 2024, αν και η κατάσταση παραμένει εύθραυστη και σε απόσταση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι κλαδικές αλλαγές δείχνουν μια τάση προς την ενίσχυση του τομέα των υπηρεσιών, ενώ η απασχόληση στον δευτερογενή τομέα μειώνεται. Το ποσοστό των εργαζομένων σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας στην Ελλάδα ήταν μόλις 3,4% το 2023, δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ, και μόνο το 0,8% των εργαζομένων απασχολούνταν σε μεταποιητικούς κλάδους υψηλής τεχνολογίας.