Όταν τον περασμένο Αύγουστο η ‘Ανγκελα Μέρκελ καταδίκαζε τις συγκρούσεις μεταξύ εθνικιστών και αντιρατσιστών στο Σάρλοτσβιλ των ΗΠΑ, κάποιοι παραξενεύτηκαν ακούγοντάς την να ζητάει από τον Ντόναλντ Τραμπ «αποφασιστική και δυναμική αντίσταση στον ρατσισμό». Ως γενέτειρα του εθνικοσοσιαλισμού, η Γερμανία εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται συχνά με καχυποψία σε ό,τι αφορά την ακροδεξιά, την ρατσιστική βία και τον εθνικισμό.
Ακριβώς λόγω του βεβαρημένου ιστορικού της, η Γερμανία δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία – ή και ανασφάλεια – στο θέμα, ενώ η σχετική νομοθεσία είναι από τις αυστηρότερες στον κόσμο. Η εμφάνιση, για παράδειγμα, μιας οργάνωσης Νεοναζί στον δρόμο, με τα σύμβολα και τις σημαίες του Χίτλερ ή ο ναζιστικός χαιρετισμός – όπως συνέβη στο Σάρλοτσβιλ – είναι για την γερμανική πραγματικότητα αδιανόητα. Εκτός από την κατασκευή, πώληση, αγορά και χρήση των συμβόλων – ή των παραλλαγών τους – , η νομοθεσία απαγορεύει ακόμη και τις αντίστοιχες δηλώσεις και ασφαλώς τον περίφημο χαιρετισμό του Αδόλφου Χίτλερ, ενώ η άρνηση του Ολοκαυτώματος διώκεται αυστηρά, όπως και η «υποδαύλιση του μίσους». Όποιος προσβάλλει ένα άτομο ή μια ομάδα με βάση την εθνικότητα ή τη θρησκεία ή όποιος προσπαθεί να υποκινήσει εκδηλώσεις βίας, μπορεί να αντιμετωπίσει ποινή φυλάκισης ακόμη και πέντε ετών. Επιπλέον, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας έχει το δικαίωμα να απαγορεύει τη λειτουργία πολιτικών κομμάτων, αν εκτιμά ότι συνιστούν απειλή για τη δημοκρατία. Πριν από λίγους μήνες έφθασε μάλιστα πολύ κοντά στο να απαγορεύσει τη λειτουργία του Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος (NDP), το οποίο ωστόσο κρίθηκε τελικά μάλλον αμελητέο ως προς την επιρροή του και τη δυνατότητα να απειλήσει το κράτος δικαίου της Γερμανίας.
Όσο όμως και αν το γερμανικό νομικό και δικαστικό σύστημα προσπαθεί να αποκλείσει και την παραμικρή χαραμάδα δεξιού εξτρεμισμού και αναγωγών στο δυσάρεστο παρελθόν, δεν καταφέρνει να αποτρέψει την εμφάνιση και την ενίσχυση πολιτικών δυνάμεων που φλερτάρουν με ιδεολογίες λαϊκιστικές, ξενοφοβικές ή και ρατσιστικές, όπως η Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD), η οποία γεννήθηκε το 2013 για να διεκδικήσει την εκπαραθύρωση της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και θέριεψε το 2015, με το ξέσπασμα της προσφυγικής κρίσης και την υποδοχή εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων από την Γερμανία. Όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, είναι χαρακτηριστικό ότι η AfD απορρίπτει αυτές τις «ταμπέλες», δεν δείχνει ωστόσο μεγάλη σπουδή να αποκηρύξει οργανώσεις όπως η Pegida και το NDP, με μέλη των οποίων συχνά διαδηλώνει δίπλα-δίπλα – κυρίως κατά των ξένων.
Το νεοναζιστικό NDP
Το NDP ίσως είναι ό,τι πλησιέστερο στον ορισμό της έννοιας του Νεοναζισμού σήμερα στη Γερμανία. Αυτοπροσδιορίζεται ως «η μόνη σημαντική πατριωτική δύναμη της χώρας», θεωρεί μάρτυρα τον Ρούντολφ Χες, χαρακτήριζε τον Μπαράκ Ομπάμα απειλή για την «λευκή ταυτότητα» των ΗΠΑ, τάσσεται κατά της παγκοσμιοποίησης και της μετανάστευσης, ενώ υποστηρίζει τον παγγερμανισμό και τον ρεβιζιονισμό της ιστορίας της περιόδου 1930-1945 και φτάνει να απορρίπτει την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου ως «μη γερμανική», καθώς αγωνίζονται με αυτήν αρκετοί παίκτες με καταγωγή από άλλες χώρες.
Κατά καιρούς το κόμμα έχει κατορθώσει να εξασφαλίσει την εκπροσώπησή του σε τοπικά κοινοβούλια, ωστόσο το εκλογικό μέτρο του 5% το έχει ως τώρα εμποδίσει να φτάσει μέχρι το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, ενώ αυτή την περίοδο δεν διαθέτει βουλευτές σε κανένα κρατίδιο, παρά μόνο έναν ευρωβουλευτή. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, αριθμεί 4.000 μέλη σε όλη την Γερμανία, με μέσο όρο ηλικίας τα 37 έτη.
Την ίδια ώρα αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των οργανωμένων ακροδεξιών οι οποίοι υιοθετούν ακόμη και τη βία ως μέσο επιβολής της ιδεολογίας τους. Οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες υπολογίζουν ότι πρόκειται για περίπου 30.000 άτομα, συμπεριλαμβανομένων χούλιγκαν, σκίνχεντς και εκπροσώπων της ακροδεξιάς μουσικής σκηνής, οι οποίοι δεν προκαλούν ανησυχία μόνο λόγω της αριθμητικής τους ενίσχυσης, αλλά κυρίως λόγω της όλο και πιο επιθετικής συμπεριφοράς τους.
Ακούγεται παράδοξο, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι τυχαίο ότι η ακροδεξιά ανθεί κυρίως στα πρώην ανατολικά κρατίδια της Γερμανίας. Η επανένωση της χώρας δεν συνεπάγεται και την εξάλειψη των ανισοτήτων, με τα κρατίδια της πρώην ΛΔΓ να παραμένουν ο «φτωχός συγγενής» των δυτικών. Οι συνθήκες ανεργίας και κοινωνικού αποκλεισμού ευνοούν την ανάπτυξη κυρίως ξενοφοβικών τάσεων και κάπως έτσι φτάσαμε η AfD να αναδειχθεί πρώτο κόμμα στο κρατίδιο της Σαξονίας, με ποσοστό 27%, με την Δρέσδη να θεωρείται πλέον προπύργιο της ακροδεξιάς.
Το μικρό χωριό των Νεοναζί
Τίποτα, ωστόσο, δεν μπορεί να συγκριθεί με την περίπτωση του Γιάμελ, ενός μικρού χωριού στο Μεκλεμβούργο-Πομερανία, το οποίο έχει τα τελευταία χρόνια μετατραπεί σε «Ντίσνεϊλαντ» των Νεοναζί. Στην είσοδο του χωριού η υποδοχή γίνεται από ένα γκράφιτι που απεικονίζει μια οικογένεια-πρότυπο της άριας φυλής: Ξανθοί γονείς, ακόμη πιο ξανθά παιδιά, οικογένεια, πλατιά χαμόγελα. Από κάτω η επιγραφή: «ελεύθερο, κοινωνικό, εθνικό». Πιο πέρα πινακίδες που δείχνουν προς την Βιέννη και προς την γενέτειρα του Χίτλερ και κάθε τόσο γιορτές μνήμης και τιμής προς τον φύρερ. Κάθε χρόνο, για δύο μέρες, οι Νεοναζί του χωριού μετατρέπονται σε μειοψηφία, όταν μια οικογένεια κατοίκων που επιμένει να αντιστέκεται διοργανώνει αντιρατσιστικό μουσικό φεστιβάλ.
Η επανεμφάνιση της Combat 18
Η εξάρθρωση της ακροδεξιάς οργάνωσης «Combat 18 Hellas» συνέπεσε με την επανεμφάνιση της γερμανικής «αδελφής» οργάνωσης, η οποία λειτουργεί ως ο ένοπλος βραχίονας της απαγορευμένης από το 2000 οργάνωσης «Αίμα και Τιμή». Σύμφωνα με πρόσφατη απάντηση του υπουργείου Εσωτερικών της Έσσης σε ερώτηση βουλευτή των Φιλελευθέρων (FDP), πριν από λίγους μήνες εντοπίστηκαν 12 γερμανοί Νεοναζί οι οποίοι είχαν μεταβεί στην Τσεχία προκειμένου να εκπαιδευτούν στην χρήση πυροβόλων όπλων. Οι Νεοναζί ανήκαν στην “Combat 18”, η οποία, όπως και πολλές άλλες ομάδες εξτρεμιστών, παρακολουθείται πολύ στενά από τις γερμανικές υπηρεσίες.