Οι ξένοι επενδυτές δεν είδαν την απόπειρα ανεξαρτητοποίησης της Καταλονίας ως ένα Grexit, ένα Brexit ή ακόμα και ένα Frexit, παρόλο που ίσως είναι η χειρότερη πολιτική κρίση της Ισπανίας εδώ και δεκαετίες. Οι ξένοι κάτοχοι ισπανικών μετοχών και ομολόγων – και γενικά όσοι κατέχουν στοιχεία ενεργητικού της Ευρωζώνης – γρήγορα απέρριψαν τις συγκρίσεις με τις διαδοχικές κρίσεις χρέους που έπληξαν την Ευρωζώνη μεταξύ του 2010 και του 2012 σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters, που αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Παρόλο που η οικονομία της πλουσιότερης περιφέρειας της Ισπανίας είναι μεγαλύτερη από αυτή της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Φινλανδίας, οι μικρές μεταβολές στα ισπανικά και καταλανικά στοιχεία ενεργητικού μέχρι στιγμής δείχνουν ότι οι αγορές αντιμετωπίζουν την καταλανική κρίση ως ένα κυρίως εσωτερικό ζήτημα, με ελάχιστες έως καθόλου συστημικές απειλές για τις χώρες (της Ευρωζώνης), τις τράπεζες ή το ευρώ.
Ενώ ο ισπανικός χρηματιστηριακός δείκτης blue-chip IBEX έχει υποχωρήσει κατά 7% περίπου από τα υψηλά επίπεδα του έτους, συνεχίζει να είναι ενισχυμένος κατά 10% για το σύνολο του 2017. Το κόστος 10ετούς δανεισμού της ισπανικής κυβέρνησης και το επασφάλιστρο κινδύνου (risk premium) σε σύγκριση με τα αντίστοιχα γερμανικά είναι χαμηλότερα από αυτά που ήταν στις αρχές του έτους. Η ισοτιμία του ευρώ έχει επηρεαστεί ελάχιστα.
Το επίπεδο χρέους της Καταλονίας – περίπου 77 δισ. ευρώ – είναι περίπου το ένα τέταρτο αυτού της Ελλάδας. Από αυτό, 52,5 δισ. ευρώ – μόλις πάνω από τα δύο τρίτα – οφείλεται στην Ισπανία, επιπλέον 8,175 δισ. ευρώ σε εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, 6,018 δισ. ευρώ στον υπόλοιπο κόσμο και 10,035 δισ. ευρώ σε άλλους, σύμφωνα με στοιχεία από την ισπανική κεντρική τράπεζα.
Η διεθνής έκθεση είναι πολύ μικρή για να προκαλέσει τριγμούς στην ευρωζώνη στην περίπτωση μιας χρεοκοπίας της Καταλονίας, και ο αντίκτυπος στην Ισπανία θα είναι επίσης περιορισμένος. Το συνολικό χρέος της Καταλονίας αντιστοιχούσε μόλις στο 4,75% του συνολικού ισπανικού χρέους στα τέλη του 2016.
Μία ανεξαρτητοποίηση της Καταλονίας δεν θα οδηγούσε από μόνη της ούτε σε μια κρατική χρεοκοπία ούτε στην έξοδο μίας χώρας της ευρωζώνης, κάτι που προκάλεσε σύγχυση νωρίτερα αυτή την δεκαετία δεδομένων των φόβων για τον κίνδυνο αλλαγής νομίσματος, για προβλήματα στον τραπεζικό κλάδο και νομικά προηγούμενα.
Η οικονομική εμπιστοσύνη και οι επιχειρηματικοί κίνδυνοι για τις ισπανικές εταιρίες και τα νοικοκυριά ίσως είναι ένα θέμα ήσσονος σημασίας για όσους επενδύουν σε μετοχές, αλλά σε μεγάλο βαθμό αυτό αμβλύνεται αυτή τη στιγμή από μια εύρωστη παγκόσμια οικονομία και τον ταχύτερο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης των τελευταίων έξι και πλέον ετών στην ευρωζώνη.
Οι πιθανότητες για την απόσχιση ήταν πάντα ισχνές. Ένας από τους βασικούς επενδυτές σε ομόλογα της Καταλονίας πιστεύει ότι η προσπάθεια της περιοχής για ανεξαρτητοποίηση ήταν πάντα νομικά αμφίβολη.
«Η Ελλάδα ήταν μια πολύ διαφορετική περίπτωση – τέθηκε υπό αμφισβήτηση η ίδια η συμμετοχή της Ελλάδας στη νομισματική ένωση. Στην Καταλονία, η ανεξαρτησία ποτέ δεν προβλεπόταν από το Σύνταγμα, δεν υπήρχε νομική βάση», δήλωσε ο Μαρκ Ντάουντινγκ, διαχειριστής χαρτοφυλακίου στην BlueBay Asset Management, που είναι μακροπρόθεσμος επενδυτής στο καταλανικό χρέος.
Εάν τελικά η ανεξαρτησία της Καταλονίας ήταν ανέκαθεν απίθανη, τα υπόλοιπα είναι απλά «πολύ κακό για το τίποτα» για τις χρηματοπιστωτικές αγορές, δήλωσε ο Ντάουντινγκ. Οι αγορές πράγματι επιχείρησαν να τιμολογήσουν εκ νέου διάφορα ισπανικά στοιχεία ενεργητικού- αλλά λίγες από αυτές τις κινήσεις είχαν διάρκεια.
Η διαφορά μεταξύ των ομολόγων της Καταλονίας και της Ισπανίας διευρύνθηκε με ταχείς ρυθμούς στο υψηλότερο επίπεδο του τελευταίου και πλέον έτους μετά το απαγορευμένο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία την 1η Οκτωβρίου, καθώς οι επενδυτές απέσυραν κεφάλαια από το χρέος της περιοχής. Ωστόσο, τώρα, όχι μόνο αυτές οι απώλειες έχουν εκμηδενιστεί αλλά έχουν μειωθεί στο μικρότερο επίπεδό τους από τα μέσα του Ιουλίου, στις 250 μονάδες βάσης.
Οι ισπανικές τράπεζες που είχαν την έδρα τους στην Καταλονία, η Banco de Sabadell και η Caixa Bank, υπέστησαν μεγάλο πλήγμα κατά τη διάρκεια της κρίσης αλλά και οι δύο έκτοτε μετέφεραν την έδρα τους εκτός της περιοχής και η τιμή των μετοχών τους συνεχίζει να καταγράφει άνοδο άνω του 20% από τις αρχές του έτους.
«Είναι πολύ διαφορετική από τις άλλες κρίσεις που η ευρωζώνη αντιμετώπισε πρόσφατα», δήλωσε η Νάντια Γκάρμπι, οικονομολόγος στην Pictet Wealth Management. «Είναι κυρίως ένα εσωτερικό θέμα και ένα εθνικό ζήτημα για την Ισπανία. Δεν πιστεύουμε ότι, όπως έχουν τα πράγματα, θα οδηγήσει σε συστημική κρίση».
«Οι ισπανικές μετοχές ήταν η κατηγορία που επηρεάστηκε περισσότερο. Η επίπτωση στα ισπανικά ομόλογα ήταν σχετικά περιορισμένη και το ευρώ επηρεάστηκε κυρίως από την ΕΚΤ», δήλωσε ο Νίκολα Μάι, αναλυτής και διαχειριστής χαρτοφυλακίου στην Pimco, τον μεγαλύτερο παγκοσμίως επενδυτή σε ομόλογα που κατέχει και καταλανικό χρέος. Τα μέτρα νομισματικής στήριξης και το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας βοήθησαν να αμβλυνθεί η όποια πιθανή αστάθεια.
Επενδυτικό ενδιαφέρον υπάρχει για όλα τα κρατικά ομόλογα της νότιας Ευρώπης και το κόστος 10ετούς δανεισμού της Ισπανίας είναι κατά 13 μονάδες βάσης κάτω από το επίπεδο που ήταν πριν το δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου.
«Ως επενδυτές, βρίσκεστε σε ένα περιβάλλον, που ειλικρινά μοιάζει μάλλον καλό σε ό,τι αφορά τη μεταβλητότητα», δήλωσε ο Άντριου Μάλινερ, διαχειριστής χαρτοφυλακίου στην εταιρία Henderson. Ο βασικός ευρωπαϊκός δείκτης μεταβλητότητας είναι κοντά στο χαμηλότερο επίπεδό του από την περίοδο πολύ πριν την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Η Ισπανία ήταν από μια χώρες που υπέφερε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη το 2010-2012, βλέποντας το επίπεδο του χρέους της να σημειώνει άλμα από το 29% του ΑΕΠ στο 99% σήμερα, αφού αναγκάστηκε να αποδεχθεί ένα πρόγραμμα στήριξης από την ΕΕ για τη διάσωση των τραπεζών της. Πέρασε από χρόνια ύφεσης για ένα εξέλθει από το τούνελ ως μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες χώρες της ένωσης. Το 2018, ο ρυθμός ανάπτυξής της αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,4%, σύμφωνα με την Κομισιόν, πολύ πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης του 1,8%.