Όλα είναι τεράστια, θρυλικά και εξόχως ζοφερά γύρω από τον Cheung Tze-keung.
Το να πάρεις εξάλλου στο αμαρτωλό Χονγκ Κονγκ, μια περιοχή που ξέρει καλά από πολυτέλειες και υπερβολές, το παρατσούκλι «Μεγάλος Σπάταλος» (Big Spender), κάτι το ιδιαίτερο πρέπει να έχει το ξόδεμά σου. Και είχε!
Ο κακοποιός έπαιξε άλλοτε σε μια ζαριά σε καζίνο της Καμπότζης 12 ολόκληρα εκατ. δολάρια. Γιατί τα έβγαζε εξίσου εύκολα ίσως. Η ληστεία σε βαν χρηματαποστολής το 1991 του είχε αποφέρει 22 εκατομμύρια, ψιλοπράματα θα μου πείτε σε σχέση με τα όσα έβγαζε από τις απαγωγές, τις ένοπλες ληστείες, τη διακίνηση όπλων και εκρηκτικών, τους πληρωμένους φόνους και τις άλλες οργανωμένες δραστηριότητες του εγκληματικού του συνδικάτου.
Ο ίδιος κυκλοφορούσε εξάλλου με 11 πολυτελή αυτοκίνητα, μεταξύ αυτών και μια Lamborghini, και με αυτά και με εκείνα είχε γίνει ο πιο διαβόητος κακοποιός του Χονγκ Κονγκ. Και ο πλέον καταζητούμενος φυσικά, αν και λίγοι αστυνομικοί διευθυντές θα ήταν διατεθειμένοι να τα βάλουν με το μεγαλοαφεντικό μιας σπείρας που λειτουργούσε στο περιθώριο της κινέζικης μαφίας.
Αυτά είναι βέβαια γνωστά σήμερα. Μέχρι την ηχηρή του πτώση το 1998, λίγοι εκτός περιθωρίου γνώριζαν την πλήρη έκταση του εγκληματικού δαιμονίου που όλοι ήξεραν ως «Big Spender». Και ήταν μόνο στη δικαστική αίθουσα που θα ομολογούσε ο κακοποιός όχι μία, αλλά δύο εντυπωσιακές απαγωγές, μία το 1996 και μία το 1997. Το ένα θύμα ήταν ο Victor Li, ο 34χρονος γιος και κληρονόμος του πλουσιότερου ανθρώπου του Χονγκ Κονγκ, του λεγόμενου και «Σούπερμαν» Li Ka-shing. Ο άλλος ήταν ο 47χρονος κροίσος της κτηματομεσιτικής Walter Kwok Ping-sheung, επίσης γόνος βαθύπλουτης δυναστείας.
Τα λύτρα που απέσπασε ο Cheung από τις δύο αυτές απαγωγές ήθελαν να τα βάλουν στις σελίδες τους τα Ρεκόρ Γκίνες: 70 εκατ. δολάρια από τον Kwok, 130 εκατ. από τον Li. Και καθώς μιλάμε για πάνω από 1 δισεκατομμύριο στο τοπικό νόμισμα (δολάριο Χονγκ Κονγκ), ένα φορτηγό είχε παρκάρει έξω από το σπίτι του Li για κάμποσες ώρες μέχρι να φορτωθούν τα λεφτά!
Αυτός ήταν ο διαβόητος κακοποιός του Χονγκ Κονγκ που έπαιζε τη γάτα με το ποντίκι με τις αστυνομικές αρχές για δεκαετίες. Ακόμα και το 1991 που τον βούτηξαν για μια υπόθεση, δεν κατάφεραν να τον δέσουν με το έγκλημα, κι έτσι αφέθηκε τελικά ελεύθερος. Ή πλήρωσε, κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά.
Μέχρι να τον εκτελέσουν το 1998 ως τον Νο 1 δημόσιο κίνδυνο της Κίνας -το Χονγκ Κονγκ είχε περάσει το 1997 σε κινέζικα χέρια-, ο Cheung Tze Keung τα είχε καταφέρει και με το παραπάνω στο οργανωμένο έγκλημα του Χονγκ Κονγκ και μάλιστα χωρίς τη συνεργασία των μαφιόζικων Τριάδων και των άλλων πανεθνικών συνδικάτων εγκλήματος…
Γεννημένος στις 7 Απριλίου 1955 σε κινεζική επαρχία, μετακόμισε μικρούλης ακόμα με τους γονείς του στο αμαρτωλό Χονγκ Κονγκ. Και ήρθε σε επαφή με τις συμμορίες του δρόμου από νωρίς, αν και το έγκλημα κυκλοφορούσε πιθανότατα στο αίμα του, καθώς ο πατέρας του λειτουργούσε μια παράνομη χαρτοπαικτική λέσχη και έβαζε τον νεαρό Cheung να τον βοηθά στις απάτες του.
Ο μικρός αποδείχτηκε ξεφτέρι και σύντομα θα είχε τη δική του σπείρα. Μέχρι τα 16 του θα έρθει και η πρώτη καταδίκη, αν και δεν θα αποθαρρυνθεί. Συνέχισε να ζει ως επαγγελματίας τζογαδόρος και τσαλαβουτούσε στο έγκλημα, συνήθως τις κλοπές και τις ληστείες, αναλαμβάνοντας ολοένα και μεγαλύτερες δουλειές.
Το 1990, για παράδειγμα, έκλεψε κάτι ρολόγια Rolex αξίας 3 εκατ. ευρώ, όταν και μπήκε στα μεγάλα εγκληματικά σαλόνια. Τώρα συνεργαζόταν με τοπικούς «νονούς», καθώς έπρεπε να έχει την ευλογία τους για να συνεχίσει τις μεγάλης έκτασης επιχειρήσεις. Πλάι σε όλα έχτιζε τη δική του αυτοκρατορία, μια σπείρα ικανότατων μαφιόζων με την οποία ειδικεύτηκε στις ένοπλες επιθέσεις και το λαθρεμπόριο όπλων και εκρηκτικών υλών, όταν η φήμη του απλώθηκε σε όλη τη νοτιοανατολική Ασία.
Ο ίδιος ήταν εξαιρετικά αγαπητός τόσο ως συνεργάτης όσο και ως πελάτης. Ξόδευε αμύθητα ποσά στα καζίνο του Μακάο, έδινε συχνά στις ληστείες του κοινωνικό χαρακτήρα, μοιράζοντας επίσης αμύθητα ποσά σε φτωχούς και κατατρεγμένους, και όλα έμοιαζαν ελπιδοφόρα για το μέλλον.
Μπορεί να έχασε στις Φιλιππίνες 2 εκατ. δολάρια σε μια βραδιά και άλλα 16 εκατ. στη ρουλέτα την επομένη, το μετρητό δεν ήταν ωστόσο ποτέ πρόβλημα για τον ίδιο. Ζούσε πολυτελώς, οργάνωνε πανάκριβα τσιμπούσια, αγόραζε βίλες με τον σωρό και τον αναγνώριζαν όλοι στον δρόμο από τη φανταχτερή κατακίτρινη Lamborghini που οδηγούσε.
Και τότε άρχισαν να τον ακολουθούν οι παπαράτσι! Κάτι που τον έβαλε στο στόχαστρο των Αρχών. Και σίγουρα δεν τον βοήθησε καθόλου η επόμενη δουλειά του, μια ένοπλη επίθεση στις τράπεζες του αεροδρομίου του Χονγκ Κονγκ που του απέφερε περισσότερα από 20 εκατ. δολάρια και χαρακτηρίστηκε ως η πιο πετυχημένη εγκληματική μπάζα της νοτιοανατολικής Ασίας!
Η αστυνομία τον είχε βέβαια στο στόχαστρο, δεν έμοιαζε πάντως πρόθυμη να του χαλάσει τη ζαχαρένια. Κι εκείνος δεν κρατούσε φυσικά χαμηλό προφίλ, ίσα-ίσα. Το 1995 τον βούτηξαν για μια άλλη ένοπλη ληστεία σε βαν χρηματαποστολής και τον καταδίκασαν στα γρήγορα σε κάθειρξη 18 ετών. Αυτός θα έμενε όμως στη φυλακή μόλις 18 μήνες, καθώς δεν είχαν υπολογίσει τους μεγαλοδικηγόρους του.
Όταν αποφυλακίστηκε, ήταν εξαγριωμένος τόσο με την κυβέρνηση όσο και τους συνεργάτες του. Άρχισε λοιπόν τις εκκαθαρίσεις στη σπείρα του αλλά και τις εκδικητικές επιθέσεις στις αστυνομικές και πολιτειακές αρχές. Όταν μια μπουλντόζα γκρέμισε τον τοίχο της φυλακής που τον κρατούσαν και μια βόμβα κατέστρεψε ολοσχερώς το σπίτι του υπουργού Δημόσιας Τάξης, όλοι ήξεραν πού να κοιτάξουν για τον ένοχο.
Κι αυτό ακριβώς τον έκανε μοναδικό στα εγκληματικά χρονικά του Χονγκ Κονγκ! Την ώρα δηλαδή που οι άλλες μαφιόζικες σπείρες, ακόμα και οι παντοδύναμες Τριάδες, απέφευγαν να τα βάλουν με την αστυνομία και τα μεγάλα πολιτικο-οικονομικά τζάκια, ο Cheung τους μετέτρεψε σε στόχους του, δείχνοντας πως δεν φοβάται τίποτα και κανέναν. Και το μήνυμα έγινε κάτι παραπάνω από σαφές με τις δύο περιβόητες απαγωγές του, αυτές που θα τον εγκαθίδρυαν στην κορυφή του ασιατικού εγκληματικού κόσμου ως οι πλέον επικερδείς απαγωγές της Ιστορίας.
Ο γιος του εφοπλιστή Li Ka-shing απήχθη το 1996 και ο μεγιστάνας της κτηματομεσιτικής Walter Kwok το 1997. Αμφότεροι επιστράφηκαν σώοι και αβλαβείς, καθώς τα λύτρα πληρώθηκαν και με το παραπάνω και κανείς δεν ανέφερε τίποτα στην αστυνομία. Στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να περάσουν πολλά-πολλά χρόνια για να παραδεχθούν οι δύο δυναστείες πως είχαν πέσει θύματα απαγωγής.
Με τα 130 και τα 70 εκατ. δολάρια, αντίστοιχα, από τις δύο απαγωγές, ο Cheung άνοιξε ακόμα περισσότερο τα σκοτεινά φτερά του. Τώρα εκμεταλλευόταν τα κενά ασφαλείας στα σύνορα του Χονγκ Κονγκ και μετέφερε κλοπιμαία, όπλα και εκρηκτικά στην Κίνα. Είχε γίνει όμως πολύ μεγαλύτερος απ’ όσο μπορούσαν να δεχτούν όλοι οι γύρω του, από τις Αρχές που δεν έπαιρναν το κατιτίς τους και τη Μαφία που έχανε μερίδιο αγοράς, μέχρι και το μεγαλοκεφάλαιο που ανησυχούσε πια από τις απαγωγές και τις ληστείες.
Άλλη μια τολμηρή κίνηση του Cheung το 1998, όταν προσπάθησε αλλά απέτυχε να απαγάγει τη γενική γραμματέα του Νομοθετικού Συμβουλίου του Χονγκ Κονγκ, Anson Chan, ως αντίποινα για τη φυλάκιση συνεργάτη του, θα προσυπέγραφε την πτώση του. Αναγκάστηκε να καταφύγει στην Κίνα, όπου τον συνέλαβαν τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς με κατηγορίες για απαγωγές αλλά και κατοχή 800 κιλών εκρηκτικών υλών.
Η αστυνομία τον κυνηγούσε πλέον ανοιχτά. Κάτι είχε αλλάξει ξεκάθαρα στη στάση της, κάποιος πίεζε και μάλιστα πολύ να τον βουτήξουν. Σε μια κίνηση που εξέπληξε μάλιστα τη διεθνή κοινότητα, το Χονγκ Κονγκ δεν ζήτησε την έκδοση του εγκληματία, αφήνοντάς τον να περάσει από κινεζικό δικαστήριο. Εκείνος δεν καθυστέρησε καθόλου τις διαδικασίες, ομολογώντας από την πρώτη κιόλας μέρα της δίκης την ενοχή του, κι έτσι καταδικάστηκε στα γρήγορα και εκτελέστηκε ακόμα γρηγορότερα στο απόσπασμα στις 16 Δεκεμβρίου 1998.
Τόσο η κινεζική αστυνομία όσο και οι συνάδελφοί τους στο Χονγκ Κονγκ βάλθηκαν μετά να γκρεμίσουν το εγκληματικό του συνδικάτο και τα κατάφεραν σχετικά εύκολα. Σύντομα θα είχαν στα χέρια τους 32 συνεργάτες του Cheung, αλλά και 5 εκατ. δολάρια σε μετρητό, 11 πολυτελή αυτοκίνητα και μερικές δεκάδες κιβώτια οπλισμού και εκρηκτικών υλών.
Και πάνω που πήγαινε να καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός, άρχισαν να βγαίνουν στη δημοσιότητα οι λεπτομέρειες του πλέον διαβόητου χτυπήματός του, αυτή η απαγωγή των 130 εκατ. δολαρίων και οι επενδυτικές συμβουλές από τον μεγιστάνα…
Ο Cheung και οι συνεργοί του, οπλισμένοι με δύο AK-47, εφτά πιστόλια και τέσσερα αλεξίσφαιρα γιλέκα, απήγαγαν τον Victor Li ενώ επέστρεφε στο σπίτι από το γραφείο του στο κέντρο του Χονγκ Κονγκ. Τον έπιασαν, τον έδεσαν χειροπόδαρα, του έκλεισαν στόμα και μάτια, αν και η απαγωγή δεν θα κρατούσε παρά μία μόλις μέρα.
Ο μπαμπάς ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμος να πληρώσει το παχυλό ποσό, όσα μπορούσε τουλάχιστον να βρει. Χρόνια μετά τη θρυλική απαγωγή, ο ίδιος ο Li Ka-shing, σταθερά από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου εδώ και δεκαετίες, αποκάλυψε τις λεπτομέρειες που αφορούσαν στην απαγωγή του μεγάλου του γιου, Victor Li Tzar-kuoi. Τι κι αν είχαν περάσει 17 χρόνια, ο κροίσος τα θυμόταν όλα σαν να ήταν χθες.
Ήταν η πρώτη φορά που έβγαιναν στη δημοσιότητα τα «ψιλά» της επικερδέστατης απαγωγής. Ο ίδιος ο μπαμπάς διηγήθηκε πώς ο τολμηρός γκάγκστερ εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στο σπίτι του στις 23 Μαΐου 1996 για να απαιτήσει λύτρα 2 δισ. δολαρίων Χονγκ Κονγκ. Από τις διαπραγματεύσεις θα έπαιρνε τελικά λίγα παραπάνω από 1 δισ. δολάρια Χονγκ Κονγκ, κάπου 130 εκατ. ευρώ δηλαδή, ένα ποσό-«μαμούθ».
«Υπάρχει μετρητό μόνο για 1 δισ. δολάρια [Χονγκ Κονγκ]», θυμόταν να λέει ο μεγιστάνας στον απαγωγέα, «αν δεν είναι αρκετά, άσε με να πεταχτώ στην τράπεζα να πάρω τα υπόλοιπα». Και μετά τον συμβούλευσε σαν πατέρας που ήταν:
«Έχεις πάρει αρκετά λεφτά να περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου», του είπε ο κροίσος μη γνωρίζοντας προφανώς πως δεν ήταν ένας τυχάρπαστος κακοποιός που του έκατσε η απαγωγή αλλά ένας σωστός εγκληματικός εγκέφαλος: «Όσο προλαβαίνεις ακόμα, πέτα ψηλά και μακριά. Γύρισε φύλλο στη ζωή σου και γίνε καλός άνθρωπος. Αν τα ξαναθαλασσώσεις, κανείς δεν θα μπορέσει να σε σώσει».
«Πώς μπορείς και είσαι τόσο ήρεμος;», τον ρώτησε εντυπωσιασμένος ο Cheung. «Είναι γιατί είναι δικό μου το λάθος. Είμαι γνωστός άνθρωπος στο Χονγκ Κονγκ αλλά δεν έχω προστασία. Είναι κάτι που πρέπει να σκεφτώ», του απάντησε κοφτά ο Li Ka-shing.
Μόνο που η επαφή τους δεν τέλειωσε εκεί. Όπως είπαμε, πέρασαν κάμποσες ώρες μέχρι να φορτωθούν τα μετρητά στο φορτηγό και να επιστραφεί ο γιος, όταν και θα δεχόταν ένα τηλεφώνημα ο βαθύπλουτος πατέρας, ένα από αυτά που σίγουρα δεν θα περίμενε με τίποτα στη ζωή του.
«Γιατί μου τηλεφωνείς;», ρώτησε ο Li Ka-shing τη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής, καθώς ήξερε ότι ο Cheung είχε τσεπώσει το παραδάκι και υπολόγιζε πως θα είχε γίνει καπνός. «Κύριε Li», θυμάται ο κροίσος να του λέει ο μαφιόζος, «είμαι αρρωστημένος τζογαδόρος και έχω χάσει όλα μου τα λεφτά. Μπορείτε να μου υποδείξετε μερικές ασφαλείς επενδύσεις;»!
«Μπορώ μόνο να σε διδάξω πώς να γίνεις ένας καλός άνθρωπος, αν με ρωτάς άλλα πράγματα, φοβάμαι πως δεν έχω απάντηση. Έχεις μόνο έναν δρόμο, εγκατέλειψε άμεσα τη χώρα, αλλιώς το τέλος σου θα είναι λυπητερό».
Ο Li Ka-shing πέρασε το 1999 απορρίπτοντας φήμες για την εμπλοκή του στην καταδίκη και την εκτέλεση του Cheung. Τον κατηγορούσαν πως είχε πληρώσει τις κινεζικές αρχές ώστε να μη βγει ζωντανός από τη φυλακή ο κακοποιός. Και μπορεί να είχε πράγματι να κάνει με την ξαφνική πρεμούρα της αστυνομίας να συλλάβει τον «Big Spender» μετά την απαγωγή, καθώς η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είχε αλλάξει άρδην.
Δύο δεκαετίες αργότερα, τόσο ο 90χρονος πια πατέρας όσο και ο γιος σπανίως εμφανίζονται δημοσίως…