Πριν δέκα χρόνια ο Ν. Γκρουέφσκι και το κόμμα του VMRO αναλάμβαναν τα ηνία της ΠΓΔΜ, με καταστροφικά αποτελέσματα. Από πρότυπο χώρας υποψηφίας προς ένταξη στην ΕΕ, σήμερα θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα στην περιοχή γράφει στην ελληνική της έκδοση η Deutsche Welle.
Η ΠΓΔΜ υπήρξε κάποτε πρότυπο χώρας υποψήφιας προς ένταξη στην ΕΕ, από το οποίο όμως απομακρύνεται πλέον καθημερινά, δηλώνει ο Γερμανός υφυπουργός Εξωτερικών Μάιχελ Ροτ στην Deutsche Welle για να προσθέσει: «Σήμερα, η χώρα χάνει την εμπιστοσύνη που απέκτησε με πολύ κόπο».
Μόλις 2 εκατ. κατοίκους αριθμεί σήμερα η ΠΓΔΜ. Η πόλωση και το μίσος μεταξύ των πολιτικών αντιπάλων έχει φθάσει στο αποκορύφωμα. Η ανελέητη διαμάχη μεταξύ του συντηρητικού πρώην πρωθυπουργού Νίκολα Γκρουέφσκι και του σοσιαλδημοκράτη Ζόραν Ζάεφ μαίνεται ήδη εδώ και τρία χρόνια. Η χώρα προκαλεί συνεχώς πονοκεφάλους σε ΕΕ και ΗΠΑ.
Η κατάσταση δεν ήταν πάντα τόσο άσχημη όσο σήμερα. Λόγω της πολιτικής του πρώτου προέδρου της ΠΓΔΜ Κίρο Γκλιγκόροφ τη δεκαετία του ’90 απετράπη η εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Μια δεκαετία περίπου αργότερα η χώρα διολίσθησε σε μια ένοπλη διένεξη μεταξύ των αρχών ασφαλείας και Αλβανών εξεγερθέντων, η οποία τερματίστηκε μετά από ένα εξάμηνο με την υπογραφή ειρηνευτικής συμφωνίας. Ήδη το 2005 η ΠΓΔΜ αποκτούσε το στάτους του υποψηφίου προς ένταξη μέλους της ΕΕ, ως δεύτερη χώρα της πρώην Γιουγκοσλαβίας μετά την Σλοβενία.
Σημείο καμπής θεωρείται η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008. Η Ελλάδα άσκησε βέτο στην ένταξη της πΓΔΜ στην νατοϊκή συμμαχία λόγω του ζητήματος της ονομασίας. Το επεισόδιο αυτό ήταν η απαρχή μιας διαδικασίας για τον έλεγχο του κράτους από το κόμμα VMRO του Νίκολα Γκρουέφσκι, ξεκινώντας από την νομοθεσία και φθάνοντας μέχρι την δικαιοσύνη, δηλώνει ο Νίκολα Ντιμιτρόφ, πρώην πρέσβης της ΠΓΔΜ και επί χρόνια εκπρόσωπος της χώρας του στις διαβουλεύσεις με την Ελλάδα για το ζήτημα της ονομασίας.
Ο Γκρουέφσκι κατάφερε να αποσπάσει σημαντικά οφέλη για το κόμμα του απ’ όσα έγιναν στο Βουκουρέστι. Με όπλο του τον λαϊκισμό κατάφερε να νικήσει στις τρεις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Για να εκτονώσει την τεταμένη κατάσταση στη χώρα, η Κομισιόν πρότεινε το 2009 την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Ήταν όμως πολύ αργά πια, τονίζει ο Νίκολα Ντιμιτρόφ: «Το βέτο της Ελλάδας είχε ήδη ζημιώσει σημαντικά την αξιοπιστία των Βρυξελλών στην πΓΔΜ. Η ΕΕ δεν είχε πια επιρροή και κατά συνέπεια οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις δεν ήταν σε θέση να συμβάλλουν στην δημιουργία ενός κράτους δικαίου».
Όταν μετά τις εκλογές τον Δεκέμβριο του 2016 ο Γκρουέφσκι διαπίστωνε ότι δεν θα διέθετε πια πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, έπαιξε για μια ακόμα φορά το χαρτί της εθνικής συνείδησης. Από την μια μέρα στην άλλη δαιμονοποιούσε την πολιτική πλατφόρμα αλβανικών κομμάτων που δεν αποτελούσαν για εκείνον μέχρι εκείνη τη στιγμή πρόβλημα. Στόχος του μέσα από την νέα πόλωση ήταν να συσπειρώσει τους οπαδούς του και να αυξήσει τους υποστηρικτές του. Επίπτωση αυτής της πολιτικής ήταν οι σκηνές βίας που εκτυλίχθηκαν στις 27 Απριλίου στη βουλή στα Σκόπια. Όμως η προσπάθεια του Γκρουέφσκι να προκαλέσει εθνική κρίση απετράπη χάρη στην αποφασιστική παρέμβαση της διεθνούς κοινότητας.
Κατά την εκτίμηση του γερμανού σοσιαλδημοκράτη βουλευτή Γιόσιπ Γιουράτοβιτς «ο Γκρουέφσκι πρέπει να αποφασίσει είτε να λογοδοτήσει στις αρμόδιες αρχές για διαφθορά, είτε να επιτρέψει μια όξυνση της κρίσης σε τέτοιο βαθμό που κάποτε, πιθανότατα, να εμπλακεί ακόμα και σε εγκλήματα πολέμου».