Η Κίνα δηλώνει «εξαιρετικά ανήσυχη» από τις δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος απείλησε να συνάψει σχέσεις με την Ταϊβάν παραβιάζοντας τη θέση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής που ισχύει εδώ και τέσσερις δεκαετίες και τις δεσμεύσεις της Ουάσινγκτον απέναντι στο Πεκίνο.
Εάν η Ουάσινγκτον παραβιάσει αυτήν την δέσμευση, «δεν θα τίθεται πλέον θέμα υγιούς και κανονικής ανάπτυξης των σινο-αμερικανικών σχέσεων, ούτε διμερούς συνεργασίας σε σημαντικούς τομείς», προειδοποίησε ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών Τζενγκ Σουάνγκ κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου.
Σε συνέντευξή του στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο Fox, ο Ντόναλντ Τραμπ απείλησε να εγκαταλείψει την αρχή της «μίας Κίνας», την οποία το Πεκίνο επιβάλλει σε κάθε χώρα που διατηρεί μαζί της διπλωματικές σχέσεις. Η εφαρμογή της αρχής αυτής αποτελεί εμπόδιο για οποιαδήποτε επίσημη αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν, η οποία είναι χωρισμένη από την ηπειρωτική Κίνα από το 1949 και έκτοτε το Πεκίνο επιδιώκει την επανένωση με την υπόλοιπη Κίνα.
«Δεν ξέρω γιατί πρέπει να είμαστε συνδεδεμένοι με μία πολιτική “μίας Κίνας” , εκτός εάν κλείσουμε συμφωνία με την Κίνα για να εξασφαλίσουμε άλλα πράγματα, και στον τομέα του εμπορίου», δήλωσε ο Τραμπ, ο οποίος παραβίασε ήδη την αρχή της «μίας Κίνας» δεχόμενος τηλεφώνημα από την πρόεδρο της Ταϊβάν Τσάι Ινγκ-Γουέν.
«Το θέμα της Ταϊβάν αφορά την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Κίνας. Συνδέεται με τα θεμελιώδη συμφέροντα της Κίνας. Ο σεβασμός της αρχής της μοναδικής Κίνας αποτελεί το θεμέλιο της ανάπτυξης των σινο-αμερικανικών σχέσεων», υπενθύμισε ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών.
Η έκδοση ταμπλόιντ «The Global Times» που εκδίδεται από την εφημερίδα «People’s Daily» του κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, σε σχόλιο της χαρακτήρισε τον Τραμπ «αγαθό σαν παιδί στα ζητήματα διπλωματίας» τονίζοντας ότι η πολιτική της «μιας Κίνας» δε μπορεί «ούτε ν΄ αγοραστεί, αλλά ούτε και να πωληθεί».
Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, η Κίνα θα υλοποιήσει μια «αποφασιστικών πολιτικών σχετικά με την Ταϊβάν», ανέφερε χαρακτηριστικά η κινεζική εφημερίδα. «Θα αποδείξουμε ότι οι ΗΠΑ δε στάθηκαν ικανές να κυριαρχήσουν στο Στενό της Ταϊβάν, ενώ η επιθυμία του Τραμπ να πωλήσει την πολιτική της “μιας Κίνας” έναντι της εξυπηρέτησης εμπορικών συμφερόντων, είναι μια παιδική παρότρυνση», σχολίασε η ίδια εφημερίδα.
Ο Ουάνγκ Ουιγουέι, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο πανεπιστήμιο (Renmin University), τονίζει ο Τραμπ θα προφανώς θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει το ζήτημα της Ταϊβάν, προκειμένου να επιτύχει μία ευνοϊκή συμφωνία με τις ΗΠΑ στα θέματα του διμερούς εμπορίου. “Επιδιώκει να επιτύχει την καλύτερη δυνατή εμπορική συμφωνία με την Κίνα, προκειμένου να προωθήσει την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας,” δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ουιγουέι.
Από την άλλη μεριά, αρκετοί αναλυτές στις ΗΠΑ προειδοποιούν ότι είναι ενδεχόμενο να προκληθεί μία πολεμική αντιπαράθεση με την Κίνα, στην περίπτωση που η Ουάσιγκτον ασκήσει υπερβολικές πιέσεις στο ζήτημα της Ταϊβάν. “Η Κίνα είναι πιθανό ν’ αφήσει το σύνολο των διμερών σχέσεων της με τις ΗΠΑ να επιδεινωθεί, προκειμένου να υποστηρίξει την αποφασιστικότητά της στην υπόθεση της Ταϊβάν,” δήλωσε η Τζέσικα Τσεν Ουέις, αναπληρώτρια καθηγήτρια Κυβερνητικής Διοίκησης στο πανεπιστήμιο (Cornell University) με ειδίκευση και στον κινεζικό εθνικισμό. “Όταν η απόφαση για τον τερματισμό μιας πολιτικής πρακτικής που εφαρμόστηκε για δεκαετίες υλοποιείται μέσω μιας ελάχιστης προειδοποίησης και χωρίς άμεση επικοινωνία, αυξάνει τις πιθανότητες παρεξηγήσεων και εσφαλμένων υπολογισμών, δημιουργώντας το κατάλληλο περιβάλλον για μία κρίση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας για την Ταϊβάν,” εξηγεί η Τσεν Ουέις.
Ο Μάικ Γκριν, πρώην υψηλόβαθμος σύμβουλος στη διακυβέρνηση του Τζορτζ Μπους του νεότερου, δήλωσε ότι ο τερματισμός της πολιτικής της «μιας Κίνας» θα είναι ένα λάθος, καθώς θα προκαλέσει σοβαρές αναταράξεις στις διμερείς σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα, ενώ θα διαταράξει σοβαρά τη διμερή συνεργασία σε διεθνή θέματα, όπως αυτό, της Βόρειας Κορέας. Ωστόσο, ο Γκριν εκτιμά ότι ο Τραμπ δε σκοπεύει να τραβήξει μακρυά την υπόθεση αυτή, «εκτός από το να στείλει ένα μήνυμα προς το Πεκίνο ότι δε δέχεται υποδείξεις για το χειρισμό ζητημάτων όπως, αυτό της Ταϊβάν. Ο πρόεδρος Ομπάμα ήταν προσαρμοστικός ανάλογα με τις θέσεις του Πεκίνου στις αρχές της προεδρίας του, ενώ άλλαξε στάση όταν η Κίνα άρχισε να προωθεί τις διεκδικήσεις της, στη Νότια Σινική Θάλασσα», τονίζει ο Γκριν.