Οι απείθαρχοι επιβάτες συνιστούν μεγάλο πρόβλημα για τις αεροπορικές εταιρίες και το 40% από αυτές χρειάστηκε να αλλάξουν την πορεία μιας πτήσης το 2015 λόγω ενός επιβάτη που είτε ήταν βίαιος είτε μεθυσμένος είτε είχε πάρει ναρκωτικά στο 23% των περιπτώσεων, ανέφερε σήμερα η IATA.
Το 2015, 10.854 συμβάντα καταγράφηκαν από τη Διεθνή Ένωση Αεροπορικών Μεταφορών (IATA) και το «11% αυτών των συμβάντων ήταν σωματικές επιθέσεις».
Μελέτη η οποία πραγματοποιήθηκε σε 190 αεροπορικές εταιρίες μέλη της IATA αποκάλυψε ότι το 53% από αυτές θεωρούν πως η συχνότητα των ενεργειών αυτών έχει αυξηθεί στη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών.
Βάσει αυτής της μελέτης, η IATA εκτιμά ότι ένα συμβάν τέτοιου τύπου που διαταράσσει μια πτήση σημειώθηκε κάθε 1.205 πτήσεις το 2015.
Κατά την περίοδο 2007-2015, ένα τέτοιο συμβάν συνέβαινε κάθε 1.613 πτήσεις.
«Το 40% των εταιριών άλλαξαν την πορεία μιας πτήσης» το 2015 λόγω απείθαρχων επιβατών, υπογραμμίζει η IATA.
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων τα συμβάντα αυτά κατατάσσονται στο «επίπεδο 1»: πρόκειται για λεκτικές επιθέσεις ή για άρνηση να ακολουθηθούν οι οδηγίες του πληρώματος. Συνήθως, το προσωπικό καμπίνας, που είναι εκπαιδευμένο να τις αντιμετωπίζει, κατάφερε να επαναφέρει την ηρεμία.
Όμως στο 11% των περιπτώσεων, οι επιθέσεις έχουν φυσικό στόχο το πλήρωμα ή άλλους επιβάτες. Επίσης, μερικές φορές, αυτοί οι απείθαρχοι επιβάτες προκαλούν ζημιές στην καμπίνα του αεροσκάφους.
Η κατανάλωση αλκοόλ ή ναρκωτικών πριν από την επιβίβαση ή στη διάρκεια της πτήσης εν αγνοία του προσωπικού καμπίνας, απαντάται στο 23% των περιπτώσεων, σύμφωνα με την IATA.
Στο 60% των περιπτώσεων, οι δράστες δεν μπορούν να διωχθούν λόγω ενός νομικού κενού, δήλωσε η IATA η οποία κάλεσε τις κυβερνήσεις να εγκρίνουν νομικά εργαλεία προκειμένου τέτοιες ενέργειες να υφίστανται κυρώσεις.
Μεταξύ των πρωτοβουλιών κατά της υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ από τους επιβάτες, η IATA αναφέρει εκείνην στο αεροδρόμιο Γκάτγουικ του Λονδίνου το 2014 κατά του «binge drinking» (υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ) πριν από τις πτήσεις, η οποία οδήγησε στη μείωση του αριθμού των συμβάντων πάνω στα αεροπλάνα που κατευθύνονταν στην Ίμπιζα κατά 50%.