Η λέξη «berserk» έχει μείνει στα αγγλικά να υποδηλώνει τον «μαινόμενο», «έξω φρενών» ή «σε έξαλλη κατάσταση» άνθρωπο, άμεσο απότοκο της δράσης μιας θρυλικής κάστας πολεμιστών των Βίκινγκς που ποτίζονταν με παραισθησιογόνα και αντιμετώπιζαν τους πάντες στη μάχη.
Σύμβολο της ανεξέλεγκτης οργής αλλά και της δίψας για αίμα, οι Berserkers έμειναν στα ιστορικά κιτάπια ως υπεράνθρωποι πολεμιστές που αψηφούσαν εντελώς τις ζωές τους για την πρωτοκαθεδρία στη μάχη. Το ερώτημα που επιμένει ωστόσο ιστορικά είναι ένα, αν όντως υπήρξαν!
Ξέρουμε, για παράδειγμα, πως υπήρξαν μια σειρά από στρατιωτικοί θεσμοί στη Σκανδιναβία κατά την έναρξη της εποχής των Βίκινγκς, περί το 800 μ.Χ., και μια χούφτα από δαύτους εξελίχθηκαν προοδευτικά σε κανονικές κοινωνίες κάτω από την εξουσία ενός βασιλιά.
Συμβούλια σοφών και πολεμικές επιτροπές λειτουργούσαν πια ως αδελφότητες πολεμιστών που ορκίζονταν πίστη στον ηγεμόνα και διασφάλισαν τελικά τη μακροημέρευση των Βίκινγκς, την ίδια ώρα που οι σέχτες αυτές μετατράπηκαν σε πηγή εξουσίας για τους μεσαιωνικούς βασιλείς των λαών του ευρωπαϊκού Βορρά.
Αυτές οι ελίτ των ευγενών υπήρξαν πέραν αμφιβολίας. Υπήρξε όμως ταυτοχρόνως και μια σαφώς πιο μοχθηρή αδελφότητα πολεμιστών που δεν θα έβρισκε καμιά θέση σε κανέναν παράδεισο στη μεταχριστιανική ιστορία των Βίκινγκς; Ή αυτή ανασυγκροτείται αποκλειστικά από τη μυθιστορία των λαών του Βορρά, από λαϊκές διηγήσεις και παραδόσεις δηλαδή, που την απεικονίζουν ως μετενσάρκωση του Διαβόλου του ίδιου;
Φαίνεται πως πίσω από τον θρύλο και καλυμμένη με τον πέπλο του μύθου υπάρχει μια τέτοια καταγεγραμμένη ιστορία που θέλει μια ομάδα ανδρών να κείται στα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου και να ζει αποκλειστικά για τον πόλεμο, όπου και διακρινόταν για την εκστατική στρατιωτική μανία της.
Στις παρυφές της πραγματικότητας, οι Berserkers φορούσαν τις προβιές των λύκων, κατανάλωναν παραισθησιογόνες ουσίες και ορμούσαν στη μάχη για να στείλουν τον εχθρό στον άλλο κόσμο αλλά και τη δεοντολογία του πολέμου στα αζήτητα της Ιστορίας. Συνδεδεμένοι αναπόσπαστα με τη λατρεία του ανώτατου σκανδιναβικού θεού Όντιν, οι φαρμακεροί και καταστροφικοί Berserkers άφησαν τη δική τους ζοφερή κληρονομιά στην πολεμική ιστορία της Ευρώπης, κληροδοτώντας στην αγγλική γλώσσα τα όσα παράξενα τους ακολουθούν…
Berserkers, οι πολεμιστές του θρύλου
Στη μεσαιωνική σκανδιναβική αλλά και τευτονική ιστορία και μυθιστορία, οι Berserkers περιγράφονται ως μέλη μιας απείθαρχης σπείρας πολεμιστών που λατρεύουν τον Όντιν και υπηρετούν σε βασιλικές ή αριστοκρατικές αυλές ως σωματοφύλακες ή στρατιωτικά τάγματα, ενσταλάζοντας τον τρόμο σε όποιον είχαν απέναντί τους.
Για να είναι μάλιστα ακόμα τρομακτικότεροι στον εχθρό, δεν φορούσαν πανοπλίες ή τις παραδοσιακές φορεσιές του τόπου τους, αλλά αποκλειστικά τομάρια αρκούδων ή λύκων, απ’ όπου αντλούσαν εξάλλου και το όνομά τους («Berserker» στα παλαιά σκανδιναβικά σήμαινε αυτόν που φορά «γούνα αρκούδας»). Ούρλιαζαν σαν σκυλιά και προκαλούσαν ρίγη ανατριχίλας με τις πολεμικές ιαχές και τους τελετουργικούς χορούς τους και όλα φανέρωναν πως αυτοί οι πολεμιστές ήταν εκτός εαυτού, σαν να είχαν σεληνιαστεί δηλαδή και κυριαρχούνταν πια μόνο από οργή και δολοφονική μανία.
Κατόπιν δάγκωναν τις ασπίδες τους και ροκάνιζαν το δέρμα τους, πριν βγουν τελικά στο πεδίο της μάχης και σκοτώσουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Τα πολεμικά χαρακτηριστικά τους δεν αφήνουν και πολλά στη φαντασία: λέγεται πως μπορούσαν να κάνουν υπεράνθρωπα πράγματα και κανένα όπλο δεν φαινόταν ικανό είτε να τους σταματήσει είτε να τους βγάλει από την υπερβατική κατάστασή τους.
Ούτε η φωτιά ούτε οι σπαθιές τούς λάβωναν και συνέχιζαν το καταστροφικό τους έργο ακόμα και βαριά τραυματισμένοι. Εκεί που οι άλλοι θα πέθαιναν δηλαδή, οι Berserkers εξακολουθούσαν να μάχονται χωρίς πρόβλημα. Ο ισλανδός ποιητής και ιστορικός Snorri Sturluson (1179-1241 μ.Χ.) τους περιγράφει από πρώτο χέρι ως εξής: «Οι άντρες του [του Όντιν] όρμησαν μπροστά χωρίς πανοπλία, ήταν τρελοί σαν σκυλιά ή λύκοι, δάγκωναν τις ασπίδες τους και ήταν δυνατοί σαν αρκούδες ή άγρια βόδια σκοτώνοντας ανθρώπους με ένα χτύπημα, αλλά εκείνοι δεν πλήττονταν ούτε από φωτιά ούτε από σίδηρο».
Οι ιστορικοί θεωρούν ακριβείς τις περιγραφές του Sturluson και ισχυρίζονται ότι ήταν αυτή η «εκστατική κατάσταση» που τους έκανε να μοιάζουν υπεράνθρωποι. Και εδώ ακριβώς έχουν επικεντρωθεί οι έρευνες και οι θεωρίες, για το πώς έμπαιναν στην υπερβατική αυτή συνθήκη. Άλλοι λένε πως ήταν μαγεία, άλλοι πως ήταν αυθυποβολή, άλλοι πάλι πως ήταν η χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών αυτή που έδινε στους Berserkers τη θρυλική γενναιότητά τους.
Καλού κακού πάντως, ο Jarl Eirikr Hakonarson της Νορβηγίας έβγαλε εκτός νόμου το στρατιωτικό τάγμα το 1015 μ.Χ., όπως έκανε λίγο αργότερα και το νέο ισλανδικό σώμα νόμων. Μέχρι τον 12ο αιώνα, οι Berserkers ως οργανωμένο στρατιωτικό τάγμα ήταν παρελθόν.
Κανείς δεν είχε ξεχάσει βέβαια το θρυλικό τάγμα που έμπαινε πάντα επικεφαλής του στρατού, μπροστά από τις φάλαγγες για να αναχαιτίζει το κύριο λάκτισμα της αντίπαλης επίθεσης ή να μετατρέπεται σε κινητήριο μοχλό της νίκης. Άλλοι πάλι ιστορικοί θέλουν τους Berserkers να λειτουργούν ως δίκοπο μαχαίρι για τους στρατούς που τους είχαν στις τάξεις τους, μιας και ήταν απείθαρχοι και δεν ακολουθούσαν στρατηγικές μάχης και νόρμες.
Ο Όλαφ Β’ της Νορβηγίας τούς έβαλε, για παράδειγμα, μπροστά από το δικό του τάγμα στη μάχη του Stiklestad το 1030 μ.Χ., αντί όμως να κρατήσουν τις γραμμές άμυνας εκείνοι επιτέθηκαν, αφήνοντας έκθετο τον βασιλιά και προσυπογράφοντας έτσι την πτώση του.
Παρά τις αναποδιές, οι περισσότερες ιστορικές και μυθολογικές αναφορές τούς θέλουν συνήθως νικητές, κάνοντας ακόμα και υπεράριθμους στρατούς να τρέπονται σε φυγή μόλις αντίκριζαν απέναντί τους τους πολεμιστές με τις λυκο-προβιές…
Η αδελφότητα του λύκου
Από τις καταγραφές που ανασυγκροτείται η ιστορία τους, οι Berserkers εξελίχθηκαν προοδευτικά σε μια περιπλανώμενη κάστα επαγγελματιών πολεμιστών που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε όποιον πλήρωνε καλύτερα. Φορώντας το τομάρι της αρκούδας ή του λύκου, θεωρούσαν πως αποκτούσαν το πνεύμα του ζώου ενσαρκώνοντας τις δυνάμεις του.
Στις συλλογικές «Μυθολογίες των Παλιότερων Καιρών» αλλά και σε μεμονωμένες παραδόσεις των λαών του Βορρά, οι Berserkers εμφανίζονται συνήθως ως σωματοφύλακες του βασιλιά ή του πολεμάρχου, συχνά 12 μαζί να αποτελούν την προσωπική του φρουρά. Στις μάχες απεικονίζονται πάντως σαφώς περισσότεροι να αποτελούν διακριτό και ελίτ τάγμα κοντά συνήθως στον ηγεμόνα ή τον στρατηγό.
Ακόμα και σε ναυμαχίες έπαιρναν μέρος καραδοκώντας στην πλώρη, ώστε να είναι οι πρώτοι που θα αποβιβαστούν στο εχθρικό καράβι. Στη μάχη του Hafrsfjord το 872 μ.Χ., οι Berserkers εμφανίζονται κατά δωδεκάδες να δρουν σχετικά ανεξάρτητα από το υπόλοιπο στράτευμα του Harald Harfagre.
Οι παλιότερες μάλιστα πηγές που μας μιλούν για το επίλεκτο δολοφονικό τάγμα είναι ρωμαϊκές και μας έρχονται από τον 1ο αιώνα μ.Χ. Ο ιστορικός Πόπλιος Κορνήλιος Τάκιτος στη μονογραφία του «Γερμανία» περιγράφει τα ελίτ σώματα των γερμανικών φύλων της βόρειας Ευρώπης και αργότερα, στον 6ο αιώνα, ο βυζαντινός λόγιος Προκόπιος ο Καισαρεύς μάς λέει για τους «άγριους και παράνομους πολεμιστές» των Βορείων που έμπαιναν σχεδόν γυμνοί στη μάχη δείχνοντας πλήρη απαξίωση για τα τραύματά τους.
Ούτε περικεφαλαίες ούτε πανοπλίες φορούσαν και προστατεύονταν μόνο με ελαφρές δερμάτινες ασπίδες. Ο Προκόπιος μιλά για επίλεκτα τάγματα της Δανίας και της Νορβηγίας που έπαιρναν μέρος ακόμα και στον ρωμαϊκό στρατό και δεν αποκλείεται να εννοεί τους Berserkers.
Η παλιότερη άμεση πηγή που τους αφορά μας έρχεται από τον 9ο αιώνα. Είναι το επικό ποίημα «Haraldskvadet», που τιμά τα κατορθώματα του βασιλιά Χάραλντ Σίγκουρντσον και αναφέρεται στο ελίτ σώμα ως πολεμιστές ντυμένοι με προβιές λύκων που «κάνουν τα σιδερένια όπλα να τρέμουν».
Αναρίθμητες ακόμα σκανδιναβικές πηγές τούς μνημονεύουν και διακρίνουν μάλιστα μεταξύ «κανονικών πολεμιστών» και «Berserkers» (ή «λυκο-ντυμένοι», όπως αποκαλούνται συνήθως στις μυθολογίες των λαών του Βορρά)…
Τι γινόταν με τα μανιτάρια;
Η θεωρία για τα παραισθησιογόνα μανιτάρια δεν είναι εξίσου παλιά με τους Berserkers. Κυκλοφόρησε, όπως όλα δείχνουν, περί το 1784 και ήταν ιδέα ενός ιερέα (Οdmann), ο οποίος έψαχνε να εξηγήσει τα ανεξήγητα. Ακόμα και σαμάνοι από τη Σιβηρία επιστρατεύτηκαν για να δέσει το γλυκό, μιας και κάποιος έπρεπε να προμηθεύει τους αμανίτες στο ελίτ τάγμα.
Διάφορες ναρκωτικές ουσίες έχουν προταθεί όλα αυτά τα χρόνια για να εξηγήσουν την υπερβατική κατάσταση στην οποία έπεφταν οι Berserkers πριν τη μάχη. Μερίδα ιστορικών υποθέτει ότι άλειφαν τις ασπίδες τους με δηλητηριώδεις μύκητες που περιείχαν παραισθησιογόνους παράγοντες, γι’ αυτό και στις αναπαραστάσεις εμφανίζονται συνήθως να δαγκώνουν τις ασπίδες πριν ορμήσουν στον πόλεμο.
Αν το έκαναν, κανείς δεν ξέρει, καθώς οι μυθολογίες απάλειψαν βολικά αυτό το χαρακτηριστικό της πολεμικής τους ηθικής. Κι εδώ ακριβώς βασίζουν πολλοί ιστορικοί την πεποίθησή τους ότι τα μανιτάρια ήταν άγνωστα στους Berserkers, καθώς όπως λένε οι λαϊκές διηγήσεις δεν θα είχαν κανένα πρόβλημα να το αναφέρουν αν ήταν τόσο άμεσα συνδεδεμένο με την πολεμική κουλτούρα τους.
Αντ’ αυτού, οι σοβαροί μελετητές προτείνουν έναν τελετουργικό χορό πριν από τη μάχη που λειτουργούσε ως αυθυποβολή για την εκστατική μανία που ακολουθούσε. Όλοι πάντως συμφωνούν πως όταν έμπαιναν στη μάχη δεν ήταν ο ανθρώπινος εαυτός τους, γι’ αυτό και έκαναν ό,τι έκαναν. Ακόμα και για έναν Berserker που κράτησε ολόκληρο στρατό πάνω σε μια γέφυρα διηγούνταν οι Ισλανδοί, τραγουδώντας τις υπερφυσικές του δυνάμεις.
Ήταν μάλλον αυτός ο ψυχοκινητικός αυτοματισμός που τους μετάτρεπε σε τρόμο με σάρκα και οστά παρά τα ζουρλομανίταρα, αν και προφανώς κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος. Μια φορά πάντως, αυτοί οι θρυλικοί πολεμιστές, μισοί άνθρωποι-μισοί άγρια θηρία, δένουν σαφώς καλύτερα στον μύθο ως μαστουρωμένοι μανιταροφάγοι που κάνουν ό,τι κάνουν όντας σε ντελιριακή κατάσταση πανδαιμόνιου …