Σοκαρισμένη παρακολουθεί η Κίνα την υπόθεση με την αποτρόπαια δολοφονία 4 μικρών παιδιών από τη μητέρα τους, η οποία κατόπιν αυτοκτόνησε, ενώ την ίδια κατάληξη είχε και ο πατέρας που δεν άντεξε την τραγωδία.
Η 28χρονη Κινέζα, αφού της έκοψαν ένα επίδομα με το οποίο συντηρούσε την οικογένειά της, σκότωσε στα τέλη Αυγούστου τα τρία κορίτσια της, ηλικίας από 3 έως 6 ετών, καθώς και τον 5χρονο γιο της στο χωριό Αγκουσάν, στη φτωχική επαρχία Γκανσού, όπως αποκάλυψε η αστυνομία. Η Γιανγκ Γκαϊλάν έβαλε κατόπιν τέλος στη ζωή της πίνοντας ένα μπουκάλι με φυτοφάρμακο. Ο άνδρας της, ο 31χρονος αγρότης Λι Κεγίνγκ, αυτοκτόνησε και αυτός 15 ημέρες αργότερα, αφού κήδεψε τα παιδιά και τη γυναίκα του.
Οι τοπικές αρχές, που έχουν ξεκινήσει έρευνα για την υπόθεση, διευκρίνισαν ότι το επίδομα που έπαιρνε η οικογένεια είχε κοπεί από το 2014. Σύμφωνα με τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης, η οικογένεια του Κεγίνγκ ήταν μια από τις πιο φτωχές του χωριού.
Η επιτροπή του χωριού είχε κρίνει όμως ότι το εισόδημα του νοικοκυριού τους ήταν πάνω από το επίπεδο της φτώχειας, δηλαδή τα 2.300 γουάν (περίπου 300 ευρώ) κατ’ έτος και κατ’ άτομο.
Πολλά κινεζικά μέσα ενημέρωσης υποστηρίζουν ότι ουσιαστικό ρόλο στην τραγωδία διαδραμάτισε η διαφθορά. Συγγενείς των θυμάτων άφησαν να εννοηθεί ότι το επίδομα κόπηκε επειδή η οικογένεια δεν δωροδόκησε κάποιους τοπικούς αξιωματούχους.
Η υπόθεση βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων στους ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης της Κίνας. «Ζούμε σε μια βάναυση κοινωνία που τρώει τα παιδιά της», γράφει ένα σύνθημα που έχει γίνει viral στο Weibo, το κινεζικό αντίστοιχο του Twitter.
Η κατάσταση αυτή «αντικατοπτρίζει με ακρίβεια την οδυνηρή πραγματικότητα της έκτασης της φτώχειας στην Κίνα», έγραψε ο Σιανγκ Σονγκτσούο, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Αγροτικής Τράπεζας της Κίνας. «Από τη μία οι διεφθαρμένοι αρμόδιοι που καταχρώνται εκατοντάδες εκατομμύρια με κάθε ευκαιρία και οι πλούσιοι που δαπανούν χιλιάδες καθημερινά, διαγωνιζόμενοι για το ποιος θα καταφέρει να ξοδέψει τα περισσότερα, απέναντι σε εκείνους που ζουν σε τέτοια φτώχεια που χάνουν κάθε ελπίδα», πρόσθεσε.
Η τραγωδία «συγκλόνισε τους κατοίκους των αναπτυσσόμενων πόλεων στα ανατολικά της χώρας», σημείωσε ο Ντανγκ Γκουογίνγκ, ένας ειδικός της Κινεζικής Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών, μιλώντας στην εφημερίδα Global Times. «Επειδή οι περισσότεροι από εμάς δεν είμαστε καν σε θέση να φανταστούμε ότι εκατομμύρια Κινέζοι ζουν σε τέτοιες συνθήκες φτώχειας στην επαρχία, ενώ η χώρα έχει αναδειχθεί σε δεύτερη οικονομική δύναμη του πλανήτη», εξήγησε.
Η Γιανγκ, ο Λι και τα τέσσερα παιδιά τους ζούσαν μαζί με τη γιαγιά και τον πατέρα της Γιανγκ σε ένα πλίνθινο σπίτι με χωμάτινο πάτωμα. Τρεις αγελάδες και δώδεκα κοτόπουλα ήταν η περιουσία τους, τα πολυτιμότερα αγαθά τους.
Η 28χρονη γυναίκα ζούσε ακόμη όταν την βρήκε η γιαγιά της, ετοιμοθάνατη και λουσμένη στο αίμα των μικρών παιδιών της. «Γιατί δεν μου άφησες τουλάχιστον τη Γιφάν;» ούρλιαξε η ηλικιωμένη γυναίκα αναφερόμενη στο μεγαλύτερο από τα κορίτσια, αυτό που αγαπούσε περισσότερο και με το οποίο μοιραζόταν το ίδιο κρεβάτι κάθε νύχτα.
Η Γιανγκ μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Δεν αρνήθηκε τη φροντίδα των γιατρών, όμως τους επαναλάμβανε διαρκώς: «Μη με σώσετε».
Η Κίνα χαλάρωσε την πολιτική του ενός παιδιού, όμως ακόμη και τις δεκαετίες που εφαρμοζόταν ο νόμος, στην επαρχία υπήρχε κάποια ανοχή όταν η οικογένεια αποκτούσε και δεύτερο παιδί, ιδίως αν το πρώτο ήταν κορίτσι. Σε κάποιες ξεχασμένες γωνιές, όπως στο Αγκουσάν, τα πάμφτωχα ζευγάρια, μην έχοντας τα οικονομικά μέσα για αντισύλληψη, αποκτούσαν πολλά παιδιά.