Τουλάχιστον 120 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην Ιταλία εξαιτίας του σεισμού που έπληξε τη χώρα τις πρώτες πρωινές ώρες σήμερα, ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι.
Παράλληλα, η κεντρική Ιταλία είναι μια από τις πιο σεισμογενείς ζώνες του κόσμου και η ορεινή ραχοκοκαλιά της χώρας δονείται συχνά στον ρυθμό του Εγκέλαδου. Οι περισσότεροι από τους σεισμούς αυτούς είναι τόσο αμελητέοι που δεν γίνονται καν αισθητοί στα χωριουδάκια της περιοχής και καταγράφονται μόνο από τα ειδικά μηχανήματα. Όμως σήμερα η ζώνη αυτή χτυπήθηκε και πάλι από έναν φονικό σεισμό που σκότωσε περισσότερους από 70 ανθρώπους και ισοπέδωσε εκατοντάδες κτίρια.
Καθώς παρόμοιοι σεισμοί είναι αναπόφευκτο ότι θα συμβούν και στο μέλλον, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η Ιταλία θα μπορούσε να κάνει πολύ περισσότερα για να προστατεύσει τις ζωές και τις περιουσίες των ανθρώπων.
«Η Ιταλία περιμένει έναν σεισμό μεγέθους πάνω από τους 6,3 βαθμούς περίπου κάθε 15 χρόνια. Αυτό το γεγονός θα πρέπει να ενθαρρύνει τη δημιουργία μιας κουλτούρας πρόληψης και προστασίας», τόνισε επικεφαλής των ερευνών του ιταλικού Γεωλογικού Ινστιτούτου, ο Φάμπιο Τορτορίτσι.
Ο σεισμός που σημειώθηκε τα ξημερώματα ήταν μεγέθους 6,2 βαθμών και προερχόταν από εστιακό βάθος μόλις 10 χιλιομέτρων, σύμφωνα με το αμερικανικό Γεωλογικό Ινστιτούτο USGS. Ήταν δηλαδή ρηχός, γεγονός που ενισχύει την καταστροφική δύναμή του.
«Η οροσειρά των Απεννίνων που διατρέχει τη ραχοκοκαλιά της Ιταλίας τεντώνεται σταδιακά σε βορειοανατολική-νοτιοδυτική κατεύθυνση από τις τεκτονικές δυνάμεις, σε ρυθμό που φτάνει περίπου τα 3 χιλιοστά κατ’ έτος» εξήγησε ο Ρίτσαρντ Γουόλτερς, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Επιστημών της Γης του Ντέραμ, στη Βρετανία. «Αυτή η βραδεία επέκταση συσσωρεύει πίεση στον φλοιό της γης, η οποία εκτονώνεται με σεισμούς όπως ο σημερινός», πρόσθεσε.
Η δόνηση αυτή ήταν η πιο καταστροφική στην Ιταλία από το 2009, όταν ένας σεισμός σκότωσε περισσότερους από 300 ανθρώπους, άφησε 55.000 άστεγους και ισοπέδωσε την ιστορική πόλη Λ’ Άκουιλα του 13ου αιώνα. Η τραγωδία εκείνη αποκάλυψε και πάλι την ευπάθεια των υποδομών της χώρας αφού τόσο σύγχρονα όσο και παλιά κτίρια, όπως εκκλησίες, νοσοκομεία και μια φοιτητική εστία, καταστράφηκαν από τον σεισμό.
Μια έρευνα που είχε γίνει το 2008 από ειδικούς στον τομέα της πολιτικής προστασίας αποκάλυψε ότι μόνο το 14% των κτιρίων στην πιο σεισμογενή ζώνη της χώρας ανταποκρινόταν στα αντισεισμικά πρότυπα. Την ίδια χρονιά εισήχθη ένας νέος οικοδομικός κανονισμός που επέβαλε πολύ υψηλότερα πρότυπα για τα νέα κτίρια – όμως τα υπόλοιπα, σπίτια, καταστήματα και γραφεία παρέμειναν εκτεθειμένα στη σεισμική δραστηριότητα.
Μια αναφορά που δόθηκε στη δημοσιότητα τον περασμένο μήνα από την ένωση ασφαλιστικών εταιρειών της Ιταλίας υποστήριζε ότι τα δύο τρίτα όλων των δήμων της χώρας βρίσκονται σε σεισμογενείς ζώνες. Αντίστοιχο ήταν και το ποσοστό των κτιρίων που κατασκευάστηκαν χωρίς να διαθέτουν αντισεισμική προστασία.
«Κάποια πράγματα άλλαξαν, αλλά μπορούν να γίνουν περισσότερα», υπογράμμισε ο Τορτορίτσι. «Το πραγματικό πρόβλημα έγκειται στις ιδιοκτησίες που χτίστηκαν πριν από τη δεκαετία του 1970, όταν δεν υπήρχε κανένας αντισεισμικός κανονισμός. Η χώρα καλύφθηκε με τσιμέντο, το οποίο έχει μια πολύ συγκεκριμένη διάρκεια ζωής», πρόσθεσε.
Τυχόν μέτρα για την ενίσχυση των παλαιότερων κτιρίων σε όλη την Ιταλία ώστε να γίνουν ασφαλέστερα είναι δεδομένο ότι θα συναντούσαν έντονες αντιδράσεις, λόγω του τεράστιου κόστους που θα είχε η προσπάθεια να καταστούν αντισεισμικά τα μεσαιωνικά χωριουδάκια και τα αναγεννησιακά ανάκτορα χωρίς να απολέσουν τη γοητεία τους.
Περιστοιχισμένος από τα χαλάσματα στο χωριό Αρκουάτα ντι Τρόντο, ο 65χρονος Αλτιέρο Τσινάλια εκφράζεται μοιρολατρικά για το ενδεχόμενο εισαγωγής μέτρων «τύπου Ιαπωνίας» στην Ιταλία. «Τι μπορούμε να κάνουμε; Δεν γίνεται να γκρεμίσουμε όλα τα παλιά κτίρια για να χτίσουμε καινούργια. Αυτές οι πόλεις ζουν από τον τουρισμό το καλοκαίρι και οι τουρίστες θέλουν να βλέπουν τα παλιά, όμορφα κτίρια. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα», τόνισε.