Η αιματηρή επίθεση στο Ορλάντο έδωσε την ευκαιρία στον Ντόναλντ Τραμπ ν’ αξιοποιήσει πολιτικά την απειλή των τζιχαντιστών, αιτιολογώντας την εξαγγελία του για την προσωρινή απαγόρευση εισόδου των μουσουλμάνων στις ΗΠΑ.
Ο εκκεντρικός δισεκατομμυριούχος προσπαθεί με τον τρόπο αυτό να ενισχύσει τον προσανατολισμό της προεκλογικής του εκστρατείας, αλλά και να διατηρήσει την προβολή του στα αμερικανικά τηλεοπτικά δίκτυα, στις εφημερίδες, αλλά και το διαδίκτυο.
Η τακτική αυτή μπορεί να του εξασφαλίσει τις ψήφους των Αμερικανών ψηφοφόρων που αποφασίζουν και λειτουργούν εν θερμώ, παρά το γεγονός ότι πολλά μέτωπα μεταξύ του Τραμπ και ηγετικών κύκλων των Ρεπουμπλικάνων, παραμένουν ανοιχτά.
Μια χαμένη ευκαιρία
«Πρόκειται για μια χαμένη ευκαιρία να παρουσιάσει μια διαφορετική εικόνα. Επενδύει σε πολιτικές με τις οποίες είμαι αντίθετος και δε λύνουν το πρόβλημα» δηλώνει ο Πίτερ Φίβερ υψηλόβαθμο στέλεχος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, επί προεδρίας του Τζορτζ Μπους.
Ο Τραμπ από την πλευρά του δήλωσε χθες σε ομιλία του στο Νιου Χαμσάιρ ότι θα προχωρήσει σε αναστολή της μετανάστευσης από χώρες οι οποίες «έχουν αποδεδειγμένο ιστορικό τρομοκρατίας» κατά των ΗΠΑ. Τόνισε επίσης ότι οι ακραίοι μουσουλμάνοι μετανάστες «προσπαθούν να πάρουν τα παιδιά μας και να τα πείσουν για τον ιδανικό χαρακτήρα του Ισλαμικού Κράτους».
Μετά τις τραγικές εξελίξεις στο Ορλάντο της Φλόριντα, η χθεσινή ομιλία του Ντόναλντ Τραμπ ήταν βιαστικά προσανατολισμένη από την αρχική επιλογή της άσκησης κριτικής κατά της Χίλαρι και του Μπιλ Κλίντον, στην κατεύθυνση μιας ισχυρής προειδοποίησης για την απειλή από τους Ισλαμιστές μαχητές.
Από την άλλη μεριά, παρά το γεγονός ότι την ευθύνη για την επίθεση ανέλαβε το Ισλαμικό Κράτος, οι Αμερικανοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι τα κίνητρα του Ομάρ Ματίν παραμένουν απροσδιόριστα, καθώς δε φαίνεται να είχε άμεσες σχέσεις με την αναφερόμενη παραπάνω τρομοκρατική ομάδα, που εδρεύει στη Συρία. Οι εκτιμήσεις των αμερικανικών αρχών ασφαλείας συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι ο Ματίν έγινε εξτρεμιστής μέσω του διαδικτύου.
Αλλαγή προσανατολισμού
Πριν μία εβδομάδα, η προεκλογική καμπάνια του Ντόναλντ Τραμπ ήταν αντιμέτωπη με δύο σοβαρές προκλήσεις. Ο εκκεντρικός δισεκατομμυριούχος βρισκόταν στο επίκεντρο πολιτικής κριτικής ηγετικών κύκλων του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, για τον επιθετικό τόνο της ρητορικής του, αλλά και τα σχόλια του για την ισπανόφωνη καταγωγή του ομοσπονδιακού δικαστή Γκονζάλο Κουρίελ, ενώ παράλληλα η Χίλαρι Κλίντον προηγούνταν με ποσοστό ασφαλείας στις παναμερικανικές δημοσκοπήσεις.
Ωστόσο, ο τακτικός επαναπροσδιορισμός της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ γύρω από τις προκλήσεις της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, του δίνει την ευκαιρία να διευρύνει την επιρροή του στους αναποφάσιστους ψηφοφόρους, αλλά και στα επίπεδα εξουσίας των Ρεπουμπλικάνων που ασχολούνται με τα ζητήματα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί χαρακτηρίζεται από την “αστάθεια” στις σχέσεις μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και της ηγεσίας των Ρεπουμπλικάνων, που κρίνουν τις επιλογές του, ανάλογα με τη δυνατότητα πρόσβασης ή μη που του δίνουν για το Λευκό Οίκο. Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο δύσκολη από την κριτική που ασκείται στους συμβούλους του.
Μεροληπτικός και μικροπρεπής
Ο Μαξ Μπουτ είναι συντηρητικός που ασκεί επιρροή εντός του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων -CFR) δηλώνει ότι η τραγωδία στο Ορλάντο «θα μπορούσε να δώσει στον Τραμπ μια ευκαιρία να προσεγγίσει τους Ρεπουμπλικάνους με το βασικό επιχείρημα καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Αντ’ αυτού γίνεται μεροληπτικός και μικροπρεπής» τονίζει ο Μπουτ.
Ο Μπουτ επικρίνει τον Τραμπ για τη βιασύνη του να διασυνδέσει την επίθεση στο Ορλάντο με την εμπλοκή εξτρεμιστικών ισλαμικών στοιχείων λίγες ώρες μετά, αλλά και να ζητήσει αναγνώριση στο Twitter σχετικά με τις προειδοποιήσεις του κατά των απειλών αυτών. Ο Τραμπ έγραψε σε ανάρτησή του στο Twitter: «Δέχομαι συγχαρητήρια που αποδείχτηκα σωστός για την ακραία ισλαμική τρομοκρατίας». Το σχόλιο μου «έχει να κάνει με το χαρακτήρα του, που είναι απαίσιος» εξηγεί ο Μπουτ.
Ο Τραμπ έχει προκαλέσει ανησυχία στους ηγετικούς κύκλους των Ρεπουμπλικάνων μέσω των εξαγγελιών του, για επαναδιαπραγμάτευση των διεθνών εμπορικών συμφωνιών, την απαίτησή του για την κατασκευή τείχους στα σύνορα με το Μεξικό, το κόστος κατασκευής του οποίου θα πρέπει να καλύψει η μεξικανική κυβέρνηση, αλλά και τη διαρκή αμφισβήτηση των υφιστάμενων πυλώνων της αμερικανικής εθνικής ασφάλειας, τόσο στο ΝΑΤΟ, όσο και στην Ασία.
Η πρόκληση: Τραμπ!
Ο Έλιοτ Κοέν, υψηλόβαθμος αξιωματούχος του αμερικανικού υπουργείου των Εξωτερικών στη διακυβέρνηση Μπους χαρακτήρισε τις δηλώσεις του Τραμπ για την τραγωδία στο Ορλάντο ως καιροσκοπικές και ρηχές και όχι ως την αντίδραση που οι «Αμερικανοί περιμένουν από έναν πρόεδρό τους».
Ο Λανχί Τσεν υψηλόβαθμο στέλεχος της προεκλογικής εκστρατείας του Μιτ Ρόμνεϊ το 2012, εκτίμησε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δε θα μπορέσει ν’ αναδιαμορφώσει την πολιτική εικόνα του. «Παρά το γεγονός ότι μια τοποθέτηση όπως αυτή που έκανε στις περισσότερες περιπτώσεις μπορεί ν’ αναθεωρήσει μια υφιστάμενη κατάσταση, νομίζω ότι η πρόκληση με τον Ντόναλντ Τραμπ έχει πάντοτε να κάνει με το ποιος είναι ο ίδιος στην πραγματικότητα» τονίζει ο Τσεν.
Η δυναμική υποστήριξη των ψηφοφόρων
Ωστόσο, οι πολιτικοί αναλυτές επισημαίνουν ότι η ψυχολογία των ψηφοφόρων είναι διαφορετική. Έτσι, η γρήγορη άνοδος του Τραμπ εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος οφείλεται (μερικώς) στο σκληρό τόνο της ρητορικής του, κατά των μεταναστών και των προσφύγων. Μετά τις δηλώσεις του Τραμπ για τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, αλλά και στην Καλιφόρνια και την εξαγγελία του για την προσωρινή απαγόρευση της εισόδου των μουσουλμάνων στις ΗΠΑ, τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις (Reuters/Ipsos) αυξήθηκαν κατά 30 μονάδες έναντι των λοιπών υποψηφίων για το προεδρικό χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων, κατά τις εβδομάδες που ακολούθησαν τις επιθέσεις.
Οι ψηφοφόροι του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος υποστηρίζουν δυναμικά τις απόψεις του Ντόναλντ Τραμπ για το χειρισμό των ζητημάτων που σχετίζονται με την τρομοκρατία. Το μήνα που διανύουμε, τα 2/3 των Ρεπουμπλικάνων δήλωσαν ότι συμφωνούν με τις εξαγγελίες του Τραμπ για την προσωρινή απαγόρευση της εισόδου των μουσουλμάνων στις ΗΠΑ.
Σε παναμερικανικό επίπεδο, ποσοστό 42% των Αμερικανών συμφωνεί με την προσωρινή απαγόρευση της εισόδου των μουσουλμάνων στις ΗΠΑ, ενώ ποσοστό 50% διαφωνεί. Το υπόλοιο 8% δηλώνει αναποφάσιστο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα δημοσκόπησης (Reuters/Ipsos) που πραγματοποιήθηκε από τις 17 Μαίου έως τις 6 Ιουνίου. Στη δημοσκόπηση συμμετείχαν 6.000 άνθρωποι, με περιθώριο σφάλματος 1,5%.
Ο Τεξανός δισεκατομμυριούχος και οι πολιτικοί
Η αντιμετώπιση του ισλαμικού εξτρεμισμού είναι το κεντρικό επιχείρημα στο μυαλό του δισεκατομμυριούχου Ντουκ Ντίσον από το Τέξας, ο οποίος είναι από τους βασικούς χορηγούς του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Ο ίδιος δήλωσε στο Reuters ότι θα συναντηθεί με τον Τραμπ αργότερα μέσα στην εβδομάδα, προκειμένου να συζητήσουν την υποστήριξή του. Τίποτα από αυτά που δήλωσε ο Τραμπ μετά την επίθεση στο Ορλάντο, δεν έκανε τον Ντίσον ν’ αλλάξει γνώμη για την υποστήριξή του στην υποψηφιότητά του, δήλωσε ο Τεξανός δισεκατομμυριούχος.
Ο Πίτερ Κινγκ, μέλος του Κογκρέσου από τη Νέα Υόρκη, δήλωσε ότι η πλατφόρμα εξωτερικής πολιτικής των Ρεπουμπλικάνων θα πρέπει να συμπορευτεί με τον Τραμπ. «Καθώς θα είναι ένας από τους δύο υποψηφίους για την προεδρία των ΗΠΑ, θα μπορεί να έχει συμβουλευτική υποστήριξη από ειδικούς σε θέματα ασφάλειας» δήλωσε ο Κινγκ.
Η Ρεπουμπλικανή Γερουσιαστής Σούζαν Κόλινς από το Μέιν, δήλωσε ότι δε θα υποστηρίξει τον Ντόναλντ Τραμπ εκτός κι αν η συμπεριφορά του γίνει περισσότερο προεδρική. «Θα ήθελα να μπορούσα να υποστηρίξω τον Ντόναλντ Τραμπ, αλλά θα πρέπει ν’ αλλάξει την προσέγγιση που ακολουθεί» δήλωσε η Κόλινς στην εκπομπή New Day του CNN. «Εάν θα μπορούσα να του δώσω μία συμβουλή, θα του έλεγα να σταματήσει να κάνει λάθη. Θα πρέπει να ζητήσει συγνώμη από το δικαστή, αλλά και από τους Αμερικανούς. Θα πρέπει να σταματήσει να προσβάλλει ανθρώπους» τόνισε η ίδια.
Πολιτικά ορθόν;
Από την άλλη μεριά, η Χίλαρι Κλίντον υιοθέτησε έναν εντελώς διαφορετικό τόνο σε ομιλία της, χθες, ζητώντας «πολιτική δεινότητα» και όχι «μεροληψία» αλλά και και «μια ξεκάθαρη λογική συζήτηση» για την προστασία των ΗΠΑ έναντι τρομοκρατικών απειλών.
Ωστόσο, ο Ντόναλντ Τραμπ υποστήριξε ότι η Κλίντον ήθελε ν’ αφοπλίσει τους Αμερικανούς και ν’ αφήσει τους Ισλαμιστές τρομοκράτες να τους σφάξουν. Με ιδιαίτερη σκληρή γλώσσα, προσπάθησε να ικανοποιήσει τους υποστηρικτές του. «Η συμπεριφορά πολιτικής ορθότητας υποβαθμίζει την ικανότητά μας να μιλήσουμε να σκεφτούμε και να δράσουμε ξεκάθαρα. Εάν δε γίνουμε σκληροί και δεν κινηθούμε έξυπνα και άμεσα, δε θα ελέγχουμε τη χώρα μας. Δε θα μείνει τίποτα» τόνισε.
Με πολιτικό φόντο το Ορλάντο
Η αιματηρή επίθεση στο Ορλάντο βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της προεκλογικής αντιπαράθεσης στις ΗΠΑ, οριοθετώντας με σαφήνεια τις διαχωριστικές γραμμές στις τοποθετήσεις των δύο κεντρικών υποψηφίων, Ντόναλντ Τραμπ και Χίλαρι Κλίντον.
Στους Ρεπουμπλικάνους, ο Τραμπ επιλέγει την τακτική των προσωπικών επιθέσεων, ενώ συντηρεί και προβάλλει τις θέσεις του κατά των μεταναστών και των προσφύγων, καθώς γνωρίζει καλά ότι οι ψηφοφόροι του, διαμορφώνουν τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων. Παρά το γεγονός ότι τα πολιτικά μέτωπα εντός του κόμματος παραμένουν ανοιχτά για τον ίδιο, ένα υψηλό ποσοστό στις δημοσκοπήσεις με προεδρική προοπτική, μπορεί ν’ ασκήσει πιέσεις στους ηγετικούς κύκλους των Ρεπουμπλικάνων.
Από τη μεριά της, η Χίλαρι Κλίντον είναι σταθερά προσανατολισμένη στην πολιτική γραμμή του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, ενόψει και των κοινών εμφανίσεων τους στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας των Δημοκρατικών. Παράλληλα, η Κλίντον προχωρεί στη διατύπωση πολιτικών προτάσεων για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος ασφάλειας, ελέγχου και λειτουργίας των κυβερνητικών υπηρεσιών, συλλογής κι αξιολόγησης πληροφοριών. Ο κεντρικός πολιτικός στόχος της Κλίντον είναι οι μετανάστες, οι νέοι εργαζόμενοι,