Σφοδρές συγκρούσεις ανάμεσα στις δυνάμεις που δηλώνουν πίστη στην κυβέρνηση της Υεμένης και σιίτες αντάρτες στοίχισαν τη ζωή σε 60 ανθρώπους, ανάμεσά τους 45 μαχητές πιστούς στον πρόεδρο Αμπντ Ράμπο Μανσούρ Χάντι, ενώ οι τζιχαντιστές της αλ Κάιντα υπέστησαν μια ήττα στο Άντεν, σύμφωνα με υεμενίτες αξιωματούχους.
Οι μάχες στη βορειοδυτική Υεμένη ξέσπασαν όταν οι δυνάμεις που δηλώνουν πίστη στον Χάντι προέλασαν από το λιμάνι Μίντι της Ερυθράς Θάλασσας, στην επαρχία Χάτζα, προς την ομώνυμη πόλη.
Η αντεπίθεση που εξαπέλυσαν οι σιίτες αντάρτες Χούτι στοίχισαν τη ζωή 45 φιλοκυβερνητικών μαχητών, ανάμεσά τους 20 χθες Τετάρτη το βράδυ, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές.
«Αυτή είναι η μεγαλύτερη σφαγή» σε βάρος μελών των φιλοκυβερνητικών δυνάμεων το τελευταίο διάστημα, δήλωσε ένας αξιωματικός του στρατού, διευκρινίζοντας πως οι σιίτες αντάρτες και οι σύμμαχοί τους τις περικύκλωσαν με μια «αιφνιδιαστική επιχείρηση».
Οι φιλοκυβερνητικές δυνάμεις δεν είχαν αεροπορική υποστήριξη από τη συμμαχία αραβικών κρατών υπό την διοίκηση της Σαουδικής Αραβίας, σημείωσε ο ίδιος αξιωματικός.
Μολαταύτα και οι αντάρτες υπέστησαν απώλειες, είχαν τουλάχιστον 15 νεκρούς, στις μάχες που μαίνονται από την Τρίτη, κατά τις ίδιες πηγές.
Οι Χούτι, που το Ριάντ κατηγορεί ότι συνδέονται με το Ιράν, καθώς και οι σύμμαχοί τους, μονάδες του στρατού που παραμένουν πιστές στον πρόεδρο Άλι Αμπντάλα Σάλεχ, ελέγχουν από το 2014 την πρωτεύουσα Σαναά και μεγάλα τμήματα της επικράτειας της Υεμένης, στο βόρειο, το κεντρικό και το δυτικό τμήμα της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των λιμένων Χοντάιντα και Μόχα.
Μετά το καλοκαίρι, οι φιλοκυβερνητικές δυνάμεις ανακατέλαβαν πέντε επαρχίες στο νότο, αλλά και περιοχές ανατολικά και βορειοανατολικά της Σαναά.
Δυνάμεις που δηλώνουν πίστη στον Χάντι, που εκπαιδεύτηκαν στη γειτονική Σαουδική Αραβία, πέρασαν τα σύνορα στα μέσα του Δεκεμβρίου και κατέλαβαν πολλές περιοχές στον βορρά, ανάμεσά τους και την κοινότητα Χάραντ, πριν εξαπολύσουν επίθεση τον Ιανουάριο στο παλιό λιμάνι του Μίντι.
Οι εξελίξεις αυτές καταγράφηκαν μετά την ανακοίνωση του ΟΗΕ ότι μια νέα κατάπαυση του πυρός θα τεθεί σε ισχύ την 10η Απριλίου, πριν από την έναρξη ειρηνευτικών συνομιλιών μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών την 18η Απριλίου στο Κουβέιτ.
Στο μεταξύ στη νότια Υεμένη, δυνάμεις πιστές στον πρόεδρο Χάντι κατάφεραν να εκδιώξουν τους τζιχαντιστές της αλ Κάιντα από ορισμένους τομείς του Άντεν, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της Υεμένης, που τα μέλη της οργάνωσης αυτής έλεγχαν επί εβδομάδες. Το Άντεν έχει γίνει η «προσωρινή πρωτεύουσα» της κυβέρνησης του Χάντι.
Στρατιώτες και παραστρατιωτικοί που δηλώνουν πίστη στην κυβέρνηση αναπτύχθηκαν χθες στη συνοικία αλ Μανσούρα, έπειτα από ανταλλαγές πυρών με τους τζιχαντιστές που διήρκεσαν περίπου τρεις ώρες, σύμφωνα με αξιωματούχους των υπηρεσιών ασφαλείας.
«Οι μαχητές της αλ Κάιντα εκδιώχθηκαν από τη Μανσούρα και ανακαταλάβαμε και ασφαλίσαμε κυβερνητικές εγκαταστάσεις», δήλωσε σήμερα στο Γαλλικό Πρακτορείο ο κυβερνήτης του Άντεν, ο Αϊντάρους αλ Ζουμπάιντι.
«Το επόμενο βήμα συνίσταται στο να τους εκδιώξουμε από τα περίχωρα» του Άντεν, πρόσθεσε, χωρίς να αποκλείει το ενδεχόμενο να υπάρχουν «ορισμένοι πυρήνες εν υπνώσει της αλ Κάιντα στην πόλη».
Εξάλλου αεροσκάφη της αραβικής συμμαχίας υπό σαουδαραβική ηγεσία εξαπέλυσαν τη νύχτα βομβαρδισμούς εναντίον θέσεων της αλ Κάιντα στη Μουκάλα, πρωτεύουσα της επαρχίας Χαντραμούτ, στο νοτιοανατολικό τμήμα της Υεμένης, σύμφωνα με έναν αξιωματούχο. Οι τζιχαντιστές ελέγχουν τη Μουκάλα από τον Απρίλιο του 2015.
Ακόμη, σε μια επιδρομή που εξαπέλυσε ένα τηλεκατευθυνόμενο, μη επανδρωμένο εναέριο όχημα των ΗΠΑ σκοτώθηκαν πέντε άνδρες που φέρονται να ήταν μέλη της αλ Κάιντα χθες Τετάρτη στην κοινότητα Άζαν, στην επαρχία Σάμπουα, δήλωσε αξιωματικός του στρατού.
Την περασμένη χρονιά, ο οι τζιχαντιστές της αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους εκμεταλλεύτηκαν τον πόλεμο και την κατάρρευση του κράτους για να ενισχύσουν τις θέσεις τους, ειδικά στο νότιο και στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας.
Η τελευταία φάση του πολέμου στην Υεμένη, που σηματοδότησε η επέμβαση της συμμαχίας αραβικών κρατών υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, έχει στοιχίσει τη ζωή τουλάχιστον 6.200 ανθρώπων, ενώ άλλοι 30.000 έχουν τραυματιστεί και 21 εκατομμύρια άμαχοι —το 82% του πληθυσμού— έχουν ανάγκη πλέον ανθρωπιστική βοήθεια και 2,5 εκατομμύρια έχουν εκτοπιστεί, κατά τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ).