Στη χρυσή εποχή των μεγάλων εξερευνήσεων του 16ου αιώνα, όταν η όρεξη των ευρωπαίων βασιλιάδων είχε ανοίξει για τα καλά, οι αυτοκρατορίες της Γηραιάς Ηπείρου όργωναν πια την οικουμένη αναζητώντας νέα εδάφη και πλουτοπαραγωγικές πηγές. Όταν μάλιστα ο σπανιόλος κατακτητής Ερνάν Κορτές ανακάλυψε το Μεξικό και υπέταξε τη λαμπρή αυτοκρατορία των Αζτέκων, πνίγοντάς τη στο αίμα, οι τολμηρές περιπέτειες των πρώτων αυτών θαλασσοπόρων έγιναν ξακουστές στην Ευρώπη, καθώς τα πλούτη που μετέφεραν στα αμπάρια τους οι πιονέροι από τον Νέο Κόσμο ήταν αμύθητα. Στη δίνη της εποχής των ανακαλύψεων λοιπόν, που σύντομα θα μετατρεπόταν στην εποχή της αποικιοκρατίας, ένας μακρινός ξάδελφος του Κορτές, νόθος γιος μιας πόρνης και ενός στρατιωτικού, κάποιος Φρανσίσκο Πισάρο, ακούει την ιστορία που διηγούνταν οι ισπανοί ναυτικοί στον Παναμά, όταν οι ιθαγενείς του Ειρηνικού Ωκεανού εκμυστηρεύτηκαν στους κονκισταδόρες ότι λίγο πιο νότια υπάρχει μια αυτοκρατορία με αμύθητους θησαυρούς, πνιγμένη κυριολεκτικά στο χρυσάφι. Μέσα στο αλαλούμ της μη συνεννόησης, οι Σπανιόλοι ακούνε την κραυγή που βγαίνει από τα στόματα των γηγενών και έμοιαζε σαν «πιρού, πιρού» και τους καρφώνεται στο μυαλό. Από αυτή την ιστορική παρανόηση θα γεννιόταν η χώρα που έψαχναν τώρα σαν τρελοί οι Σπανιόλοι, το Περού, και την οποία ανέλαβε να φέρει σε ισπανική κυριαρχία κατά το 1524 και το 1526 ο Πισάρο, ο κυβερνήτης του Παναμά, αν και θα αποτύγχανε. Το 1530 όμως θα έμοιαζε ακόμα πιο αποφασισμένος, συλλαμβάνοντας και εκτελώντας τελικά τον αυτοκράτορα Αταχουάλπα και προσυπογράφοντας έτσι την πτώση των Ίνκας, μετατρέποντας τη συναρπαστική ιστορία της εξερεύνησης σε μια αιματοβαμμένη εκστρατεία «εκπολιτισμού» των Ίνκας και υφαρπαγή του πλούτου τους, στα πρότυπα που είχε χαράξει ο Κορτές. Ό,τι ακολούθησε, είναι άλλο ένα ζοφερό περιστατικό των πρώτων αποικιοκρατικών αποπειρών της Ευρώπης και της ισπανικής επέλασης στον Νέο Κόσμο, που εξιδανικεύτηκε φυσικά από τους λευκούς Ευρωπαίους και δαιμονοποιήθηκε κατόπιν κάτω από το φως της αντιαποικιοκρατικής αφήγησης. Όπως κι αν έχει η ιστορική ετυμηγορία, η αντίστροφη μέτρηση για την περίφημη αυτοκρατορία των Ίνκας είχε ξεκινήσει…
Πρώτα χρόνια
Ο Φρανσίσκο Πισάρο Γκονζάλες γεννιέται μεταξύ 1471-1476 στο Τρουχίλο της Ισπανίας ως εξώγαμος καρπός ενός φημισμένου συνταγματάρχη του ισπανικού στρατού, που είχε πάρει μέρος στις ιταλικές εκστρατείες, και μιας νεαρής γυναίκας που εκδιδόταν. Ο μικρός μεγαλώνει με τους παππούδες του και τα δυο μικρότερα ετεραθαλή αδέρφια του και στα μικράτα του ήταν χοιροβοσκός, μια συνήθης δουλειά για τα αγόρια του χωριού. Για την παιδική του ηλικία δεν είναι πολλά γνωστά ή επιβεβαιωμένα, ο νεαρός πρέπει ωστόσο να πήρε μέρος στις κτηματικές μάχες της ισπανικής επαρχίας του καιρού και αργότερα πήγε πιθανότατα κοντά στον πατέρα του και πολέμησε στην ιταλική εκστρατεία. Τον Πισάρο τον ξαναβρίσκουμε με βεβαιότητα το 1502 στην Ισπανιόλα (τη σημερινή Αϊτή και Δομινικανή Δημοκρατία), να υπηρετεί ως υπασπιστής του νέου κυβερνήτη της ισπανικής αποικίας. Ο μικρός ήταν αγράμματος και δεν είχε καμία τύχη στη δημόσια διοίκηση, την ίδια στιγμή που η ήσυχη ζωή του εποίκου δεν του πήγαινε καθόλου, γι’ αυτό και με την πρώτη ευκαιρία θα ενταχθεί το 1510 στην ισπανική εξερευνητική αποστολή στην Κολομβία…
Η γέννηση του εξερευνητή
Από τις πρώτες αναφορές για τον χαρακτήρα του μαθαίνουμε ότι ήταν ένας τραχύς, σκληρός και σιωπηλός άντρας χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες, αν και μπορούσες να τον εμπιστευτείς σε δύσκολες καταστάσεις. Ο Πισάρο διακρίθηκε στην πρώιμη αυτή, αν και ολότελα αποτυχημένη, σπανιόλικη αποστολή στην Κολομβία και τρία χρόνια αργότερα θα υπηρετήσει ως καπετάνιος στην τολμηρή αποστολή του Βάσκο Νούνιες ντε Μπαλμπόα στα άγνωστα νερά της «Νότιας Θάλασσας», τον σημερινό Ειρηνικό Ωκεανό! Δίπλα στον άνθρωπο που του πιστώνεται η ανακάλυψη του Ειρηνικού μαγεύτηκε από την περιπέτεια αλλά και την υπόσχεση του εύκολου πλουτισμού που έφερε στις βαλίτσες του ο άγνωστος Νέος Κόσμος. Στα «ψιλά» της πρώτης αυτής εξερεύνησης του άγνωστου ωκεανού, λέγεται πως ο Μπαλμπόα είδε πρώτος τον Ειρηνικό από το δικό του καράβι, γι’ αυτό και του χρεώθηκε ιστορικά η ανακάλυψή του, καθώς το πλοίο του Πισάρο ήταν λίγο παραπίσω. Λίγο αργότερα, ο Πισάρο θα στραφεί κόντρα στον καταδικασμένο πια και φυγά Μπαλμπόα και θα τον συλλάβει για λογαριασμό του φαρμακερού ισπανού εχθρού του. Για το κατόρθωμά του θα τιμηθεί, την ώρα που έπεφτε το κομμένο κεφάλι του Μπαλμπόα στο χώμα, με τον δημαρχιακό θώκο του Παναμά, παραμένοντας στη θέση εξουσίας από το 1519-1523. Πλέον είχε ιδιοκτησία στον Παναμά και κατόρθωσε να συγκεντρώσει μια μικρή περιουσία, φέρνοντας εκεί την οικογένειά του. Ο Πισάρο ήταν τώρα κονκισταδόρος αλλά δεν είχε να επιδείξει ούτε μία δική του κατάκτηση, γι’ αυτό και αποφάσισε το 1523, λίγο πριν από τα 50 του, να επιδοθεί στην περιπέτεια που θα τον οδηγούσε στην αθανασία. Στα αυτιά του είχαν φτάσει οι διηγήσεις των ντόπιων για τα αμύθητα πλούτη του πολιτισμού που κατοικούσε στα νότια του Παναμά και έβαλε σκοπό να το ψάξει, στρατολογώντας στρατιώτες αλλά και ιερωμένους. Η αποστολή του ήταν η δυτική ακτή της Λατινικής Αμερικής και η κατάκτηση των εκεί απάτητων εδαφών. Οι δύο πρώτες διερευνητικές αποστολές όμως του 1524-1525 και του 1526-1528 έμελλε να αποδειχτούν παταγώδεις αποτυχίες, καθώς οι συνθήκες αποδείχτηκαν ιδιαιτέρως δυσχερείς και το εγχείρημα λογίστηκε ακατόρθωτο. Ο Πισάρο διέσχισε τον Ισημερινό και στρατοπέδευε σε ξέρες κοντά στις ακτές, στέλνοντας το πρωτοπαλίκαρό του Ντιέγκο ντε Αλμάγκρο πίσω στον Παναμά για ενισχύσεις. Πάνω που έλεγε να τα παρατήσει, συνάντησε μια σχεδία γεμάτη με πολύτιμα μέταλλα και άλλους θησαυρούς και η πίστη του επανήλθε για το ζάμπλουτο βασίλειο στα νότια. Ο νέος κυβερνήτης όμως του Παναμά, βλέποντας τις χαμένες ζωές και το μάταιο της αποστολής, τον καλεί πίσω ματαιώνοντας την εκστρατεία του. Όπως θέλει ο θρύλος, ο Πισάρο σχεδίασε μια γραμμή στη στεριά με το σπαθί του και κάλεσε όσους ήθελαν πλούτη και δόξα να την περάσουν και να τον ακολουθήσουν στην περιπέτεια, καθώς δεν είχε κανένα σκοπό να συναινέσει στη ματαίωση της αποστολής του. Οι δεκατρείς άντρες που πέρασαν τη γραμμή και επιβιβάστηκαν στο πλοίο του βρήκαν πράγματι αποδείξεις για το βασίλειο των Ίνκας και κατάφεραν να υφαρπάξουν αρκετούς θησαυρούς, ονομάζοντας τα νέα εδάφη «Περού», πιθανότατα από τις ακατανόητες ιαχές των γηγενών «πιρού» ή, ασφαλέστερα, από τον ποταμό Βιρού. Παρά τις αποδείξεις που είχε πια στα χέρια για την ύπαρξη τοπικού πολιτισμού και μεγάλου πλούτου, ο κυβερνήτης του Παναμά συνέχισε να αντιτίθεται σε μια νέα αποστολή, κι έτσι ο Πισάρο επέστρεψε στην Ισπανία ζητώντας ακρόαση από τον ίδιο τον βασιλιά Κάρολο Α’, τον οποίο συνάντησε στο Τολέδο και του έδειξε τους θησαυρούς από τα εδάφη των Ίνκας, υπαινισσόμενος ότι μπορεί και να ήταν η μυθική χρυσή πολιτεία του Ελντοράντο. Θαμπωμένος από τα πλούτη, ο Κάρολος του δίνει τη βασιλική εξουσιοδότηση για νέα εξερεύνηση αυτού που ο θαλασσοπόρος αποκαλούσε Περού. Πριν φύγει μάλιστα από την Ισπανία, συνάντησε στη Σεβίλλη τον Κορτές, τον κατακτητή του Μεξικού, ο οποίος τον έπεισε να εγείρει αξιώσεις από τον Κάρολο για ιδιοκτησία των νέων εδαφών. Κι έτσι ο Πισάρο διαπραγματεύτηκε εκ νέου με τον βασιλιά τον Ιούλιο του 1529 και απέσπασε, πέρα από παράσημα τιμής και ισπανούς στρατιώτες, τη θέση του γενικού κυβερνήτη στα εδάφη που απλώνονταν μέχρι και 1.000 χιλιόμετρα νότια του Παναμά, αλλά και όλη τη δυτική ακτή της Λατινικής Αμερικής. Όταν σάλπαρε και πάλι από την Ισπανία, ήταν πια αντιβασιλέας της Νέας Καστίλης, όπως θα ονομάζονταν τα νέα εδάφη, εξασφαλίζοντας ταυτοχρόνως παχυλά προνόμια για τα δεκατρία πρωτοπαλίκαρά του.
Η κατάκτηση του Περού
Έχοντας τα δυο του αδέλφια στο πλευρό του, ο Πιζάρο σάλπαρε για τον Παναμά τον Ιανουάριο του 1530 και μέχρι τον Γενάρη της επόμενης χρονιάς είχε ήδη πάρει τον δρόμο για το Περού. Η αρχική αποστολή μετρούσε μόλις ένα πλοίο, γεμάτο ωστόσο με 180 στρατιώτες, 37 άλογα και ένα πολυβόλο, αν και αργότερα θα κατάφταναν άλλα δύο καράβια ως ενισχύσεις. Μέχρι τον Απρίλιο, ξέροντας πια τα νερά, είχε κάνει τις πρώτες διπλωματικές αποστολές με τους εκπροσώπους του αυτοκράτορα Αταχουάλπα, ο οποίος ήταν στρατοπεδευμένος έξω από την πόλη Καχαμάρκα του λαμπρού του βασιλείου με 30.000 στρατό. Βλέποντας ότι οι δυνάμεις του Πισάρο ήταν αμελητέες, ο Αταχουάλπα συμφωνεί να συναντηθεί με τον αρχηγό των Σπανιόλων στην κεντρική πλατεία της πόλης. Ο Πισάρο είχε στήσει τους άντρες και το πολυβόλο του για αιφνιδιαστική επίθεση και περίμενε υπομονετικά μέχρι να καταφτάσει ο αυτοκράτορας των Ίνκας. Αφού τον κάλεσε να ασπαστεί τον χριστιανισμό και να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του Καρόλου, ο Αταχουάλπα γέλασε με την καρδιά του και έριξε εξοργισμένος την Αγία Γραφή στο έδαφος. Είχε εξάλλου 3.000-4.000 ελαφρά οπλισμένους με σφεντόνες και κοντά δόρατα στρατιώτες στο πλευρό του και δεν είχε τίποτα να φοβηθεί. Κι όμως, ο Πισάρο διατάζει τη μελετημένη επίθεσή του και αιφνιδιάζει τους Ίνκας, αποκόβοντας τον Αταχουάλπα από τις δυνάμεις του και πιάνοντάς τον όμηρο στη στιγμή! Παρά το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας υποσχέθηκε στον Πισάρο να γεμίσει το δωμάτιο που τον είχε αιχμάλωτο με χρυσό και διπλάσια ποσότητα ασημιού ώστε να τον απελευθερώσει, ο δαιμόνιος κονκισταδόρος είχε άλλα στο μυαλό του: ερχόμενος σε συνεννόηση με την αντίπαλη φατρία, καθώς οι Ίνκας ήταν σε εμφύλιο εκείνη την εποχή, τον κατηγορεί για τη δολοφονία του αδερφού του και διεκδικητή του θρόνου Ουασκάρ, αλλά και για απείθεια στον ισπανικό ζυγό. Κι έτσι στις 29 Αυγούστου 1533 τον εκτελεί με στραγγαλισμό. Όταν τα νέα για τον θάνατο του πανίσχυρου βασιλιά έφτασαν στα αυτιά των δυνάμεών του που είχαν περικυκλώσει την Καχαμάρκα, τα στρατεύματα αποσύρθηκαν, ανοίγοντας έτσι διάπλατα τον δρόμο στους άντρες του Πισάρο για τη βασιλική πρωτεύουσα Κούσκο, την οποία κατέλαβε σχεδόν ανενόχλητος τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Ο Πισάρο εκμεταλλεύτηκε ιδανικά τον εμφύλιο των Ίνκας δημιουργώντας συμμαχίες κατά το δοκούν, τις οποίες ωστόσο δεν τίμησε ποτέ, καθώς όλοι ήταν πιόνια στο σκοτεινό σχέδιό του. Όταν κατέλαβε την πρωτεύουσα και έχοντας ήδη καταφέρει να εξοντώσει τον Ουασκάρ, διόρισε αυτοκράτορα των Ίνκας τον αδερφό του τελευταίου, με την εξουσία του να είναι φυσικά σκιώδης και τον ίδιο υποχείριο του κατακτητή. Το Περού είχε πέσει…
Τελευταία χρόνια και δολοφονία
Για το υπόλοιπο της ζωής του ο Πισάρο ειρήνη και ηρεμία δεν θα γνώριζε, καθώς πλέον επιδόθηκε σε πολέμους για την εγκαθίδρυση του ισπανικού ζυγού στα μήκη και τα πλάτη των εδαφών που διεκδικούσε ως αντιβασιλιάς. Ταυτοχρόνως, είχε να υπερασπιστεί τα συμφέροντα τόσο του ίδιου όσο και των αδερφών του κόντρα στους ισπανούς διεκδικητές, κάνοντας το μοιραίο λάθος της ζωής του. Γιατί πλέον είχε αθετήσει τις συμφωνίες και τα προνόμια που είχε εξασφαλίσει από τον ισπανό βασιλιά για τους δεκατρείς πιστούς του συντρόφους, τους οποίους αντιμετώπιζε ως υποτελείς και παρακατιανούς. Και περισσότερο απ’ όλους τον ίδιο τον Αλμάγκρο, τον καλό του στρατιώτη που τόσο τον είχε βοηθήσει σε όλες του τις εκστρατείες. Ο Πισάρο όχι μόνο δεν μοίρασε τα πλούτη αλλά τα κράτησε όλα για τον εαυτό του, κάνοντας πια εχθρούς τους παλιούς του συνοδοιπόρους. Ο Αλμάγκρο κατέλαβε κάποια στιγμή την πρωτεύουσα, πείστηκε όμως και πάλι από τον πολυμήχανο Πισάρο να εκστρατεύσει στη Χιλή, την οποία είχε ήδη διεκδικήσει από τον Κάρολο ο θαλασσοπόρος για λογαριασμό του και του την παραχωρούσε τώρα ευγενικά. Ο Πισάρο του υποσχέθηκε ότι τα νέα αυτά εδάφη θα ήταν δικά του, ξέροντας φυσικά πως τίποτα το πολύτιμο δεν υπήρχε εκεί. Ο Αλμάγκρο κυρίευσε τη Χιλή και εξοργίστηκε από τη φτώχεια και την ανέχεια που συνάντησε στα εδάφη της. Κι έτσι γύρισε στο Περού ζητώντας με τα στρατεύματά του τον λόγο από τον Πισάρο, ο οποίος βέβαια είχε βάλει τον αδερφό του να τον δολοφονήσει (1538). Εντωμεταξύ, ο Φρανσίσκο βρισκόταν πια στη νέα πρωτεύουσα του Περού που ο ίδιος ίδρυσε το 1535, τη Λίμα, στην ανάπτυξη της οποίας αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Οι εχθροί του Πισάρο συσπειρώθηκαν γύρω από τον γιο του Αλμάγκρο στη Λίμα, καραδοκώντας για τη δική τους ευκαιρία να εκδικηθούν τον Φρανσίσκο. Όταν μάλιστα έφτασαν στα αυτιά τους τα νέα ότι ο Πισάρο ήταν έτοιμος να τους ξεκάνει, έσπευσαν να δράσουν πρώτοι. Όρμησαν στα ανάκτορα του κυβερνήτη στις 26 Ιουνίου 1541 γράφοντας την τελευταία πράξη του δράματος, καθώς ο Πισάρο δεν κατάφερε να κάνει ό,τι και το ίνδαλμά του Ερνάν Κορτές, που εξολόθρευσε στα γρήγορα τους ισπανούς ανταγωνιστές του. Ο Φρανσίσκο Πισάρο τραυματίστηκε θανάσιμα από το σπαθί των προσωπικών του εχθρών, πεθαίνοντας αγκομαχώντας ώρες αργότερα. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, ζωγράφισε με το σπαθί του έναν σταυρό στο πάτωμα με το αίμα του, τον οποίο φίλησε κατόπιν και ξεψυχώντας δεήθηκε στον Χριστό. Ο αιματοβαμμένος ισπανικός εμφύλιος που θα ξεσπούσε στο Περού θα κρατούσε μέχρι το 1548, όταν επενέβη τελικά το ισπανικό στέμμα για να σταματήσει την αιματοχυσία και να τακτοποιήσει τις διαφορές στη νέα αποικία. Από τα τρία αδέλφια Πισάρο που κατέκτησαν το Περού, μόνο ο Ερνάντο έζησε για να χαρεί τη νίκη τους κόντρα στην αυτοκρατορία των Ίνκας… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr