Λίγες ώρες πριν τις κρίσιμες βουλευτικές εκλογές της 20ης Δεκεμβρίου στην Ισπανία, ο προεκλογικός πυρετός βρίσκεται σε ύφεση, καθώς το Σάββατο ορίζεται παραδοσιακά ως ημέρα περισυλλογής, χωρίς δημοσκοπήσεις και χωρίς εκδηλώσεις από πλευράς των κομμάτων και των υποψηφίων για το Μέγαρο της Μονκλόα.
Μάλιστα, τρεις από αυτούς θα πάνε σήμερα στον κινηματογράφο, με τον Σοσιαλιστή ηγέτη Πέδρο Σάντσεθ και τον Πάβλο Ιγκλέσιας των Podemos να επιλέγουν να δουν το νέο επεισόδιο του ‘Πολέμου των Άστρων’—ίσως επειδή ακόμη βιώνουν το πολεμικό πνεύμα των προηγούμενων ημερών, σε μία αναμέτρηση σκληρή και πρωτόγνωρη για την Ισπανία, μιας και για πρώτη φορά ο αγώνας για την εξουσία δεν έχει σαν πρωταγωνιστές μόνον δύο κόμματα.
Μπορεί οι προηγούμενες δημοσκοπήσεις να έδιναν νικητή στις εκλογές τον απερχόμενο πρωθυπουργό του δεξιού Λαϊκού Κόμματος (ΡΡ), εντούτοις η αδιαφιλονίκητη πλειοψηφία του της περασμένης 4ετίας, φαίνεται πως σε τούτην την αναμέτρηση θα είναι επισφαλής και τόση ώστε να τον αναγκάζει να προσφύγει σε συμμαχία με κάποιο άλλο κόμμα, εάν θέλει να κυβερνήσει. Μάλιστα, η αβεβαιότητα τούτη μεγαλώνει ακόμη περισσότερο όσο η αδιευκρίνιστη ψήφος παρέμενε υψηλότατη (41-42%) ακόμη και στις τελευταίες δημοσκοπήσεις.
Μέχρι στιγμής πάντως κανένα κόμμα δεν έχει αποσαφηνίσει ποιά θα είναι η στάση του ως προς τις πιθανολογούμενες κυβερνητικές συμμαχίες—κάθως άπαντες θεωρούν εαυτούς νικητές της αναμέτρησης—εξόν μόνο από το κεντρώο κόμμα των Πολιτών (Ciudadanos), που έχει τονίσει πως είτε μπορεί να στηρίξει το ΡΡ κυβερνητικά εάν προταθεί άλλο πρόσωπο στην πρωθυπουργία πλην του Ραχόι (ίσως η Σοραγια ντε Σανταμαρία), ή ότι θα απέχει στην ψηφοφορία για ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή, προκειμένου, μειώνοντας το μέτρο, να διευκολύνει την έγκριση του υποψηφίου του κόμματος που θα πρωτεύσει.
Στην προεκλογική εκστρατεία το θέμα που κυριάρχησε ήταν η αντίθεση του παλιού με το νέο. Η παλιά Ισπανία, έτσι όπως αντιπροσωπευόταν έως σήμερα από τον δικομματισμό ΡΡ-Σοσιαλιστών, το κράτος των προνομιούχων και της διαφθοράς απέναντι στις καινούργιες πολιτικές δυνάμεις και τους νέους ανθρώπους, των παλαιών εθνικιστικών αρχών έναντι της αναγνώρισης της εθνικής κι εδαφικής κυριαρχίας των Αυτονομιών (Καταλωνία εν πρώτοις, Γαλικία και Βάσκοι), της εθνικής ομφαλοσκοπίας έναντι του ευρωπαϊσμού και του διεθνισμού, της πατριαρχικής κι αυταρχικής κοινωνίας έναντι των δικαιωμάτων των γυναικών και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Για τον λόγο τούτο, όλα τα υπόλοιπα κόμματα, πλην του ΡΡ, αξιώνουν τη μεταρρύθμιση του Συντάγματος, υπέρ της μεγαλύτερης αυτοδιάθεσης των Αυτονομιών και της εγγύησης των κοινωνικών δικαιωμάτων και της εργασίας για τους πολίτες της χώρας.
Μέχρι και την ύστατη στιγμή της προεκλογικής εκστρατείας, οι ηγέτες των κομμάτων –κι ιδίως του Λαϊκού και των Σοσιαλιστών, που απειλούνται ιδιαίτερα από τις διαρροές ψήφων προς τους Θιουδαδάνος και το Podemos αντίστοιχα—πάσχισαν πρώτα απ’ όλα να εξασφαλίσουν τη συσπείρωση των υποστηρικτών τους, απευθύνθηκαν στους ψηφοφόρους στις Αυτονομίες (που επιπλέον προτιμούν να δώσουν την ψήφο στα τοπικά κόμματα, αφαιρώντας δύναμη από τα μεγάλα) και, ιδίως ο Πέδρο Σάντσεθ, επικαλέσθηκε την αναγκαιότητα της “χρήσιμης ψήφου”. Από την άλλη τα μικρότερα κόμματα ύψωσαν τη σημαία της ανανέωσης, της μάχης κατά του δικομματισμού και της διαφθοράς του πολιτικού συστήματος, που αυτός συνεπάγεται.
Η ψήφος των νέων ψηφοφόρων (περίπου οκτώ εκατομμυρίων) κρίνεται αποφασιστική, καθώς μεγάλο μέρος από τη δημοφιλία του Podemos εντοπίζεται ακριβώς στο νεανικό ακροατήριο. Όμως, βάσει των περασμένων στατιστικών στοιχείων, μόλις το 40% των νέων πηγαίνει τελικά να ψηφίσει, έναντι του 80% των οκτώ εκατομμυρίων συνταξιούχων που βρίσκει τον δρόμο για την κάλπη.
Πάντως το γεγονός ότι για πρώτη φορά τέσσερα κόμματα στη χώρα συγκεντρώνουν ποσοστά γύρω στο 20% αποτελεί παράγοντα εκπλήξεων μέχρι την τελευταία στιγμή. Ιδιαίτερος σημαντικός παράγοντας στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος είναι και ο εκλογικός νόμος, που με την «διορθωση» της αναλογικότητας των αποτελεσμάτων των κομμάτων, κατανέμοντας τις έδρες σε συνδυασμό με την επίδοσή του στις επιμέρους Αυτονομίες, καθιστά θεωρητικα δυνατόν, αν και απίθανο στην πράξη, να υπάρξει περίπτωση που ένα κόμμα καίτοι έχει κερδίσει τις εκλογές να μην επιτυγχάνει εκπροσώπηση στο Κοινοβούλιο!
Πάντως, το βέβαιο είναι μάλλον πως με βάση το αποτέλεσμα η σύνθεση της επόμενης Ισπανικής Βουλής θα είναι ενδεικτική του τέλους εποχής του σχεδόν 35ετούς δικομματισμού, που χαρακτήρισε την πολιτική πραγματικότητα της χώρας μετά το τέλος της δικτατορίας του Φράνκο.