Η 20χρονη Jasmine El Yousfi είναι μία από τις τυχερές των τρομοκρατικών χτυπημάτων της περασμένης Παρασκευής στο Παρίσι, καθώς είναι μεταξύ των επιζώντων. Είναι όμως ταυτόχρονα κι ένας γενναίος άνθρωπος καθώς έθεσε σε κίνδυνο τη δική της ασφάλεια για να παρηγορήσει ένα τραυματισμένο θύμα ενώ οι σφαίρες έπεφταν βροχή στο εστιατόριο όπου εργαζόταν ως σερβιτόρα.
Όταν οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, προσπάθησε να ανακουφίσει ανθρώπους που πέθαιναν μπροστά στα μάτια της, χτυπημένοι από τα πυρά των τζιχαντιστών.
«Θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να τους αφήσω να πεθάνουν», αφηγήθηκε η ίδια, «ξέρω πως είναι να είσαι μόνος, δεν θα μπορούσα να το αντέξω να ζω ξέροντας πως δεν προσπάθησα να τους βοηθήσω. Δεν ήθελα εκείνοι που είχαν τραυματιστεί να νιώσουν εγκαταλελειμμένοι».
Στο βίντεο από την επίθεση στο εστιατόριο η Jasmine φαίνεται να κρύβεται πίσω από το μπαρ και να κρατά στην αγκαλιά της ένα θύμα που αιμορραγεί ενώ ο ένοπλος εξακολουθεί να πυροβολεί.
Είναι η τραυματισμένη γυναίκα που ορμά μέσα από την πόρτα και πηδάει πίσω από το μπαρ όπου η Youssi την κρατά αγκαλιά για να την καθησυχάσει.
«Στην αρχή νόμιζα πως ήταν παιδιά που έπαιζαν με κροτίδες», περιγράφει η νεαρή γυναίκα, που γεννήθηκε στο Παρίσι με γονείς με καταγωγή από το Μαρόκο και την Αλγερία. «Μετά ακούσαμε άλλον έναν θόρυβο αλλά ταυτόχρονα ανατινάχτηκε και το παράθυρο, έπεσαν πολλοί πυροβολισμοί. Το μόνο που ξέρω είναι πως έπεσα κάτω και προσπάθησα να κρυφτώ. Προσευχόμουν να σταματήσει όλο αυτό. Νομίζω κράτησε μερικά δευτερόλεπτα αλλά εμάς μας φάνηκε σαν να ήταν ολόκληρα λεπτά. Ο ξάδελφός μου έτρεξε στο υπόγειο, εγώ είδα μια τραυματισμένη γυναίκα, ήθελα να την προστατεύσω. Είχε μια τρύπα στο χέρι της. Έκλαιγε και έλεγε πως ο φίλος της ήταν έξω. Ήξερα πως ήταν κατατρομαγμένη και τραυματισμένη, ποτέ δεν θα έτρεχα αφήνοντάς την πίσω. Όταν την πήγα κάτω που έλεγε πως δεν ένιωθε πια το χέρι της».
Αφού οδήγησε τη γυναίκα αυτή και άλλους πελάτες κάτω με ασφάλεια, η Youssi βγήκε έξω από το εστιατόριο για να δει αν μπορούσε να βοηθήσει άλλους τραυματίες.
Μόλις λίγα λεπτά αφότου ο Σαλάχ Αμπντεσλάμ και οι συνεργοί του έφυγαν, η γυναίκα βγήκε έξω αντικρίζοντας νεκρούς.
«Βγήκα έξω αλλά ήταν πολύ αργά, πολλοί είχαν ήδη πυροβοληθεί. Μια γυναίκα πέθαινε, τρεις ήταν ήδη νεκροί. Είδα τη γυναίκα να με κοιτά, της κράτησα το χέρι μόλις για λίγα δευτερόλεπτα. Μετά πέθανε. Είδα άλλον έναν άνδρα που πέθαινε, δεν μπορούσε ούτε να αναπνεύσει Είχε το ίδιο βλέμμα με τη γυναίκα, δεν μπορώ να το ξεχάσω. Ήταν άδειο, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο άδειο βλέμμα. Έτρεχα από τον έναν στον άλλο, να δω αν μπορούσα να κάνω κάτι γι’ αυτούς. Μίλησα σε κάποιον, του έλεγα ‘είσαι καλά; Με ακούς;’ Αλλά ήταν ήδη νεκρός».
Οι εικόνες αυτές στοιχειώνουν τη νεαρή γυναίκα. «Βλέπω τα πρόσωπά τους όταν ξυπνώ και πριν πάω για ύπνο. Είναι το μόνο πράγμα που βλέπω», περιγράφει, «μόλις ξυπνήσω σκέφτομαι το πώς με κοιτούσε εκείνη η τραυματισμένη γυναίκα που πέθανε. Σαν να ήταν ήδη νεκρή αλλά το σώμα της να ήταν ακόμα ζωντανό. Και δεν ξέρω ούτε το όνομά της».