Πυροδοτώντας τη ζώνη με τα εκρηκτικά που φορούσε, επιλέγοντας έτσι να μη συλληφθεί ζωντανή, η γυναίκα που σκοτώθηκε σήμερα στο Σεν Ντενί, στα βόρεια προάστια του Παρισιού, άνοιξε μια νέα εποχή για τη Γαλλία εντασσόμενη στη λεγεώνα των γυναικών-καμικάζι -όχι όλες τους μουσουλμάνες- που θυσίασαν τη ζωή τους για τον αγώνα τους ή την πίστη τους.
Τα ξημερώματα, ενώ οι αστυνομικοί των ειδικών δυνάμεων γκρέμιζαν την πόρτα του διαμερίσματος όπου βρισκόταν, μαζί με τέσσερις άνδρες, η νεαρή γυναίκα προτίμησε να ανατιναχθεί.
«Η κατήχηση (που τους γίνεται) και η στρατολόγηση είναι τέτοιες που προτίμησε να πεθάνει παρά να συλληφθεί», εξήγησε η ερευνήτρια Φατιμά Λανέ, η συγγραφέας της έκθεσης «Γυναίκες καμικάζι, ο γυναικείος τζιχάντ» που δημοσιεύτηκε από το Γαλλικό Κέντρο Έρευνας για την Πληροφόρηση (CF2R).
Με αυτόν τον τρόπο «συμβάλλει στον αγώνα», συνέχισε η Λανέ. «Και το φύλο της δεν έχει σημασία. Όμως το γεγονός ότι ήταν γυναίκα θα πολλαπλασιάσει ασφαλώς τον αντίκτυπο της πράξης της στην κοινωνία», πρόσθεσε.
Παρότι εκατοντάδες γυναίκες έχουν καταφύγει τα δύο τελευταία χρόνια στη «Γη του τζιχάντ», τη Συρία ή το Ιράκ, ελάχιστες είναι εκείνες που επιλέγουν την οδό του «μάρτυρα». Μεταξύ αυτών, η νεαρή Βελγίδα Μιριέλ Ντεγκόκ, που προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ και ανατινάχθηκε τον Νοέμβριο του 2005 στο Ιράκ, ενώ περνούσε δίπλα της ένα κομβόι Αμερικανών στρατιωτών.
Η καμικάζι του Σεν Ντενί ωστόσο, σε αντίθεση με τους άνδρες που ανατινάχθηκαν το βράδυ της περασμένης Παρασκευής στους δρόμους του Παρισιού ή κοντά στο γήπεδο Σταντ ντε Φρανς, δεν πήρε μαζί της στον θάνατο αθώους περαστικούς πολίτες.
«Η συμμετοχή των γυναικών σε αιματοχυσίες και σε πράξεις που προκαλούν συντριπτική οδύνη, ανέκαθεν προκαλούσε ένα μίγμα κατάπληξης, απέχθειας και ενδιαφέροντος. Πώς να συλλάβει ο νους την επιθυμία αυτών των γυναικών που φιλοδοξούν να πεθάνουν και ταυτόχρονα να σκοτώσουν;», αναφέρει στην έκθεσή της η Λανέ. «Η μουσουλμανική θρησκεία καταδικάζει θεωρητικά την αυτοκτονία και για τους μουσουλμάνους είναι ακόμη πιο καταδικαστέο ότι πολιτισμικά δεν τους αποδίδεται αυτός ο ρόλος. Αυτό όμως το παρέκαμπταν τακτικά, κυρίως οι Λιβανέζοι, οι Παλαιστίνιοι, η Αλ Κάιντα και οι Τσετσένοι», συνέχισε.
Το 1985 μια 18χρονη Λιβανέζα, η Σάνα Μάιντλι, οδήγησε ένα παγιδευμένο αυτοκίνητο σε μια αυτοκινητοπομπή Ισραηλινών, σκοτώνοντας δύο στρατιώτες. Ήταν η πρώτη μιας μακράς λίστας γυναικών-μαρτύρων στη χώρα της αλλά επίσης στο Ισραήλ, την Τουρκία, την Ινδία, το Πακιστάν, το Ουζμπεκιστάν, την Τσετσενία και το Ιράκ. Μέχρι το 2006 «περισσότερες από 220 γυναίκες-καμικάζι θυσιάστηκαν, αριθμός που αποτελεί περίπου το 15% του συνόλου των βομβιστών αυτοκτονίας», συμπλήρωσε η Φατιμά Λανέ.
Μεταξύ αυτών ήταν η Ιρακινή Σατζίντα αλ Ρασάουι που τον Νοέμβριο του 2005 επιχείρησε να ανατιναχθεί ανάμεσα στους καλεσμένους ενός γάμου σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο του Αμάν, στην Ιορδανία. Οι ηγέτες της Αλ Κάιντα, που την θεωρούσαν ηρωίδα, ζητούσαν την απελευθέρωσή της. Μετά τον θάνατο του Ιορδανού πιλότου Μάαζ αλ Κασάσμπεχ, τον οποίο έκαψαν ζωντανό μέσα σε ένα κλουβί οι τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους, η Ρασάουι εκτελέστηκε τον περασμένο Φεβρουάριο.
Τα τελευταία χρόνια γυναίκες καμικάζι χρησιμοποιεί συχνότερα η νιγηριανή οργάνωση Μπόκο Χαράμ. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να στέλνει σε πολυσύχναστες λαϊκές αγορές ανήλικα κορίτσια, το μικρότερο από τα οποία ήταν 7 ετών. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι «αρχηγοί» συνήθως πυροδοτούν τα εκρηκτικά που φέρουν επάνω τους τα κορίτσια από απόσταση, μέσω κινητών τηλεφώνων.
«Στο Μαϊντουγκούρι (μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της βόρειας Νιγηρίας) οι επιθέσεις αυτοκτονίας είναι καθημερινό φαινόμενο», εξήγησε ο Μαρκ Αντουάν Περούζ ντε Μονκλό, ερευνητής στο Ινστιτούτο Ερευνών για την Ανάπτυξη (IRD). «Πρόκειται κυρίως για γυναίκες ή παιδιά, κοριτσάκια, που εκδικούνται τον θάνατο του συζύγου ή του πατέρα τους ο οποίος σκοτώθηκε σε συγκρούσεις με τις ένοπλες δυνάμεις της Νιγηρίας», συνέχισε.
Η εκδίκηση, ο θάνατος ενός γονιού, είναι συχνά το κίνητρο και των γυναικών-καμικάζι της Τσετσενίας. Οι «μαύρες χήρες», όπως αποκαλούνται, έχουν σκοτώσει δεκάδες ανθρώπους μέχρι σήμερα.
Στους άνδρες καμικάζι οι ιμάμηδες των τζιχαντιστικών οργανώσεων υπόσχονται τον παράδεισο μαζί με τις ηδονές που τον συνοδεύουν, κυρίως τις περίφημες «72 παρθένες» που θα τους συντροφεύουν. Τις γυναίκες όμως δεν τις περιμένει καμία απόλαυση ούτε στον άλλο κόσμο: το μόνο που μπορούν να τους υποσχεθούν είναι ότι μετά θάνατον θα ξανασυναντήσουν ένα αγαπημένο τους πρόσωπο, για παράδειγμα τον νεκρό σύζυγό τους, διευκρίνισε η Λανέ.