Το σερβικό κράτος είναι πλουσιότερο κατά 300 εκατομμύρια ευρώ από τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων καταδικασθέντων για διάφορα, κυρίως οικονομικά, εγκλήματα.
Από τότε που άρχισε να ισχύει ο σχετικός νόμος, πριν από δύο χρόνια, κατασχέθηκαν υπέρ του δημοσίου, εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα γης, περίπου εκατό ακίνητα, 200 πολυτελή αυτοκίνητα, έργα τέχνης, κοσμήματα και άλλα περιουσιακά στοιχεία, που αποκτήθηκαν από παράνομες δραστηριότητες.
Τελευταία, κατασχέθηκαν 29 πίνακες ζωγραφικής, μια ασημένια τσάντα της Μπριζίτ Μπαρντό και διάφορά κοσμήματα, που ανήκαν στον ιδιοκτήτη κατασκευαστικής εταιρίας, ο οποίος κατηγορείται για οικονομικές ατασθαλίες ύψους 35 εκατομμυρίων ευρώ.
Τα κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία διατίθενται στο υπουργείο Δικαιοσύνης, όπου έχει συσταθεί ειδική διεύθυνση, που έχει την ευθύνη της διαχείρισης τους.
Στους αποθηκευτικούς χώρους της διεύθυνσης αυτής βρίσκονται- μεταξύ άλλων- μια FERRARI 599 GTB, που κοστίζει 320.000 ευρώ και κατασχέθηκε από την οικογένεια του φυγόδικου αμφιλεγόμενου επιχειρηματία, Μπόγκολιουμπ Κάριτς. Το αυτοκίνητο αυτό, όπως και άλλα 24 πολυτελή αυτοκίνητα, θα διατεθούν προς πώληση την επόμενη εβδομάδα.
Αγοραστές “περιμένουν”, επίσης, τα πολυτελή, επίχρυσα έπιπλα της οικίας του αρχηγού της σερβικής ναρκομαφίας Ντούσαν Σάριτς.
Τα χρήματα που συγκεντρώνονται από την πώληση περιουσιακών στοιχείων εγκληματιών, διατίθενται για κοινωνικούς σκοπούς, ενώ η ακίνητη περιουσία δωρίζεται συνήθως σε δήμους, κοινότητες και κοινωνικούς φορείς.
Δεκάδες διαμερίσματα καταδικασθέντων για οικονομικά εγκλήματα λειτουργούν, σήμερα, ως παιδικοί σταθμοί, ενώ ένα μεγάλο ακίνητο στο Βελιγράδι, που ανήκε σε εμπόρους ναρκωτικών, μετατράπηκε σε ξενώνα, όπου φιλοξενούνται οι συγγενείς παιδιών, που πάσχουν από κακοήθεις ασθένειες και προέρχονται από την ενδοχώρα.
Ο νόμος για την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν με χρήματα από παράνομες δραστηριότητες, ψηφίστηκε τον Μάρτιο του 2009 και προβλέπει την δήμευση της περιουσίας καταδικασθέντων για συμμετοχή σε οργανωμένο έγκλημα, αλλά και των συγγενών ή συνεργατών τους, εφόσον δεν μπορούν να αποδείξουν ότι αποκτήθηκε με «νόμιμο χρήμα».