Σε ένα αποκαλυπτικό ρεπορτάζ που προκαλεί πολιτικούς και στρατιωτικούς τριγμούς στο Ισραήλ, η εφημερίδα Yedioth Ahronoth φέρνει στο φως όσα διαδραματίστηκαν πίσω από κλειστές πόρτες τις πρώτες ώρες του πολέμου στη Γάζα, τον Οκτώβριο του 2023.

Με μαρτυρίες ανώτατων αξιωματικών και περιγραφές οργής, φόβου και κατάρρευσης, το δημοσίευμα σκιαγραφεί μια κυβέρνηση σε σύγχυση και έναν πρωθυπουργό που φέρεται να έχασε πλήρως τον έλεγχο.

Σύμφωνα με την ισραηλινή εφημερίδα, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου φέρεται να ξέσπασε έντονα εναντίον του τότε Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, Χέρτσι Χαλεβί, κατά τη διάρκεια παρουσίασης των πρώτων στρατιωτικών επιχειρήσεων στο Συμβούλιο Ασφαλείας, γνωστό και ως «κουζίνα του Υπουργικού Συμβουλίου». Ήταν οι πρώτες δύο ημέρες του πολέμου που ξέσπασε στη Γάζα μετά τις επιθέσεις της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου 2023.

Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, ο Χαλεβί ενημέρωσε το συμβούλιο πως η Ισραηλινή Πολεμική Αεροπορία είχε πλήξει 1.500 στόχους μέσα σε 48 ώρες. Παρά τον υψηλό αριθμό στόχων, ο Νετανιάχου εξερράγη, χτύπησε το τραπέζι και φώναξε: «Γιατί όχι 5.000;».

Ο Χαλεβί απάντησε πως δεν υπήρχαν τόσοι εγκεκριμένοι στόχοι, με τον πρωθυπουργό να ανταπαντά: «Δε με νοιάζουν οι στόχοι. Καταστρέψτε σπίτια, ανατινάξτε τα πάντα».

Ο έμπειρος πολιτικός συντάκτης Ναχούμ Μπαρνέα, που υπογράφει το άρθρο, σημειώνει πως αυτό το ξέσπασμα αποτελεί μέρος της συνολικής κατάρρευσης ηγεσίας που χαρακτήρισε τον Νετανιάχου εκείνες τις κρίσιμες μέρες.

O πρώην Αρχηγός του ισραηλινού Γενικού Επιτελείου Στρατού Χέρτσι Χαλεβί

«Αξιωματικοί με τους οποίους συναντήθηκα έλεγαν ότι είχε χάσει τα λογικά του», γράφει χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι δεν είναι τυχαία η σημερινή του άρνηση να επιτρέψει τη συγκρότηση επίσημης επιτροπής διερεύνησης για τα γεγονότα.

Το ρεπορτάζ περιγράφει επίσης ένα υπουργικό συμβούλιο διχασμένο, με έλλειψη σαφούς στρατηγικής και συνεχείς συγκρούσεις, ακόμα και για το ενδεχόμενο πολέμου με τον Λίβανο. Στις 11 Οκτωβρίου, οι απόψεις διχάστηκαν: ο στρατός, η Σιν Μπετ, η Μοσάντ και ο υπουργός Άμυνας Γιοάβ Γκάλαντ τάχθηκαν υπέρ της επίθεσης, ενώ οι Μπένι Γκαντς, Γκάντι Άιζενκοτ και οι Αμερικανοί διαφώνησαν. Ο ίδιος ο Νετανιάχου δεν επιθυμούσε να προχωρήσει, αλλά φέρεται να απέφυγε να τοποθετηθεί.

Οι εντάσεις συνεχίστηκαν και τους επόμενους μήνες, με αλλεπάλληλες διαφωνίες Νετανιάχου – Γκάλαντ ενώπιον του στρατιωτικού επιτελείου. Τελικά, η επίμαχη επιχείρηση πραγματοποιήθηκε αργότερα και υπό διαφορετικές συνθήκες, με αποτελέσματα που –σύμφωνα με την εφημερίδα– «σόκαραν» τη διεθνή κοινή γνώμη.

«Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν η κυβέρνηση που διαχειρίστηκε τον πόλεμο – ήταν ο στρατός», υπογραμμίζεται στο άρθρο. Η στρατιωτική ηγεσία, σύμφωνα με πηγές του ρεπορτάζ, ανέλαβε εξ ολοκλήρου τον σχεδιασμό και την εκτέλεση των επιχειρήσεων, νιώθοντας εγκαταλελειμμένη από την πολιτική ηγεσία.

Ο Νετανιάχου, από την πλευρά του, φέρεται να επεδίωξε να καρπωθεί τις επιτυχίες και να αποποιηθεί κάθε αποτυχία. Άλλοτε ισχυριζόταν πως είχε πλήρη γνώση των εξελίξεων, άλλοτε δήλωνε άγνοια – πάντα ανάλογα με το αποτέλεσμα.

Ο Χαλεβί, σύμφωνα με το άρθρο, είχε προειδοποιήσει εξαρχής πως ο πόλεμος θα ήταν μακροχρόνιος και απρόβλεπτος. Το ηθικό στο επιτελείο του, όμως, φαινόταν ήδη να καταρρέει. Ο Μπαρνέα καταγράφει τη μαρτυρία ταξίαρχου που, λίγες ημέρες μετά τις 7 Οκτωβρίου, παραβρέθηκε στην κηδεία συναδέλφου του σε κιμπούτς και ένιωσε ντροπή που φορούσε τη στολή του. «Το αίσθημα ενοχής και ντροπής ήταν αφόρητο», σημειώνει ο Ισραηλινός δημοσιογράφος, σκιαγραφώντας το βαρύ κλίμα που επικρατούσε στις Ένοπλες Δυνάμεις.

Το αποκαλυπτικό αυτό ρεπορτάζ αναμένεται να προκαλέσει νέα συζήτηση στο Ισραήλ για τις ευθύνες της πολιτικής ηγεσίας και τον τρόπο διαχείρισης μιας από τις πιο σκοτεινές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας της χώρας.