Ο δικαστής που είχε εκδώσει προσωρινή εντολή για να εμποδίσει την απέλαση φερόμενων μελών μιας βενεζουελάνικης συμμορίας, βάσει ενός νόμου του 1798, είπε σήμερα ότι οι νομικοί εκπρόσωποι της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ήταν «υπερβολικοί και ασεβείς» στα έγγραφα που του υπέβαλαν, ενόψει της σημερινής ακροαματικής διαδικασίας που έχει ως αντικείμενο αν θα διατηρηθεί η απαγόρευση. Ο περιφερειακός δικαστής Τζέιμς Μπόασμπεργκ, με έδρα την Ουάσινγκτον, εξετάζει επίσης εάν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι παραβίασαν την εντολή του.
Κατά την ακροαματική διαδικασία, ο Μπόασμπεργκ είπε στον αναπληρωτή γενικό εισαγγελέα Ντριου Ενσάιν ότι δεν θυμάται να του έχουν απευθυνθεί ποτέ οι νομικοί εκπρόσωποι της κυβέρνησης με τον τρόπο που το έκαναν εκείνοι στα έγγραφά τους. Δεν διευκρίνισε ωστόσο με ποιο πράγμα ενοχλήθηκε.
Την Τετάρτη, ένα κυβερνητικό έγγραφο κατηγορούσε τον δικαστή ότι επιχειρούσε να «ψαρέψει» πληροφορίες σχετικά με τις πτήσεις απέλασης των μεταναστών.
Ο δικαστής είπε ότι συχνά συμβουλεύει τους βοηθούς του ότι τα πολυτιμότερα περιουσιακά τους στοιχεία είναι η φήμη και η αξιοπιστία τους.
«Θα σας παρακαλούσα να φροντίσετε ώστε η ομάδα σας να έχει υπόψη της αυτό το μάθημα», πρόσθεσε απευθυνόμενος στον Ενσάιν. Πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση του Τραμπ δεν συνεργάζεται μαζί τους αλλά ο ίδιος «θα βρει την άκρη σχετικά με το αν παραβιάστηκε η εντολή του».
Ο Μπόασμπεργκ είπε επίσης ότι η επίκληση του νόμου περί αλλοδαπών εχθρών του 1798 από την κυβέρνηση Τραμπ για να δικαιολογήσει την απέλαση ατόμων χωρίς να έχει εκδοθεί εντολή από δικαστή ήταν «απίστευτα ενοχλητική, προβληματική και ανησυχητική». Η κλιμακούμενη διαμάχη μεταξύ του Μπόασμπεργκ και της κυβέρνησης του Ρεπουμπλικανού προέδρου εγείρει ανησυχίες στους επικριτές του Τραμπ και ορισμένους νομικούς εμπειρογνώμονες σχετικά με μια πιθανή επικείμενη συνταγματική κρίση εάν η κυβέρνηση αψηφήσει τις δικαστικές αποφάσεις. Ο Μπόασμπεργκ έδωσε επίσης εντολή στα στελέχη του υπουργείου Δικαιοσύνης να εξηγήσουν μέχρι την ερχόμενη Τρίτη γιατί δεν πρέπει να κρίνει ότι παραβίασαν την εντολή του της 15ης Μαρτίου, αφού τα δύο αεροπλάνα που μετέφεραν τους μετανάστες στο Ελ Σαλβαδόρ δεν επέστρεψαν πίσω.
Με βάση το Σύνταγμα των ΗΠΑ, η εκτελεστική και η δικαστική εξουσία είναι ισότιμοι κλάδοι της κυβέρνησης, μαζί με το Κογκρέσο – το σύστημα αυτό διασφαλίζει ότι οι τρεις εξουσίες θα αλληλοελέγχονται.
Ο Τραμπ διαβεβαιώνει ότι δεν θα αψηφήσει καμία δικαστική εντολή. Μιλώντας ωστόσο σε δημοσιογράφους σήμερα είπε ότι η κυβέρνησή του έχει την εξουσία να «διώξει τους κακούς ανθρώπους από τη χώρα μας».
«Δεν μπορείς να το σταματήσεις αυτό με έναν δικαστή που κάθεται πίσω από την έδρα του και δεν έχει ιδέα τι συμβαίνει, ο οποίος τυχαίνει να είναι ένας τρελός αριστερός ριζοσπάστης», πρόσθεσε, επαναλαμβάνοντας το προσβλητικό σχόλιο που είχε κάνει και στο παρελθόν εναντίον του Μπόασμπεργκ.
Την Τρίτη, ο Τραμπ ζήτησε από το Κογκρέσο να παραπέμψει τον δικαστή, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει στην απομάκρυνσή του από το δικαστικό σώμα. Για την πρότασή αυτή, ο Τραμπ δέχτηκε –γεγονός σπάνιο– την επίπληξη του προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του συντηρητικού Τζον Ρόμπερτς.
Ο Μπόασμπεργκ διορίστηκε στο ομοσπονδιακό δικαστήριο της Ουάσινγκτον από τον πρώην πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, το 2011. Ο διορισμός του επικυρώθηκε από τη Γερουσία με διακομματική συναίνεση, με ψήφους 96-0. Προηγουμένως, είχε διοριστεί στο τοπικό δικαστήριο της ομοσπονδιακής πρωτεύουσας από τον Ρεπουμπλικάνο πρώην πρόεδρο Τζορτζ Ου. Μπους.
Το περασμένο Σαββατοκύριακο η κυβέρνηση Τραμπ επικαλέστηκε τον νόμο περί Αλλοδαπών Εχθρών εν καιρώ πολέμου, του 1798, για να δικαιολογήσει τις απελάσεις φερόμενων μελών της συμμορίας Τρεν δε Αράγουα.
Ο Μπόασμπεργκ απαγόρευσε τις απελάσεις για 14 ημέρες, κρίνοντας ότι ο νόμος αυτός δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι η παρουσία της Τρεν δε Αράγουα στις ΗΠΑ ισοδυναμεί με πράξη κήρυξης πολέμου.
Οι δικηγόροι και οι συγγενείς πολλών από τους 238 άνδρες που απελάθηκαν στο Ελ Σαλβαδόρ λένε ότι δεν έχουν καμία σχέση με τη συμμορία. «Δεν ξέρω γιατί τον συνέδεσαν με την Τρεν δε Αράγουα αφού δεν έχει σχέση μαζί της», είπε η Ντέισι Αλντάνα, η σύζυγος του κρατούμενου μετανάστης Αντρές Γκιγιέρμο Μοράλες.
Ο πρόεδρος Τραμπ διαβεβαίωσε ότι οι μετανάστες πέρασαν από εξονυχιστικό έλεγχο και, αν έγινε κάποιο λάθος, «ασφαλώς θέλουμε να το βρούμε» γιατί «δεν θέλουμε να κάνουμε τέτοιου είδους λάθη».
Ο δικαστής ωστόσο χαρακτήρισε προβληματική τη χρήση του νόμου του 1798 και διερωτήθηκε για ποιον λόγο η εντολή υπογράφηκε «στο σκοτάδι» και οι άνθρωποι αυτοί επιβιβάστηκαν βιαστικά στα αεροπλάνα. «Μου φαίνεται ότι ο μοναδικός λόγο για τον οποίο ενεργήσατε κατ’ αυτόν τον τρόπο ήταν ότι γνωρίζετε ότι υπάρχει πρόβλημα και θέλατε να τους διώξετε από τη χώρα πριν γίνουν προσφυγές στα δικαστήρια», είπε απευθυνόμενος στον Ενσάιν. «Και τι γίνεται με αυτούς που δεν είναι μέλη της Τρεν δε Αράγουα, ή δεν είναι πολίτες της Βενεζουέλας, πώς θα αμφισβητήσουν την έκδοσή τους;» συνέχισε.
«Οι πολιτικές συνέπειες (από την επίκληση του νόμου) είναι απίστευτα προβληματικές και ανησυχητικές», συνέχισε, υπογραμμίζοντας ότι το διάταγμα του Τραμπ συνιστά «άνευ προηγουμένου, διευρυμένη χρήση» ενός νόμου που μέχρι σήμερα τον επικαλούνταν οι αμερικανικές κυβερνήσεις μόνο στο πλαίσιο στρατιωτικής σύρραξης «όταν ήταν αδιαμφισβήτητο ότι υπήρξε κήρυξη πολέμου και ξέραμε ποιος ήταν ο εχθρός».
Πηγή: ΑΠΕ